Βιώσιμες λύσεις για την ευρωπεριφέρεια | Greek-iNews


Έχετε φορτώσει την έκδοση για υπολογιστές, για καλύτερη εμπειρία χρήσης μεταβείτε στην έκδοση για κινητά με ένα
κλικ εδώ

Βιώσιμες λύσεις για την ευρωπεριφέρεια

11:01 | 27/1/14
Μετά από τέσσερα χρόνια ταυτόχρονης δημοσιονομικής λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης, είναι αλήθεια ότι καταγράφονται σήμερα στις οικονομίες της ευρωπεριφέρειας μια σειρά από θετικές οικονομικές εξελίξεις, όπως για παράδειγμα η επιστροφή στην ανάκαμψη, η δραστική συρρίκνωση των δίδυμων ελλειμμάτων, η σημαντική πτώση των spread στα κρατικά ομόλογα κλπ., γεγονός που δικαιολογεί την αισιοδοξία που διατυπώνεται στο δημόσιο διάλογο των κρατών αυτών.

Από την άλλη μεριά βέβαια, είναι επίσης αλήθεια ότι ο ευρωπαϊκός Νότος συνεχίζει να βρίσκεται αντιμέτωπος με σοβαρά προβλήματα και κοινές προκλήσεις όπως είναι α) στον τομέα της πραγματικής οικονομίας, η υψηλή και επίμονη ανεργία με χαρακτηριστικά υστέρησης, β) στο δημοσιονομικό τομέα, η παγίδα χρέους η οποία φαίνεται να έχει μάλιστα μη-κυκλικά χαρακτηριστικά και γ) στο νομισματικό τομέα, ο κατακερματισμός της ενιαίας χρηματοπιστωτικής αγοράς, όπως αυτός αντανακλάται στο ανομοιογενές και υψηλό κόστος δανεισμού των τραπεζών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών της περιφέρειας.

Σκοπός μας στο παρόν άρθρο είναι να προτείνουμε βιώσιμες λύσεις για την αποτελεσματική και μόνιμη διόρθωση των ζητημάτων αυτών, με τρόπο όμως που να υπογραμμίζει την αυστηρή προσήλωση των κρατών-μελών στο συλλογικό ευρωπαϊκό όραμα για απασχόληση και ευημερία για όλους τους πολίτες της Ένωσης. Έτσι, υποστηρίζουμε ότι η ριζική αντιμετώπιση των πιο πάνω προκλήσεων έχει έναν κοινό ευρωπαϊκό παρονομαστή που βρίσκεται στην περαιτέρω εμβάθυνση της ευρωζώνης, δηλαδή στην «περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη».

Πιο συγκεκριμένα, η βασική μας θέση είναι η εξής: παράλληλα με τη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, απαιτείται η άμεση ενίσχυση της ζήτησης σε όλες της χώρες της ευρωζώνης, βορείως και νοτίως των Άλπεων. Προτείνουμε πιο κάτω έναν αποτελεσματικό τρόπο -στο πνεύμα της πρόσφατης εισήγησης της Κομισιόν που υιοθετήθηκε στην τελευταία ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου 2013- σύζευξης των δύο πιο πάνω πυλώνων, δηλ. της ανάγκης για μεταρρυθμιστική πρόοδο και της άμεσης τόνωσης της ζήτησης μέσω ενός γενικευμένου επενδυτικού σοκ, που δεν είναι άλλος από τη σύναψη δεσμευτικών συμβολαίων από τα κράτη-μέλη στην ευρωπεριφέρεια.

Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια για την πραγματοποίηση αυτού του επενδυτικού σοκ είναι η άρση των αντίξοων συνθηκών χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας στην περιφέρεια, τόσο σε όρους του κόστους δανεισμού των επιχειρήσεων όσο και σε όρους πρόσβασης αυτών στην τραπεζική ρευστότητα.

Εκτιμούμε ότι η δραστική πτώση των επιτοκίων χορηγήσεων στις χώρες της ευρωπεριφέρειας, από τα σημερινά επίπεδα της τάξεως 6% και 7% σε επίπεδα της τάξεως του 2% και 3% που ισχύει στις χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης, μπορεί να παραλληλιστεί με την εφάπαξ μείωση των επιτοκίων με την είσοδο των χωρών αυτών στην ΟΝΕ το 2000, η οποία προκάλεσε ένα ισχυρό καταναλωτικό σοκ, με τη διαφοροποίηση όμως, πως εδώ μιλάμε τώρα για ένα επενδυτικό σοκ που θα στηρίξει ένα νέο αναπτυξιακό εξωστρεφές πρότυπο και δεν θα οδηγεί στην εμφάνιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και δίδυμων ελλειμμάτων της προηγούμενης δεκαετίας.

Ξεκινώντας με το υψηλό κόστος δανεισμού στην ευρωπεριφέρεια, είναι αλήθεια ότι τα χαμηλά επιτόκια της ΕΚΤ δεν μεταφράζονται και σε μείωση του κόστους του χρήματος για τις επιχειρήσεις της περιφέρειας (δηλ. το βασικό κανάλι μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής είναι προβληματικό), με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της ενιαίας χρηματοπιστωτικής αγοράς.

Αναλυτικότερα, οι δυσμενείς μακροοικονομικές συνθήκες στην ευρωπεριφέρεια και η χαμηλή φερεγγυότητα του κρατικού χρέους εκεί, λόγω της διπλής και αμφίδρομης δημοσιονομικής και τραπεζικής κρίσης, επηρεάζουν αρνητικά την πιστοληπτική ικανότητα των τραπεζών και το κόστος δανεισμού αυτών στη διατραπεζική αγορά. Ως αποτέλεσμα, το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων των κρατών-μελών της περιφέρειας, και ειδικότερα των μικρομεσαίων, να αποκλίνει σε υψηλά επίπεδα υπονομεύοντας την προσπάθεια ανάκτησης της ανταγωνιστικότητάς τους καθώς επίσης και τη δημιουργία νέων επενδύσεων και θέσεων εργασίας.

Δύο είναι οι βασικές λειτουργίες της ΕΚΤ και του ευρωσυστήματος (στο οποίο ανήκει και η Τράπεζα της Ελλάδος). Από τη μία η χάραξη και η ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στο σύνολο των χωρών της ευρωζώνης, ενώ από την άλλη η διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της συστημικής ευστάθειας των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Είναι αλήθεια ότι στο πρόσφατο παρελθόν, η ΕΚΤ για να διευκολύνει τη ρευστότητα προς τις τράπεζες και να άρει τις ασφυκτικές συνθήκες χρηματοδότησής τους, διεύρυνε τη λίστα των χρεογράφων που αποδεχόταν ως ενέχυρο, επιτρέποντας μάλιστα σε αυτές να χρησιμοποιούν τιτλοποιημένα ομόλογα (ABS) βασισμένα σε δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Για τον ίδιο λόγο, η ΕΚΤ ξεκίνησε επίσης το πρόγραμμα μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης των τραπεζών της ευρωζώνης προσφέροντας σε αυτές κεφάλαια ύψους 1 τρισ. ευρώ, με επιτόκιο 1 % και περίοδο λήξης τριών ετών (LTROs), παρόλο που δυστυχώς ένα μεγάλο μέρος αυτού χρησιμοποιήθηκε για την αγορά κρατικού χρέους.

Όμως, παρά τις πιο πάνω προσπάθειες αλλά και την πρόσφατη μείωση του βασικού της επιτοκίου στο ιστορικά χαμηλό 0.25%, οι συνθήκες ρευστότητας της πραγματικής οικονομίας για τα κράτη της ευρωπεριφέρειας παραμένουν ασφυκτικές. Συγκεκριμένα, η απόκλιση των επιτοκίων δανεισμού για τις επιχειρήσεις παραμένει υψηλή στις 3.9 ποσοστιαίες μονάδες (αν και μειωμένη από το υψηλό επίπεδο των 4.7 μονάδων τον Μάιο 2013). Ακόμη χειρότερα, ενώ το 70% με 80% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που εδράζονται στις χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης δανειοδοτήθηκαν πλήρως από το τραπεζικό τους σύστημα, το αντίστοιχο ποσοστό για τις χώρες της περιφέρειας είναι 25% με 45% (25% στην Ελλάδα).

Η στενότητα μάλιστα στην άντληση ρευστότητας γίνεται περισσότερη αισθητή όταν αναλογιστεί κανείς πως στην Ελλάδα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντλούν κεφάλαια αποκλειστικά από το τραπεζικό τους σύστημα και όχι από τις αγορές, όπως συμβαίνει αλλού, για παράδειγμα στην Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, κλπ., όπου υπάρχει αγορά για να διαπραγματεύονται τα εταιρικά ομόλογα μικρομεσαίων επιχειρήσεων με σκοπό τη χρηματοδότησή τους με φθηνότερους όρους.

Για τον λόγο αυτό, απαιτείται να δρομολογηθούν εκ νέου πρωτοβουλίες που θα περιλαμβάνουν:

(i) την ταχύτερη υλοποίηση των ήδη δρομολογημένων θεσμικών παρεμβάσεων στην Ένωση, όπως για παράδειγμα η υιοθέτηση του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (SRM) της τραπεζικής ένωσης -σημαντική άλλωστε προτεραιότητα της τρέχουσας ελληνικής προεδρίας της ΕΕ- απώτερο στάδιο της οποίας θα πρέπει να είναι και η σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, κάτι που θα συμβάλει τα μέγιστα στη ρήξη της αμφίδρομης σχέσης των συγκοινωνούντων δοχείων κρατών - τραπεζών και στην άρση του κατακερματισμού της ενιαίας χρηματοπιστωτική αγοράς.

(ii) επιπλέον, και εξίσου σημαντικό, χρειάζονται στον άμεσο ορίζοντα έκτακτα και στοχευμένα μέτρα νομισματικής πολιτικής (υπενθυμίζουμε ότι το μη-συμβατικό πρόγραμμα της ΕΚΤ περί αγοράς ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά, ΟΜΤ ουσιαστικά απευθύνονταν αποκλειστικά στις χώρες της ευρωπεριφέρειας).

Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ θα πρέπει στοχευμένα (α) να συνεχίσει εκεί που υπάρχει το πρόβλημα, την πολιτική χαλάρωσης των όρων ρευστότητας με την περαιτέρω διεύρυνση της λίστας των χρεογράφων που χρησιμοποιεί για την παροχή πιστώσεων, (β) να προχωρήσει στην έναρξη ενός δεύτερου προγράμματος μακροπρόθεσμης φτηνής αναχρηματοδότησης των τραπεζών της περιφέρειας και (γ) να προχωρήσει στην επιβολή αρνητικών επιτοκίων στις καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών που βρίσκονται στην ΕΚΤ, ως μια προσπάθεια να ενθαρρυνθεί ο δανεισμός προς τις επιχειρήσεις της ευρωπεριφέρειας. Το ενδεχόμενο των αρνητικών επιτοκίων έχει συζητηθεί καταρχήν στη συνεδρίαση της 7/11/2013 του ΔΣ της ΕΚΤ χωρίς τη λήψη οριστικών αποφάσεων (η Δανία παρεμπιπτόντως όρισε αρνητικά επιτόκια επιτυχώς τον Ιούλιο του 2012).

Τέλος, θα πρέπει η ΕΚΤ να σηματοδοτήσει μια πολιτική ενός πιο αδύναμου ευρώ, δεδομένου ότι ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, και συγκεκριμένα περίπου στο 0.8%, δηλαδή αρκετά χαμηλότερος από το «κάτω αλλά πλησίον του 2%» που είναι ο θεσμικός στόχος της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό (κάτω από το 1% σε 14 χώρες από τις 18 χώρες της ευρωζώνης ενώ παραμένει αρνητικός στην Ελλάδα, στην Λετονία, και Κύπρο).

Όσον αφορά τη σημασία των μεταρρυθμίσεων για την ανάπτυξη και την απασχόληση, αυτή έχει υπογραμμιστεί και πάλι σε ένα νέο πλαίσιο στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του περασμένου Δεκεμβρίου, το οποίο υιοθέτησε την εισήγηση της Κομισιόν να δεσμεύονται τα κράτη-μέλη στη σύναψη συμβολαίων που θα ορίζουν την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων με αντάλλαγμα κάποιας μορφής χρηματοδοτική διευκόλυνση, π.χ. χαμηλότοκα δάνεια, εγγυήσεις, επιχορηγήσεις για αναπτυξιακούς σκοπούς.

Η πρότασή μας είναι η εξής: η σύναψη των μεταρρυθμιστικών συμβολαίων να περιλαμβάνει και τα κράτη-μέλη που υπόκεινται σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις όπως: (i) η ύφεση να είναι μεγαλύτερη της αναμενόμενης, (ii) τα κράτη-μέλη να βρίσκονται στο τελικό στάδιο ολοκλήρωσης του Προγράμματος και (iii) να έχουν διατηρήσιμα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα.

Για παράδειγμα, η Ελλάδα καθώς βηματίζει σταθερά προς την έξοδό της από το Μνημόνιο και τη σταδιακή επιστροφή της στις διεθνείς αγορές (το ευρωπαϊκό σκέλος της δανειακής σύμβασης, δηλ. τα δάνεια από τον EFSF, ολοκληρώνεται το α’ εξάμηνο του 2014), έχοντας βιώσει μια πρωτοφανή ύφεση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα, θα μπορούσε να ωφεληθεί από μια τέτοια πρόταση. Πώς; Συνεχίζοντας απαρεγκλίτως τη μεταρρυθμιστική της προσπάθεια και εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα χαμηλότοκα δάνεια αναπτυξιακού χαρακτήρα που τόσο έχει ανάγκη.

Έτσι, για παράδειγμα η χώρα μας θα μπορούσε να εξασφαλίσει ευρωπαϊκά χαμηλότοκα δάνεια και εγγυήσεις για έργα ΣΔΙΤ, γραμμές πίστωσης μέσω της ΕΤΕπ για τις εξαγωγικές και υποκατάστασης-εισαγωγών επιχειρήσεις της, υπό την αίρεση ότι θα ολοκληρώσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις που ήδη τρέχουν, όπως η εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης, ο εξορθολογισμός των κρατικών δαπανών, η ανασύνταξη του φοροεισπρακτικού της μηχανισμού, η πάταξη της φοροδιαφυγής κλπ.

Με άλλα λόγια, τα δεσμευτικά συμβόλαια από τη μία μεριά, μέσω της άμεσης ενίσχυσης της ζήτησης και επίσης μέσω της συνέχισης των μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της πλευράς της προσφοράς των οικονομιών της περιφέρειας, θα συμβάλλουν στην επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης, άρα και μόνιμων θέσεων απασχόλησης, ενώ από την άλλη θα αποτελέσουν κι έναν ασφαλή τρόπο απεγκλωβισμού από την παγίδα χρέους, δηλαδή θα συμβάλλουν παράλληλα και στην πτώση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.

Με την Ελλάδα και τις άλλες χώρες της περιφέρειας να αφήνουν πίσω τους τα χειρότερα από τη διπλή κρίση, η Ευρώπη απέδειξε ότι μπορεί. Από την άλλη, η πορεία προς την ολοκλήρωση και εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χρειάζεται αναμφίβολα και μια ευρωπαϊκή διαχείριση των κοινών προκλήσεων της περιφέρειας, κάτι που αποτελεί άλλωστε και την κυρίαρχη θέληση των πολιτών των κρατών-μελών αυτής, που θέλουν λύσεις εντός της ευρωζώνης, μέσα στην Ευρώπη.

Άρθρο του κ. Γιάννη Μουρμούρα *


* Καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, πρώην Υφυπουργός Οικονομικών, Οικονομικός Σύμβουλος του Πρωθυπουργού και Προέδρου του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αντώνη Σαμαρά. Το παρόν άρθρο είναι μια επικαιροποιημένη περίληψη μιας σειράς πρόσφατων διαλέξεων στο Harvard University, LSE και Bruegel Institute. Οι απόψεις που διατυπώνονται εδώ είναι αυστηρώς προσωπικές.

Σχετικές ετικέτες:
Σχετικά άρθρα

Σχόλια αναγνωστών