22:34 | 31/10/14
Ο 100 χρονών σήμερα Νικόλαος Τασιάκος τιμήθηκε από τον Δ. Αβραμόπουλο
Τον τελευταίο επιζώντα του θρυλικού υποβρυχίου «Παπανικολής» τίμησε σε ειδική εκδήλωση στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ο Δημήτρης Αβραμόπουλος.Ο κ. Αβραμόπουλος, κατά την τελευταία ημέρα άσκησης των καθηκόντων του ως υπουργός Εθνικής Άμυνας, απένειμε στον Σημαιοφόρο ε.α. Νικόλαο Τασιάκο, ηλικίας σήμερα 100 ετών, τον «Σταυρό Αξίας και Τιμής Α’ Τάξεως» για τις διακεκριμένες υπηρεσίες του προς τις Ένοπλες Δυνάμεις και την πατρίδα, παρουσία σύσσωμης της στρατιωτικής ηγεσίας.
Επίσης, στον κ. Τασιάκο, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού Ευάγγελος Αποστολάκης δώρισε ένα πιστό αντίγραφο του υποβρυχίου «Παπανικολής» και ένα καπέλο του πληρώματος, ενώ ο σημερινός κυβερνήτης του σύγχρονου «Πανανικολή», ο αντιπλοίαρχος Επαμεινώνδας Κοντογιάννης, τον προσκάλεσε να επισκεφτεί το υποβρύχιο.
Ο βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Νικόλαος Τασιάκος, ήταν σχεδόν αμούστακο παιδί όταν έφυγε από το χωριό του, την ορεινή Δρακότρυπα, στο νομό Καρδίτσης, για να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη... Αν και «στεριανός», τον «τράβηξε» η θάλασσα και κατετάγη στη Σχολή Τορπιλών και Ναρκών στο Σκαραμαγκά. Η μοίρα τον έφερε να υπηρετήσει στον θρυλικό «Παπανικολή» και να πάρει μέρος σε μία από τις πιο ένδοξες σελίδες της ιστορίας!
Όπως διηγείται ο ίδιος, όταν ξέσπασε ο πόλεμος ήταν μόλις 25 ετών και εκείνος, όπως όλα τα μέλη του πληρώματος δέχτηκαν με χαρά το κάλεσμα της πατρίδας. «Όταν φτάσαμε στη βάση υποβρυχίων, οι σειρήνες από όλα τα καράβια δεν σταματούσαν. Η μπάντα του ναυτικού έπαιζε συνέχεια. Σήκωσαν τον κυβερνήτη από τους ώμους, και από τη βάση, από τον μόλο, τον πήγαν στο ναυπηγείο. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι ακριβώς αισθανόταν ο κόσμος» περιγράφει ο ίδιος.
Ειδικότητα; Τορπιλητής! Παράσημο; Η ίδια η συμμετοχή στον πόλεμο και μία από τις κορυφαίες στιγμές η βύθιση μεγάλης Ιταλικής νηοπομπής, που αποτελείτο από τρία ιταλικά οπλιταγωγά, συνολικού βάρους 25.000 τόνων, μέσα σε ιταλικά ύδατα, στα Στενά του Οτράντο.
Μετέφεραν όπλα και άλλο πολεμικό υλικό στα παράλια της Αλβανίας, προς ενίσχυση των ιταλικών δυνάμεων που μάχονταν κατά των Ελλήνων και, παραμονές Χριστουγέννων του 1940, βυθίστηκαν από τον θρυλικό «Παπανικολή», με Κυβερνήτη τον Πλωτάρχη ΠΝ Μιλτιάδη Ιατρίδη.
«Ήταν 27 Οκτωβρίου του '40. Κυριακή απόγευμα» θυμάται συγκεκριμένα ο «μπάρμπα-Νίκος».. «Ο δεύτερος κυβερνήτης του Παπανικολή μού έδωσε έναν κατάλογο για να ειδοποιήσω τα πληρώματα που ήταν έξω, λόγω Σαββατοκύριακου. Πράγματι τους ειδοποίησα όλους και την Δευτέρα το πρωί μας ανακοίνωσαν ότι κηρύχθηκε ο πόλεμος Ιταλίας- Ελλάδος.. Ο κυβερνήτης μας ρώτησε αν κάποιος θέλει να μείνει έξω, στη στεριά. Δεν έφυγε κανείς. Πετάξαμε τα καπέλα μας, με συναισθήματα οργής, αλλά και χαράς συνάμα. Οργής επειδή μας είχαν τορπιλίσει την «'Έλλη» στην Παναγία της Τήνου και μαυροφόρεσαν περίπου 28 σπίτια, χήρες και ορφανά» λέει.
«Εις τάξιν απάρσεως, εφοδιαστήκαμε με τορπίλες και βγήκαμε περιπολία στην Αδριατική, έξω από τα ιταλικά νερά. Η επόμενη έξοδός μας ήταν παραμονές των Χριστουγέννων του 1940 και ενώ στο αλβανικό μέτωπο ο στρατός μας σημείωνε τεράστιες επιτυχίες. Την τρίτη ημέρα της περιπολίας μας, στις 22 Δεκεμβρίου του ’40, συναντήσαμε ένα ιταλικό φορτηγό, το «Αντουανέτα», το οποίο ήταν φορτωμένο με εφόδια για την Αλβανία. Το εμβολίσαμε και επειδή δεν βούλιαζε το κάψαμε. Το πλήρωμα, που αποτελούνταν από έξι άτομα, το αιχμαλωτίσαμε. Θυμάμαι ότι οι ιταλοί δεν πιστεύανε ότι είμαστε Έλληνες και θεωρούσαν ότι είμαστε Εγγλέζοι. «Στη mare nostrum, στη δική μας θάλασσα δεν είναι δυνατόν να κυκλοφορεί ελληνικό υποβρύχιο» μας έλεγαν.
«Οι φωνές και τα κλάματα των Ιταλών είναι κάτι που δεν μπορώ να σας τα περιγράψω. Εντολή του κυβερνήτη μας Μ. Ιατρίδη, ήταν να μην πειράξουμε κανέναν. Το πλήρωμα μια γροθιά ήμασταν όλοι. Σ' ένα υποβρύχιο, όταν είμαστε στα 50-60 μέτρα βάθος, ένα λάθος χειριστού θα ήταν το φέρετρο για όλους. Και το φέρετρο εκεί δεν ξεχωρίζει κυβερνήτες κι εμάς. Ήμασταν στο σιδερένιο κλουβί. Ένα λάθος αν κάναμε εκεί χανόμασταν όλοι».
Ο Ιταλός κυβερνήτης, αιχμάλωτος στα χέρια τους, αποδείχθηκε ιδιαιτέρως χρήσιμος! «Στο πλήρωμά μας ήταν και ένας Κερκυραίος - Μικάλεφ τον λέγανε- που ήξερε ιταλικά και μέσω αυτού μάθαμε από τον κυβερνήτη του πλοίου, ότι την άλλη μέρα θα περνούσε για την Αλβανία μεγάλη νηοπομπή..» θυμάται.
«Μας έδωσε την πληροφορία ότι οι νηοπομπές που έβγαιναν από την Ιταλία για να βοηθήσουν το στρατό στην Αλβανία δεν έβγαιναν από το Πρίντεζι για να 'χτυπήσουν' γραμμή προς Αυλώνα. Έβγαιναν από το Πρίντεζι, έστριβαν αριστερά, έβαζαν πλώρη προς τη Βενετία και Τεργέστη, το βορειότερο μέρος της Αδριατικής και από εκεί 'χτυπούσαν' προς τις Δαλματικές Ακτές της τότε Γιουγκοσλαβίας και κατέβαιναν γιαλό-γιαλό και έφταναν στην Αυλώνα, στην Αλβανία. Γι' αυτό όλα τα υποβρύχια, όσα έκαναν περιπολία στην περιοχή αυτή, κανένα δεν έβρισκε να χτυπήσει καράβι» σημειώνει.
Ο Ιταλός κυβερνήτης τους έδωσε και μία άλλη πληροφορία – «θησαυρό», όπως αποδείχθηκε.. «Μας λέει, αύριο, θα βγει μια μεγάλη νηοπομπή. Θα ήταν πλοία επιφανείας αντιτορπιλικά, θα ήταν και αεροπλάνα. Θα συνοδεύονταν και από υδροπλάνα. Ο κυβερνήτης μας ήταν αποφασισμένος. Αν δεν τύχαινε αυτό ήταν αποφασισμένος να μπούμε στο λιμάνι της Αυλώνας. Έξι τορπίλες που είχαμε, θα τις ρίχναμε και τις έξι και ό,τι βγει.. Ήταν αποφασισμένος να χτυπήσουμε την Αυλώνα και δεν έχει σημασία αν θα χανόμασταν. Το ευτύχημα ήταν ότι έλαβε την πληροφορία αυτή και παραμονές Χριστουγέννων ακριβώς πιάσαμε έξω από το Πρίντεζι. Μόλις βγήκαν από εκεί για να στρίψουν αριστερά προς το βορρά, μπήκαμε στη μέση.. Όταν έφτασαν σε απόσταση βολής ρίξαμε τέσσερις τορπίλες.
Και οι τέσσερις πήγαν διάνα!» λέει με συγκίνηση και περηφάνια. «Ακούσαμε τους κρότους από τις επιτυχίες των στόχων» συμπληρώνει, «και μείναμε στα τριάντα μέτρα. Οι Ιταλοί μας βομβάρδιζαν συνεχώς με βόμβες βυθού, οι οποίες ήταν ρυθμισμένες να σκάζουν στα 100 μέτρα, είχαν ακτίνα δράσεως 50 μέτρα κι έτσι εμείς που ήμασταν στα 30, ήμασταν κατά κάποιο τρόπο ασφαλείς. Μας έριξαν πολλές βόμβες οι Ιταλοί. Και τα αεροπλάνα μας βομβαρδίζανε και τα αντιτορπιλικά».
«Θυμάμαι πολύ καλά» συνεχίζει, «ήμουν στο σταθμό διαταγών εν ώρα συναγερμού, από πάνω ακριβώς στην πρύμνη του υποβρυχίου εκάθησε μια βόμβα. Ειδοποίησα το κέντρο ότι ύποπτο αντικείμενο βρίσκεται στην πρύμνη μας, αμέσως έκανε κλίση το υποβρύχιο και κατρακύλησε η βόμβα αυτή, αλλά δεν έσκαγε οπουδήποτε, έπρεπε να φτάσει σε ένα συγκεκριμένο βάθος -στα 100 μέτρα- όπου η πίεση του νερού ήταν υψηλή και εκεί έσκασε. Είχαμε κάνει «κράτει» τις μηχανές για να μην ακούγεται θόρυβος και τα υπόγεια ρεύματα μας παρέσυραν προς βορρά σχεδόν στα παράλια της Γιουγκοσλαβίας στο ύψος του Αη Γιάννη της Μεδούης. Θα κόντευαν μεσάνυχτα όταν βγήκαμε στην επιφάνεια για αλλαγή αέρος και τότε εντοπίσαμε πού ακριβώς ήμασταν. Πρέπει να προσθέσω ότι τα υποβρύχιά μας δεν ήταν σύγχρονα και δεν είχαν μεγάλες δυνατότητες αυτονομίας από άποψη αέρα, είχαμε βέβαια κάποια φίλτρα καθαρισμού, ποτάσες τα λέγαμε, αλλά έπρεπε κάθε 17-18 ώρες να αναδυόμαστε για την ανανέωσή του. Να προσθέσω ακόμα ότι ο «Παπανικολής» είχε αγορασθεί από τη Γαλλία το 1926 ως εκπαιδευτικό σκάφος. Αφού πήραμε το στίγμα και ανανεώσαμε τον αέρα βάλαμε πλώρη εν καταδύσει για τους Οθωνούς, το νησάκι κοντά στην Κέρκυρα που αποτελεί το δυτικότερο άκρο της ελληνικής επικράτειας, με σκοπό εν συνεχεία την επιστροφή μας στη βάση μας τον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας».
Η υποδοχή τους στη στεριά ήταν μεγαλειώδης! «Το ωραιότερο ήταν που, λόγω Παρασκευής, βγήκαμε αμέσως έξω και όταν φτάσαμε με τη βενζίνα στον Πειραιά, ακούσαμε ανακοινωθέν της Ιταλίας. 'Εβυθίσθη το ελληνικό υποβρύχιο Παπανικολής'. Βάλαμε τα γέλια» λέει και αφηγείται συγκεκριμένα: «Ο κυβερνήτης Μίλτων Ιατρίδης είχε ενημερώσει τη Διοίκηση για τον τορπιλισμό των ιταλικών πλοίων και πήραμε την εντολή να πάμε στον Πειραιά όπου μας υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές. Η μπάντα του ναυτικού παιάνιζε εμβατήρια και πατριωτικά τραγούδια. Η επιτυχία μας είχε σκορπίσει μεγάλον ενθουσιασμό και σε συνδυασμό με τις νίκες του στρατού μας, είχε γεμίσει τον κόσμο με αισιοδοξία. Τα πληρώματα των πλοίων ζητωκραύγαζαν, άρπαξαν τον πλοίαρχο, τον σήκωσαν ψηλά στα χέρια και τον ανεβάσανε στο αρχηγείο. Την ίδια μέρα ο πλωτάρχης - κυβερνήτης του σκάφους μας προβιβάστηκε σε αντιπλοίαρχο επ’ ανδραγαθία και σε όλο το πλήρωμα απονεμήθηκαν τιμητικές διακρίσεις. Ήταν μια αξέχαστη ημέρα που χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη μας. Η επιτυχία μας λειτούργησε και ως στοιχείο άμιλλας ανάμεσα στους κυβερνήτες όλων των πολεμικών σκαφών γιατί ήταν το πρώτο μεγάλο πολεμικό γεγονός στη θάλασσα και πολλοί ήταν εκείνοι που θα ήθελαν να βρίσκονται στη θέση του Μ. Ιατρίδη..».
«Για μένα η μεγαλύτερη περιουσία και το πολυτιμότερο πράγμα που έχω είναι το παράσημο εξαίρετων πράξεων εν καιρώ πολέμου που μου έδωσε η πατρίδα» λέει πάντα με συγκίνηση.
Σχετικές ετικέτες:Δημήτρης ΑβραμόπουλοςΕλλάδαΝικόλαος ΤασιάκοςΥποβρύχιο Παπανικολής
Σχετικά άρθρα
Ροή ειδήσεων