22:28 | 12/6/14
Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα συμβάλει στην ενίσχυση τόσο της ζήτησης όσο και, μεσοπρόθεσμα, της προσφοράς τραπεζικής χρηματοδότησης, εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεση για την νομισματική πολιτική.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει σε εκτενή αναφορά, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τη γενική κυβέρνηση παρέμεινε αρνητικός (Δεκέμβριος 2012: -7,9%, Απρίλιος 2014: -4,6%). Αυτό οφείλεται στο ότι οι δανειακές ανάγκες της γενικής κυβέρνησης καλύφθηκαν κατά κύριο λόγο από τους διεθνείς πιστωτές της χώρας, ενώ από το 2013 το χαρτοφυλάκιο ομολόγων των πιστωτικών ιδρυμάτων εμφανίζεται σημαντικά μειωμένο κυρίως λόγω της αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους αλλά και της επαναγοράς χρέους από την κυβέρνηση κατά το προηγούμενο έτος. Ο ετήσιος ρυθμός μείωσης των τραπεζικών πιστώσεων προς τα νοικοκυριά περιορίστηκε ελαφρά (μέσος όρος 2012: -4,2%, Ιαν.- Απρ. 2014: -3,3%), ενώ ο αντίστοιχος ρυθμός για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ενισχύθηκε (Δεκέμβριος 2012: -3,3%, Απρίλιος 2014: -4,6% ).
Η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος και η υποχώρηση της αβεβαιότητας, η οποία υποβοήθησε τη σταδιακή αποκατάσταση της πρόσβασης των πιστωτικών ιδρυμάτων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων, εκτιμά η ΤτΕ, πρέπει να άσκησαν θετική επίδραση στην προσφορά τραπεζικών πιστώσεων στην οικονομία, όπως εξάλλου επιβεβαιώνεται και από την Έρευνα του Ευρωσυστήματος για τις τραπεζικές χορηγήσεις. Επιπλέον, στο πλαίσιο της Έρευνας του Ευρωσυστήματος και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πρόσβαση των επιχειρήσεων μικρού και μεσαίου μεγέθους στις πηγές χρηματοδότησης, διαπιστώθηκε μείωση των ποσοστών των εν λόγω επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν, πρώτον, αύξηση του επιτοκίου τραπεζικού δανεισμού, δεύτερον, αυστηροποίηση των απαιτήσεων των τραπεζών για κάλυψη των πιστώσεών τους με εξασφαλίσεις και, τρίτον, μείωση του ύψους των χορηγούμενων πιστώσεων. Αν και το ποσοστό του δείγματος των επιχειρήσεων οι οποίες αιτούνται τραπεζικά δάνεια (15%) συνέχισε να μειώνεται, το μερίδιο των αιτήσεων που απορρίφθηκαν (27%) επίσης υποχώρησε.
Από την άλλη πλευρά, αρνητική επίδραση στην προσφορά τραπεζικής χρηματοδότησης ασκεί η συσσώρευση προβληματικών στοιχείων ενεργητικού στις τράπεζες. Η συσσώρευση αυτή μεταξύ άλλων παρέχει ενδείξεις ―αν και όχι πρόδρομες― για τον αυξημένο βαθμό πιστωτικού κινδύνου, μειώνει τη ρευστότητα των τραπεζών καθώς δεν εισπράττουν τα τοκοχρεολύσια των προβληματικών δανείων, τα οποία θα ήταν δυνατόν να ανακυκλωθούν σε νέες πιστώσεις και δυσχεραίνει την άντληση διαθεσίμων εκ μέρους των τραπεζών από τις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Εξάλλου, αρνητική επίδραση στη ζήτηση δανείων πρέπει να άσκησε η υποχώρηση του ονομαστικού ΑΕΠ και ειδικότερα των ιδιωτικών επενδύσεων σε πάγια κεφάλαια. Κατά την περίοδο υπό επισκόπηση οι τράπεζες διέθεσαν σημαντικό μέρος των πόρων τους για να αποπληρώσουν σταδιακά τη χρηματοδότηση την οποία είχαν αντλήσει από την κεντρική τράπεζα ενόσω ήταν κατά το μάλλον ή ήττον αποκλεισμένες από τη διατραπεζική αγορά και καταγράφονταν σημαντικές εκροές καταθέσεων λιανικής. Έτσι επιτεύχθηκε μείωση του ύψους της εν λόγω χρηματοδότησης κατά περίπου 50% μεταξύ Δεκεμβρίου 2012 και Απριλίου 2014 (σε 62 δισεκ. ευρώ, επίπεδα παραπλήσια με αυτά στις αρχές του 2010). Κατά συνέπεια, έχουν αντίστοιχα περιοριστεί τα κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων που θα πρέπει στο εξής να διατεθούν για την περαιτέρω μείωση της χρηματοδοτικής εξάρτησης από την κεντρική τράπεζα.
Η εξέλιξη του ετήσιου ρυθμού μεταβολής της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις είναι συνεπής με υποχώρηση της ζήτησης για τραπεζική χρηματοδότηση συνολικά το 2013 και στις αρχές του 2014. Είναι πιθανόν να σημειώθηκε παράλληλα αύξηση της προσφοράς πιστώσεων, η οποία όμως, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι η πιστωτική επέκταση συνέχισε να επιβραδύνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου υπό επισκόπηση, πρέπει να άσκησε ασθενέστερη επεκτατική επίδραση στον όγκο των χορηγούμενων δανείων από τη συσταλτική επίδραση λόγω της υποχώρησης της ζήτησης δανείων. Από την άλλη πλευρά, η εξέλιξη
του ετήσιου ρυθμού μεταβολής της τραπεζικής πίστης προς τα νοικοκυριά αντανακλά και ένα τεχνικό παράγοντα: το υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων κυρίως καταναλωτικών πιστώσεων οδηγεί σε σχετικά χαμηλές πληρωμές τοκοχρεολυσίων προς τις τράπεζες από τα νοικοκυριά και άρα σε αντίστοιχη τεχνητή συγκράτηση του ετήσιου ρυθμού μείωσης των νέων πιστώσεων (ο οποίος υπολογίζεται σε καθαρή βάση, δηλ. αφαιρουμένων των τοκοχρεολυσίων) προς τα νοικοκυριά.
∆εν πρέπει βεβαίως να παραβλέπεται το ότι αν τα τοκοχρεολύσια εισπράττονταν από τις τράπεζες, τότε τη συνακόλουθη βραχυπρόθεσμη τεχνική ενίσχυση του ετήσιου ρυθμού μείωσης των νέων πιστώσεων προς τα νοικοκυριά μεσοπρόθεσμα θα διαδεχόταν αύξηση της πιστωτικής επέκτασης, καθώς οι τράπεζες θα αποκτούσαν πρόσθετα ρευστά διαθέσιμα προς διοχέτευση σε νέα δάνεια.
Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα συμβάλει στην ενίσχυση τόσο της ζήτησης όσο και, μεσοπρόθεσμα, της προσφοράς τραπεζικής χρηματοδότησης. Ειδικότερα, η προσφορά τραπεζικής χρηματοδότησης θα επηρεαστεί θετικά από τον περιορισμό του πιστωτικού κινδύνου, τις εκ νέου αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και την αποκατάσταση της κερδοφορίας των τραπεζών, καθώς επίσης και από την προοδευτική μείωση του αποθέματος των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (ήδη ο ρυθμός εμφάνισης νέων δανείων σε καθυστέρηση έχει επιβραδυνθεί) μεταξύ άλλων μέσω της βελτίωσης της διαχείρισής τους από τις τράπεζες. Ομοίως θετική επίδραση θα ασκήσει η περαιτέρω διεύρυνση της πρόσβασης των τραπεζών στις διεθνείς αγορές δανειακών κεφαλαίων και η συνέχιση της επιστροφής τόσο των αποθησαυρισμένων τραπεζογραμματίων όσο και των καταθέσεων από το εξωτερικό καθώς θα παγιώνεται το κλίμα εμπιστοσύνης.
Η εμπιστοσύνη στις προοπτικές ειδικότερα των ελληνικών τραπεζών, σε ενίσχυση της οποίας έχει πρόσφατα συντελέσει η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που διενήργησε η Τράπεζα της Ελλάδος, θα θωρακιστεί με την ολοκλήρωση της ανάλογης πανευρωπαϊκής άσκησης υπό την αιγίδα της ΕΚΤ το προσεχές φθινόπωρο. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση της ζήτησης τραπεζικών πιστώσεων και η συνακόλουθη ανοδική πίεση στα τραπεζικά επιτόκια θα μετριαστούν στο βαθμό που θα προχωρήσει η αναγκαία ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς ιδιωτικών ομολόγων και στο μέτρο που οι εγχώριες επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τις ευνοϊκές προοπτικές για άντληση δανειακών κεφαλαίων από τη διεθνή αγορά.
Σημαντικός για τη διεύρυνση των μη τραπεζικών πηγών χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας θα είναι και ο ρόλος της αποκατάστασης της κερδοφορίας και της συνακόλουθης αύξησης των δυνατοτήτων για εσωτερική χρηματοδότηση των εγχώριων επιχειρήσεων με την ανάκαμψη της συνολικής ζήτησης προϊόντων.
Τέλος επισημαίνεται ότι η προσφορά τραπεζικών πιστώσεων ιδίως προς τις επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους θα υποστηριχθεί από το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (ΕΤΕΑΝ), την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) καθώς και το νεοϊδρυθέν Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο τόσο μέσω της συγχρηματοδότησης τραπεζικών δανείων όσο και μέσω της παροχής εγγυήσεων για την κάλυψη των πιστώσεων που χορηγούν οι τράπεζες (και άλλων παρεμβάσεων, π.χ.συμμετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο). Εξάλλου, σε ευρωπαϊκό επίπεδο προχωρούν οι τεχνικές προετοιμασίες ώστε να υλοποιηθούν οι νέες πρωτοβουλίες για την ενθάρρυνση (μέσω της εγγύησης και τιτλοποίησης τραπεζικών δανείων) της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων μικρού και μεσαίου μεγέθους από τις τράπεζες.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ειδικότερα, όπως αναφέρει σε εκτενή αναφορά, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τη γενική κυβέρνηση παρέμεινε αρνητικός (Δεκέμβριος 2012: -7,9%, Απρίλιος 2014: -4,6%). Αυτό οφείλεται στο ότι οι δανειακές ανάγκες της γενικής κυβέρνησης καλύφθηκαν κατά κύριο λόγο από τους διεθνείς πιστωτές της χώρας, ενώ από το 2013 το χαρτοφυλάκιο ομολόγων των πιστωτικών ιδρυμάτων εμφανίζεται σημαντικά μειωμένο κυρίως λόγω της αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους αλλά και της επαναγοράς χρέους από την κυβέρνηση κατά το προηγούμενο έτος. Ο ετήσιος ρυθμός μείωσης των τραπεζικών πιστώσεων προς τα νοικοκυριά περιορίστηκε ελαφρά (μέσος όρος 2012: -4,2%, Ιαν.- Απρ. 2014: -3,3%), ενώ ο αντίστοιχος ρυθμός για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ενισχύθηκε (Δεκέμβριος 2012: -3,3%, Απρίλιος 2014: -4,6% ).
Η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος και η υποχώρηση της αβεβαιότητας, η οποία υποβοήθησε τη σταδιακή αποκατάσταση της πρόσβασης των πιστωτικών ιδρυμάτων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων, εκτιμά η ΤτΕ, πρέπει να άσκησαν θετική επίδραση στην προσφορά τραπεζικών πιστώσεων στην οικονομία, όπως εξάλλου επιβεβαιώνεται και από την Έρευνα του Ευρωσυστήματος για τις τραπεζικές χορηγήσεις. Επιπλέον, στο πλαίσιο της Έρευνας του Ευρωσυστήματος και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πρόσβαση των επιχειρήσεων μικρού και μεσαίου μεγέθους στις πηγές χρηματοδότησης, διαπιστώθηκε μείωση των ποσοστών των εν λόγω επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν, πρώτον, αύξηση του επιτοκίου τραπεζικού δανεισμού, δεύτερον, αυστηροποίηση των απαιτήσεων των τραπεζών για κάλυψη των πιστώσεών τους με εξασφαλίσεις και, τρίτον, μείωση του ύψους των χορηγούμενων πιστώσεων. Αν και το ποσοστό του δείγματος των επιχειρήσεων οι οποίες αιτούνται τραπεζικά δάνεια (15%) συνέχισε να μειώνεται, το μερίδιο των αιτήσεων που απορρίφθηκαν (27%) επίσης υποχώρησε.
Από την άλλη πλευρά, αρνητική επίδραση στην προσφορά τραπεζικής χρηματοδότησης ασκεί η συσσώρευση προβληματικών στοιχείων ενεργητικού στις τράπεζες. Η συσσώρευση αυτή μεταξύ άλλων παρέχει ενδείξεις ―αν και όχι πρόδρομες― για τον αυξημένο βαθμό πιστωτικού κινδύνου, μειώνει τη ρευστότητα των τραπεζών καθώς δεν εισπράττουν τα τοκοχρεολύσια των προβληματικών δανείων, τα οποία θα ήταν δυνατόν να ανακυκλωθούν σε νέες πιστώσεις και δυσχεραίνει την άντληση διαθεσίμων εκ μέρους των τραπεζών από τις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Εξάλλου, αρνητική επίδραση στη ζήτηση δανείων πρέπει να άσκησε η υποχώρηση του ονομαστικού ΑΕΠ και ειδικότερα των ιδιωτικών επενδύσεων σε πάγια κεφάλαια. Κατά την περίοδο υπό επισκόπηση οι τράπεζες διέθεσαν σημαντικό μέρος των πόρων τους για να αποπληρώσουν σταδιακά τη χρηματοδότηση την οποία είχαν αντλήσει από την κεντρική τράπεζα ενόσω ήταν κατά το μάλλον ή ήττον αποκλεισμένες από τη διατραπεζική αγορά και καταγράφονταν σημαντικές εκροές καταθέσεων λιανικής. Έτσι επιτεύχθηκε μείωση του ύψους της εν λόγω χρηματοδότησης κατά περίπου 50% μεταξύ Δεκεμβρίου 2012 και Απριλίου 2014 (σε 62 δισεκ. ευρώ, επίπεδα παραπλήσια με αυτά στις αρχές του 2010). Κατά συνέπεια, έχουν αντίστοιχα περιοριστεί τα κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων που θα πρέπει στο εξής να διατεθούν για την περαιτέρω μείωση της χρηματοδοτικής εξάρτησης από την κεντρική τράπεζα.
Η εξέλιξη του ετήσιου ρυθμού μεταβολής της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις είναι συνεπής με υποχώρηση της ζήτησης για τραπεζική χρηματοδότηση συνολικά το 2013 και στις αρχές του 2014. Είναι πιθανόν να σημειώθηκε παράλληλα αύξηση της προσφοράς πιστώσεων, η οποία όμως, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι η πιστωτική επέκταση συνέχισε να επιβραδύνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου υπό επισκόπηση, πρέπει να άσκησε ασθενέστερη επεκτατική επίδραση στον όγκο των χορηγούμενων δανείων από τη συσταλτική επίδραση λόγω της υποχώρησης της ζήτησης δανείων. Από την άλλη πλευρά, η εξέλιξη
του ετήσιου ρυθμού μεταβολής της τραπεζικής πίστης προς τα νοικοκυριά αντανακλά και ένα τεχνικό παράγοντα: το υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων κυρίως καταναλωτικών πιστώσεων οδηγεί σε σχετικά χαμηλές πληρωμές τοκοχρεολυσίων προς τις τράπεζες από τα νοικοκυριά και άρα σε αντίστοιχη τεχνητή συγκράτηση του ετήσιου ρυθμού μείωσης των νέων πιστώσεων (ο οποίος υπολογίζεται σε καθαρή βάση, δηλ. αφαιρουμένων των τοκοχρεολυσίων) προς τα νοικοκυριά.
∆εν πρέπει βεβαίως να παραβλέπεται το ότι αν τα τοκοχρεολύσια εισπράττονταν από τις τράπεζες, τότε τη συνακόλουθη βραχυπρόθεσμη τεχνική ενίσχυση του ετήσιου ρυθμού μείωσης των νέων πιστώσεων προς τα νοικοκυριά μεσοπρόθεσμα θα διαδεχόταν αύξηση της πιστωτικής επέκτασης, καθώς οι τράπεζες θα αποκτούσαν πρόσθετα ρευστά διαθέσιμα προς διοχέτευση σε νέα δάνεια.
Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα συμβάλει στην ενίσχυση τόσο της ζήτησης όσο και, μεσοπρόθεσμα, της προσφοράς τραπεζικής χρηματοδότησης. Ειδικότερα, η προσφορά τραπεζικής χρηματοδότησης θα επηρεαστεί θετικά από τον περιορισμό του πιστωτικού κινδύνου, τις εκ νέου αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και την αποκατάσταση της κερδοφορίας των τραπεζών, καθώς επίσης και από την προοδευτική μείωση του αποθέματος των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (ήδη ο ρυθμός εμφάνισης νέων δανείων σε καθυστέρηση έχει επιβραδυνθεί) μεταξύ άλλων μέσω της βελτίωσης της διαχείρισής τους από τις τράπεζες. Ομοίως θετική επίδραση θα ασκήσει η περαιτέρω διεύρυνση της πρόσβασης των τραπεζών στις διεθνείς αγορές δανειακών κεφαλαίων και η συνέχιση της επιστροφής τόσο των αποθησαυρισμένων τραπεζογραμματίων όσο και των καταθέσεων από το εξωτερικό καθώς θα παγιώνεται το κλίμα εμπιστοσύνης.
Η εμπιστοσύνη στις προοπτικές ειδικότερα των ελληνικών τραπεζών, σε ενίσχυση της οποίας έχει πρόσφατα συντελέσει η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που διενήργησε η Τράπεζα της Ελλάδος, θα θωρακιστεί με την ολοκλήρωση της ανάλογης πανευρωπαϊκής άσκησης υπό την αιγίδα της ΕΚΤ το προσεχές φθινόπωρο. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση της ζήτησης τραπεζικών πιστώσεων και η συνακόλουθη ανοδική πίεση στα τραπεζικά επιτόκια θα μετριαστούν στο βαθμό που θα προχωρήσει η αναγκαία ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς ιδιωτικών ομολόγων και στο μέτρο που οι εγχώριες επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τις ευνοϊκές προοπτικές για άντληση δανειακών κεφαλαίων από τη διεθνή αγορά.
Σημαντικός για τη διεύρυνση των μη τραπεζικών πηγών χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας θα είναι και ο ρόλος της αποκατάστασης της κερδοφορίας και της συνακόλουθης αύξησης των δυνατοτήτων για εσωτερική χρηματοδότηση των εγχώριων επιχειρήσεων με την ανάκαμψη της συνολικής ζήτησης προϊόντων.
Τέλος επισημαίνεται ότι η προσφορά τραπεζικών πιστώσεων ιδίως προς τις επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους θα υποστηριχθεί από το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (ΕΤΕΑΝ), την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) καθώς και το νεοϊδρυθέν Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο τόσο μέσω της συγχρηματοδότησης τραπεζικών δανείων όσο και μέσω της παροχής εγγυήσεων για την κάλυψη των πιστώσεων που χορηγούν οι τράπεζες (και άλλων παρεμβάσεων, π.χ.συμμετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο). Εξάλλου, σε ευρωπαϊκό επίπεδο προχωρούν οι τεχνικές προετοιμασίες ώστε να υλοποιηθούν οι νέες πρωτοβουλίες για την ενθάρρυνση (μέσω της εγγύησης και τιτλοποίησης τραπεζικών δανείων) της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων μικρού και μεσαίου μεγέθους από τις τράπεζες.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Σχετικές ετικέτες:Οικονομία
Σχετικά άρθρα
Ροή ειδήσεων