11:44 | 10/7/14
Άρθρο του Αναστάσιου Λαυρέντζου
Οι συχνές εκλογές βλάπτουν την πολιτική σταθερότητα και την οικονομία. Για αυτό και σε μια κανονική περίοδο εν γένει πρέπει να αποφεύγονται. Εν όψει όμως της εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας τον ερχόμενο Φεβρουάριο και δεδομένου ότι η Ελλάδα σίγουρα είναι μια χώρα που δεν διάγει μια κανονική περίοδο, η προσφυγή σε πρόωρες εκλογές (ίσως και μέσα στο φθινόπωρο) είναι ένα ενδεχόμενο που πρέπει να εξετασθεί σοβαρά. Οι λόγοι που συνηγορούν για μια τέτοια επιλογή είναι πολλοί:
1. Ο πολιτικός χρόνος έχει πυκνώσει. Εξελίξεις που παλαιότερα θα συνέβαιναν σε μια τετραετία, σήμερα στην Ελλάδα συμβαίνουν σε διάστημα λίγων μηνών. Αυτό δεν αφορά μόνο την ταχεία ανατροπή των κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων, αλλά και την ίδια την πολιτική σκηνή, η οποία αναδιατάσσεται συνεχώς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ που αν και κυριάρχησε σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια έφτασε στο σημείο να θεωρεί επιτυχία την… μη εκλογική του εξαφάνιση. Με αυτά τα δεδομένα είναι προφανές ότι η τυπικά προβλεπόμενη συχνότητα εκλογών δεν μπορεί να παρακολουθήσει τον ρυθμό των πολιτικών εξελίξεων και η εξάντληση της τετραετίας από μια κυβέρνηση μπορεί πλέον να είναι μια υπερβολική φιλοδοξία.
2. Η συντόμευση των εκλογών θα έθετε τα κόμματα προ των ευθυνών τους. Τα κόμματα πριν τη χρεοκοπία της χώρας αλλά κυρίως μετά από αυτήν δεν ανέλαβαν πλήρως τις ευθύνες τους. Δηλαδή δεν φρόντισαν να αλλάξουν πρώτα τα ίδια προτού ζητήσουν από τον λαό να προσαρμοστεί, αλλά συνέχισαν να τοποθετούνται περιστασιακά και ανέξοδα γύρω από τον άξονα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», χωρίς ποτέ να διατυπώσουν μια εθνική πρόταση για την ανασύνταξη της χώρας. Σήμερα που ο κόμπος φτάνει στο χτένι, τόσο από πλευράς αντοχών της κοινωνίας, όσο και γιατί είναι πια ανάγκη να ληφθούν σημαντικές αποφάσεις (π.χ. διευθέτηση του χρέους), είναι καιρός τα κόμματα να πιεστούν, ώστε να παρουσιάσουν ολοκληρωμένες θέσεις και να προτείνουν σαφείς πολιτικές κατευθύνσεις. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει ακόμη και μια λειτουργική υπέρβαση του μνημονίου με μεγάλες θεσμικές τομές, οι οποίες θα έφταναν μέχρι και στην αναμόρφωση του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας. Είναι σαφές ότι αυτές οι τομές δεν θα μπορούσαν να τεθούν μετά την εκλογή ενός νέου Προέδρου, αλλά μόνο εκ των προτέρων.
3. Δυσαρμονία Βουλής και εκλογικού σώματος. Οι πρόσφατες ευρωεκλογές δεν κατέγραψαν μόνο μια ανακατανομή δυνάμεων στις πρώτες θέσεις του πολιτικού σκηνικού, αλλά και στις τελευταίες. Έτσι σήμερα υπάρχει το παράδοξο να υπάρχει κόμμα όπως η ΔΗΜΑΡ με σημαντική κοινοβουλευτική παρουσία, αν και όπως όλα δείχνουν, αν σήμερα γίνονταν εκλογές θα ετίθετο εκτός Βουλής. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για έναν μεγάλο αριθμό ανεξάρτητων βουλευτών. Η εικόνα αυτή συνιστά μια σοβαρή πολιτική στρέβλωση, η οποία μπορεί να πάρει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις αν η παρούσα Βουλή κληθεί όντως να εκλέξει Πρόεδρο Δημοκρατίας. Για να μην υπάρξουν λοιπόν σκιές και εύλογες αμφισβητήσεις, θα πρέπει η Βουλή να ανανεωθεί πριν από την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας.
4. Έκφραση της λαϊκής βούλησης. Ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων στις πρόσφατες ευρωεκλογές εξέπεμψε ένα ηχηρό πολιτικό μήνυμα: το εκλογικό σώμα δεν εμπιστεύεται κανέναν πολιτικό σχηματισμό αρκετά ώστε να τον εξουσιοδοτεί να χειριστεί κατ’ αποκλειστικότητα τις τύχες της χώρας. Εν απουσία λοιπόν αξιόπιστης λύσης, οι πολίτες ζητούν κάποιας μορφής σύνθεση. Από αυτή την άποψη οι πρόωρες εκλογές θα επέβαλαν σήμερα στα πολιτικά κόμματα να κάνουν αυτό που δεν κάνουν μόνα τους, δηλαδή να συνεργαστούν, ώστε να παλέψουν υπό τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις για τα συμφέροντα της χώρας. Αυτό είναι που απαιτεί σήμερα ο ελληνικός λαός και αυτό πρέπει να καταλάβουν και οι ίδιοι οι πολιτικοί «ταγοί», οι οποίοι έχοντας οδηγήσει τη χώρα στη σημερινή κατάσταση, δεν δικαιούνται να διεκδικούν την αποκλειστικότητα του «αποφασίζειν» για τη ζωή των επόμενων γενεών. Ειδικά μάλιστα όταν βασίζονται σε ισχνές ή ανύπαρκτες πλέον πλειοψηφίες…
Οι συχνές εκλογές βλάπτουν την πολιτική σταθερότητα και την οικονομία. Για αυτό και σε μια κανονική περίοδο εν γένει πρέπει να αποφεύγονται. Εν όψει όμως της εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας τον ερχόμενο Φεβρουάριο και δεδομένου ότι η Ελλάδα σίγουρα είναι μια χώρα που δεν διάγει μια κανονική περίοδο, η προσφυγή σε πρόωρες εκλογές (ίσως και μέσα στο φθινόπωρο) είναι ένα ενδεχόμενο που πρέπει να εξετασθεί σοβαρά. Οι λόγοι που συνηγορούν για μια τέτοια επιλογή είναι πολλοί:
1. Ο πολιτικός χρόνος έχει πυκνώσει. Εξελίξεις που παλαιότερα θα συνέβαιναν σε μια τετραετία, σήμερα στην Ελλάδα συμβαίνουν σε διάστημα λίγων μηνών. Αυτό δεν αφορά μόνο την ταχεία ανατροπή των κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων, αλλά και την ίδια την πολιτική σκηνή, η οποία αναδιατάσσεται συνεχώς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ που αν και κυριάρχησε σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια έφτασε στο σημείο να θεωρεί επιτυχία την… μη εκλογική του εξαφάνιση. Με αυτά τα δεδομένα είναι προφανές ότι η τυπικά προβλεπόμενη συχνότητα εκλογών δεν μπορεί να παρακολουθήσει τον ρυθμό των πολιτικών εξελίξεων και η εξάντληση της τετραετίας από μια κυβέρνηση μπορεί πλέον να είναι μια υπερβολική φιλοδοξία.
2. Η συντόμευση των εκλογών θα έθετε τα κόμματα προ των ευθυνών τους. Τα κόμματα πριν τη χρεοκοπία της χώρας αλλά κυρίως μετά από αυτήν δεν ανέλαβαν πλήρως τις ευθύνες τους. Δηλαδή δεν φρόντισαν να αλλάξουν πρώτα τα ίδια προτού ζητήσουν από τον λαό να προσαρμοστεί, αλλά συνέχισαν να τοποθετούνται περιστασιακά και ανέξοδα γύρω από τον άξονα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», χωρίς ποτέ να διατυπώσουν μια εθνική πρόταση για την ανασύνταξη της χώρας. Σήμερα που ο κόμπος φτάνει στο χτένι, τόσο από πλευράς αντοχών της κοινωνίας, όσο και γιατί είναι πια ανάγκη να ληφθούν σημαντικές αποφάσεις (π.χ. διευθέτηση του χρέους), είναι καιρός τα κόμματα να πιεστούν, ώστε να παρουσιάσουν ολοκληρωμένες θέσεις και να προτείνουν σαφείς πολιτικές κατευθύνσεις. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει ακόμη και μια λειτουργική υπέρβαση του μνημονίου με μεγάλες θεσμικές τομές, οι οποίες θα έφταναν μέχρι και στην αναμόρφωση του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας. Είναι σαφές ότι αυτές οι τομές δεν θα μπορούσαν να τεθούν μετά την εκλογή ενός νέου Προέδρου, αλλά μόνο εκ των προτέρων.
3. Δυσαρμονία Βουλής και εκλογικού σώματος. Οι πρόσφατες ευρωεκλογές δεν κατέγραψαν μόνο μια ανακατανομή δυνάμεων στις πρώτες θέσεις του πολιτικού σκηνικού, αλλά και στις τελευταίες. Έτσι σήμερα υπάρχει το παράδοξο να υπάρχει κόμμα όπως η ΔΗΜΑΡ με σημαντική κοινοβουλευτική παρουσία, αν και όπως όλα δείχνουν, αν σήμερα γίνονταν εκλογές θα ετίθετο εκτός Βουλής. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για έναν μεγάλο αριθμό ανεξάρτητων βουλευτών. Η εικόνα αυτή συνιστά μια σοβαρή πολιτική στρέβλωση, η οποία μπορεί να πάρει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις αν η παρούσα Βουλή κληθεί όντως να εκλέξει Πρόεδρο Δημοκρατίας. Για να μην υπάρξουν λοιπόν σκιές και εύλογες αμφισβητήσεις, θα πρέπει η Βουλή να ανανεωθεί πριν από την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας.
4. Έκφραση της λαϊκής βούλησης. Ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων στις πρόσφατες ευρωεκλογές εξέπεμψε ένα ηχηρό πολιτικό μήνυμα: το εκλογικό σώμα δεν εμπιστεύεται κανέναν πολιτικό σχηματισμό αρκετά ώστε να τον εξουσιοδοτεί να χειριστεί κατ’ αποκλειστικότητα τις τύχες της χώρας. Εν απουσία λοιπόν αξιόπιστης λύσης, οι πολίτες ζητούν κάποιας μορφής σύνθεση. Από αυτή την άποψη οι πρόωρες εκλογές θα επέβαλαν σήμερα στα πολιτικά κόμματα να κάνουν αυτό που δεν κάνουν μόνα τους, δηλαδή να συνεργαστούν, ώστε να παλέψουν υπό τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις για τα συμφέροντα της χώρας. Αυτό είναι που απαιτεί σήμερα ο ελληνικός λαός και αυτό πρέπει να καταλάβουν και οι ίδιοι οι πολιτικοί «ταγοί», οι οποίοι έχοντας οδηγήσει τη χώρα στη σημερινή κατάσταση, δεν δικαιούνται να διεκδικούν την αποκλειστικότητα του «αποφασίζειν» για τη ζωή των επόμενων γενεών. Ειδικά μάλιστα όταν βασίζονται σε ισχνές ή ανύπαρκτες πλέον πλειοψηφίες…
Αναστάσιος Λαυρέντζος
Σχετικές ετικέτες:Πολιτική
Σχετικά άρθρα