12:32 | 18/1/14
«Η πίεση που ασκείται στις εταιρείες της αμυντικής βιομηχανίας προκειμένου να εξασφαλίσουν συμβόλαια είναι τεράστια και φαίνεται ότι, τουλάχιστον κατά το παρελθόν, ώθησε κάποιους να προσφέρουν προβληματικά κίνητρα σε κυβερνητικούς αξιωματούχους», τονίζει ο Δρ Χένρικ Χάιντενκαμπ, ερευνητικός υπότροφος για θέματα Άμυνας, Αμυντικής Βιομηχανίας και Κοινωνίας του Βασιλικού Ινστιτούτου Rusi του Λονδίνου.
Ο κ. Χάιντενκαμπ, με ιδιαίτερη εμπειρία σε ό,τι αφορά την αμυντική βιομηχανία της πατρίδας του, Γερμανίας και προϋπηρεσία στο γερμανικό υπουργείο Άμυνας, επισημαίνει στo Real.gr ότι στην περίπτωση της Ελλάδας αλλά και άλλων χωρών που είχαν συναλλαγές με γερμανικές εταιρείες, «υπήρχε παράλληλα σε κάποιες περιπτώσεις και στις κυβερνήσεις μια ανάλογη κουλτούρα προθυμίας για την αποδοχή αυτής της παρανομίας», απαραίτητη προφανώς για να ολοκληρωθεί μια τέτοιου είδους συναλλαγή. Ο ίδιος πάντως αποφεύγει να αποδώσει οποιαδήποτε κατηγορία σε εταιρίες ή πρόσωπα, όσο, όπως διευκρινίζει, εκκρεμούν οι έρευνες της Δικαιοσύνης. Διατηρεί όμως τις επιφυλάξεις του για το εάν τελικά η Krauss-Maffei Wegmann, που ελέγχεται για το σκάνδαλο των “Leopard 2”, θα δημοσιοποιήσει τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξάγει η ίδια, με ομάδα εμπειρογνωμόνων.
Το κατά πόσο η πρωτοβουλία μιας εταιρίας να δελεάσει με ...προβληματικά κίνητρα» κυβερνητικούς αξιωματούχους συνιστά κεντρική εταιρική πολιτική ή πρωτοβουλία κάποιων στελεχών που κρίνονται από τα συμβόλαια που κλίνουν είναι τελικά πολύ δύσκολο να διευκρινιστεί, ακόμη και από την Δικαιοσύνη. Μέχρι τώρα ήταν μεμονωμένα άτομα που κρίθηκαν ένοχα και τιμωρήθηκαν . Αν όμως συνέβαινε το αντίθετο και καταδικαζόταν η εταιρία ως σύνολο, αυτό θα μπορούσε να σημάνει τον αποκλεισμό της από συμβόλαια με το Δημόσιο. «Δεν υπάρχει αυτόματος μηχανισμός αποκλεισμού, αλλά υπάρχει η δυνατότητα», διευκρινίζει ο Δρ Χάιντενκαμπ.
Ποιος είναι όμως ο ρόλος των κυβερνήσεων στις αγοραπωλησίες αμυντικού εξοπλισμού; Τις προηγούμενες δεκαετίες, οι ΗΠΑ άσκησαν όλη τους την πολιτική επιρροή, κυρίως σε ό,τι αφορούσε την Τουρκία, προκειμένου να εξασφαλίσουν ελληνικές παραγγελίες, τις λεγόμενες «αγορές του αιώνα». Η Γερμανία φαίνεται ότι, τυπικά τουλάχιστον, παίζει το παιχνίδι διαφορετικά. «Το Βερολίνο δεν αντιλαμβάνεται την εξαγωγή αμυντικού υλικού στους εταίρους της στο ΝΑΤΟ ως εργαλείο πολιτικής επιρροής», υποστηρίζει ο Δρ Χάιντενκαμπ. Άλλωστε οι γερμανικές εταιρίες συχνά διαμαρτύρονται επειδή η κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει τον ρόλο του «ντίλερ» για τα προϊόντα τους – τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που το κάνουν άλλες κυβερνήσεις.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, για την γερμανική κυβέρνηση η εξαγωγή οπλικών συστημάτων εξυπηρετούσε την ανάγκη οικοδόμησης μιας βιώσιμης και εύρωστης αμυντικής βιομηχανίας, η οποία δεν έχει ως στόχο μόνο το οικονομικό κέρδος, αλλά και την κάλυψη των αναγκών της εθνικής άμυνας. «Για να μπορεί να συμβεί αυτό, ο κλάδος χρειάζεται τις εξαγωγές, καθώς η εσωτερική ζήτηση δεν επαρκεί», εξηγεί ο αναλυτής του Rusi και σπεύδει να τονίσει ότι οι αμυντικές βιομηχανίες είναι βεβαίως απολύτως νόμιμες επιχειρήσεις, εκτός εάν εμπλακούν σε παράνομες δοσοληψίες. Η διαφορά τους ωστόσο από τις άλλες επιχειρήσεις είναι, διευκρινίζει, το γεγονός ότι υπάρχει παντού η παρουσία των απόρρητων πληροφοριών. «Αυτό συνιστά αναμφισβήτητα ένα επιπλέον πρόβλημα για τα μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης της διαφθοράς», σημειώνει.
Οι «μίζες» όμως που αποκαλύπτονται το τελευταίο διάστημα και αφορούν ακόμη και μεσαία στελέχη του υπουργείου Άμυνας προκαλούν οργή στην κοινή γνώμη, η οποία υφίσταται τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Ο Δρ Χάιντεκαμπ εκτιμά ότι η Ελλάδα υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τα θέματα διαφθοράς, λόγω του γενικότερου οικονομικού κλίματος. Και άλλες χώρες όμως αρχίζουν να παίρνουν πιο σοβαρά τα θέματα διαφάνειας. Στην Γερμανία γίνεται όλο και περισσότερη συζήτηση για την ανάγκη για ενημέρωσης των πολιτών και της Βουλής. «Όλα αυτά με κάνουν να πιστεύω ότι βρισκόμαστε σήμερα σε καλύτερη κατάσταση σε ό,τι αφορά την επίγνωση του θέματος», αναφέρει ο Δρ Χάιντενκαμπ και παραπέμπει στα πρόσωπα που εμπλέκονται στα σχετικά σκάνδαλα στην Ελλάδα και ανήκουν, όπως λέει, στο παρελθόν του κατεστημένου.
Διευκρινίζει ωστόσο ότι δεν θέλει να ζωγραφίσει μια ειδυλλιακή εικόνα και υποστηρίζει ότι η αντιμετώπιση της διαφθοράς σε αυτό το επίπεδο απαιτεί διαρκή εγρήγορση, ειδική μέριμνα και εκπαίδευση των στελεχών. «Το σημαντικό είναι να αντιληφθούν οι εταιρίες ότι οι μίζες αποτελούν απαράδεκτη πρακτική και ότι τελικά είναι προς όφελός τους να προχωρούν στις συναλλαγές τους με νόμιμο τρόπο, καθώς τα πρόστιμα στο τέλος κοστίζουν πολύ περισσότερο», δηλώνει ο γερμανός επιστήμονας, εξηγώντας ότι, αν δεν υπάρχει καθημερινή προσπάθεια, ενημέρωση των στελεχών και εκπαίδευση, υπάρχει συστημικό πρόβλημα» που μπορεί να αφήσει περιθώρια σκοτεινών διαδρομών.
Σύμφωνα με τον Χένρικ Χάιντενκαμπ, η γερμανική κυβέρνηση παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή την εξέλιξη της εισαγγελικής έρευνας, τόσο στην Γερμανία όσο και στην Ελλάδα και έχει αποφασίσει να συμβάλει εποικοδομητικά, με όποιον τρόπο της ζητηθεί. Ο ίδιος βέβαια φροντίζει να μας προσγειώσει: «Η κουλτούρα των προμηθειών δεν δημιουργήθηκε σε μια μέρα». Τώρα εξελίσσεται μια διαδικασία εκπαίδευσης, από την οποία, όπως λέει, πρέπει να περάσουν όλοι.
Πηγή: real.gr
Ο κ. Χάιντενκαμπ, με ιδιαίτερη εμπειρία σε ό,τι αφορά την αμυντική βιομηχανία της πατρίδας του, Γερμανίας και προϋπηρεσία στο γερμανικό υπουργείο Άμυνας, επισημαίνει στo Real.gr ότι στην περίπτωση της Ελλάδας αλλά και άλλων χωρών που είχαν συναλλαγές με γερμανικές εταιρείες, «υπήρχε παράλληλα σε κάποιες περιπτώσεις και στις κυβερνήσεις μια ανάλογη κουλτούρα προθυμίας για την αποδοχή αυτής της παρανομίας», απαραίτητη προφανώς για να ολοκληρωθεί μια τέτοιου είδους συναλλαγή. Ο ίδιος πάντως αποφεύγει να αποδώσει οποιαδήποτε κατηγορία σε εταιρίες ή πρόσωπα, όσο, όπως διευκρινίζει, εκκρεμούν οι έρευνες της Δικαιοσύνης. Διατηρεί όμως τις επιφυλάξεις του για το εάν τελικά η Krauss-Maffei Wegmann, που ελέγχεται για το σκάνδαλο των “Leopard 2”, θα δημοσιοποιήσει τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξάγει η ίδια, με ομάδα εμπειρογνωμόνων.
Το κατά πόσο η πρωτοβουλία μιας εταιρίας να δελεάσει με ...προβληματικά κίνητρα» κυβερνητικούς αξιωματούχους συνιστά κεντρική εταιρική πολιτική ή πρωτοβουλία κάποιων στελεχών που κρίνονται από τα συμβόλαια που κλίνουν είναι τελικά πολύ δύσκολο να διευκρινιστεί, ακόμη και από την Δικαιοσύνη. Μέχρι τώρα ήταν μεμονωμένα άτομα που κρίθηκαν ένοχα και τιμωρήθηκαν . Αν όμως συνέβαινε το αντίθετο και καταδικαζόταν η εταιρία ως σύνολο, αυτό θα μπορούσε να σημάνει τον αποκλεισμό της από συμβόλαια με το Δημόσιο. «Δεν υπάρχει αυτόματος μηχανισμός αποκλεισμού, αλλά υπάρχει η δυνατότητα», διευκρινίζει ο Δρ Χάιντενκαμπ.
Ποιος είναι όμως ο ρόλος των κυβερνήσεων στις αγοραπωλησίες αμυντικού εξοπλισμού; Τις προηγούμενες δεκαετίες, οι ΗΠΑ άσκησαν όλη τους την πολιτική επιρροή, κυρίως σε ό,τι αφορούσε την Τουρκία, προκειμένου να εξασφαλίσουν ελληνικές παραγγελίες, τις λεγόμενες «αγορές του αιώνα». Η Γερμανία φαίνεται ότι, τυπικά τουλάχιστον, παίζει το παιχνίδι διαφορετικά. «Το Βερολίνο δεν αντιλαμβάνεται την εξαγωγή αμυντικού υλικού στους εταίρους της στο ΝΑΤΟ ως εργαλείο πολιτικής επιρροής», υποστηρίζει ο Δρ Χάιντενκαμπ. Άλλωστε οι γερμανικές εταιρίες συχνά διαμαρτύρονται επειδή η κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει τον ρόλο του «ντίλερ» για τα προϊόντα τους – τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που το κάνουν άλλες κυβερνήσεις.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, για την γερμανική κυβέρνηση η εξαγωγή οπλικών συστημάτων εξυπηρετούσε την ανάγκη οικοδόμησης μιας βιώσιμης και εύρωστης αμυντικής βιομηχανίας, η οποία δεν έχει ως στόχο μόνο το οικονομικό κέρδος, αλλά και την κάλυψη των αναγκών της εθνικής άμυνας. «Για να μπορεί να συμβεί αυτό, ο κλάδος χρειάζεται τις εξαγωγές, καθώς η εσωτερική ζήτηση δεν επαρκεί», εξηγεί ο αναλυτής του Rusi και σπεύδει να τονίσει ότι οι αμυντικές βιομηχανίες είναι βεβαίως απολύτως νόμιμες επιχειρήσεις, εκτός εάν εμπλακούν σε παράνομες δοσοληψίες. Η διαφορά τους ωστόσο από τις άλλες επιχειρήσεις είναι, διευκρινίζει, το γεγονός ότι υπάρχει παντού η παρουσία των απόρρητων πληροφοριών. «Αυτό συνιστά αναμφισβήτητα ένα επιπλέον πρόβλημα για τα μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης της διαφθοράς», σημειώνει.
Οι «μίζες» όμως που αποκαλύπτονται το τελευταίο διάστημα και αφορούν ακόμη και μεσαία στελέχη του υπουργείου Άμυνας προκαλούν οργή στην κοινή γνώμη, η οποία υφίσταται τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Ο Δρ Χάιντεκαμπ εκτιμά ότι η Ελλάδα υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τα θέματα διαφθοράς, λόγω του γενικότερου οικονομικού κλίματος. Και άλλες χώρες όμως αρχίζουν να παίρνουν πιο σοβαρά τα θέματα διαφάνειας. Στην Γερμανία γίνεται όλο και περισσότερη συζήτηση για την ανάγκη για ενημέρωσης των πολιτών και της Βουλής. «Όλα αυτά με κάνουν να πιστεύω ότι βρισκόμαστε σήμερα σε καλύτερη κατάσταση σε ό,τι αφορά την επίγνωση του θέματος», αναφέρει ο Δρ Χάιντενκαμπ και παραπέμπει στα πρόσωπα που εμπλέκονται στα σχετικά σκάνδαλα στην Ελλάδα και ανήκουν, όπως λέει, στο παρελθόν του κατεστημένου.
Διευκρινίζει ωστόσο ότι δεν θέλει να ζωγραφίσει μια ειδυλλιακή εικόνα και υποστηρίζει ότι η αντιμετώπιση της διαφθοράς σε αυτό το επίπεδο απαιτεί διαρκή εγρήγορση, ειδική μέριμνα και εκπαίδευση των στελεχών. «Το σημαντικό είναι να αντιληφθούν οι εταιρίες ότι οι μίζες αποτελούν απαράδεκτη πρακτική και ότι τελικά είναι προς όφελός τους να προχωρούν στις συναλλαγές τους με νόμιμο τρόπο, καθώς τα πρόστιμα στο τέλος κοστίζουν πολύ περισσότερο», δηλώνει ο γερμανός επιστήμονας, εξηγώντας ότι, αν δεν υπάρχει καθημερινή προσπάθεια, ενημέρωση των στελεχών και εκπαίδευση, υπάρχει συστημικό πρόβλημα» που μπορεί να αφήσει περιθώρια σκοτεινών διαδρομών.
Σύμφωνα με τον Χένρικ Χάιντενκαμπ, η γερμανική κυβέρνηση παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή την εξέλιξη της εισαγγελικής έρευνας, τόσο στην Γερμανία όσο και στην Ελλάδα και έχει αποφασίσει να συμβάλει εποικοδομητικά, με όποιον τρόπο της ζητηθεί. Ο ίδιος βέβαια φροντίζει να μας προσγειώσει: «Η κουλτούρα των προμηθειών δεν δημιουργήθηκε σε μια μέρα». Τώρα εξελίσσεται μια διαδικασία εκπαίδευσης, από την οποία, όπως λέει, πρέπει να περάσουν όλοι.
Πηγή: real.gr
Σχετικές ετικέτες:Πολιτική
Σχετικά άρθρα