22:56 | 5/5/15
Νέα μελέτης της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank εξηγεί τους λόγους για τους οποίους ένα Grexit θα ήταν καταστροφικό για την Ελλάδα και αποσταθεροποιητικό για το οικοδόμημα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης
«Grexit: Γιατί δεν θα συμβεί» είναι το θέμα της νέας ανάλυσης της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank.Η ανάλυση στηρίζεται σε αμιγώς οικονομικά επιχειρήματα και εξηγεί για ποιους λόγους η αθέτηση πληρωμών προς τους κατόχους ελληνικού δημόσιου χρέους ή ακόμη και έξοδος από τη ζώνη του ευρώ θα ήταν καταστροφική για τη χώρα, αλλά και αποσταθεροποιητική για το οικοδόμημα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).
Μεταξύ άλλων, η μελέτη σημειώνει ότι άνω του 95% του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι σήμερα σε ευρώ και το μεγαλύτερο μέρος του (άνω το 80%) έχει συναφθεί σε ξένο δίκαιο. Αυτό σημαίνει ουσιαστικά ότι μια χρεοκοπία θα εξέθετε τη χώρα σε τεράστια νομική αβεβαιότητα και τον κίνδυνο δαπανηρών και χρονοβόρων διαδικασιών για την επίλυση μεγάλων νομικών διαφορών με τους διεθνείς πιστωτές. Επιπλέον, σε περίπτωση εξόδου από την ΟΝΕ, η μετατροπή των εγχώριων συμβάσεων και συμβατικών απαιτήσεων (πχ. τραπεζικά δάνεια και καταθέσεις) στο νέο εθνικό νόμισμα θα ήταν ιδιαιτέρως αποσταθεροποιητική για τους καταθέτες, το τραπεζικό σύστημα, το εγχώριο επιχειρηματικό περιβάλλον και, ιδιαίτερα, τις οικονομικά ασθενέστερες ομάδες του πληθυσμού.
Επιπλέον, η μελέτη υποστηρίζει ότι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν αποτελεί κατά κύριο λόγο πρόβλημα υψηλότερου σχετικού μισθολογικού κόστους σε σχέση με τους κύριους εμπορικούς εταίρους. Αντ' αυτού, αντανακλά, κυρίως, σειρά άλλων παραγόντων που συνεχίζουν να παρεμποδίζουν τον εξαγωγικό προσανατολισμό της οικονομίας.
Οι στρεβλώσεις αυτές πρέπει να αντιμετωπισθούν με σαρωτικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και στο εσωτερικό κανονιστικό και θεσμικό πλαίσιο.
Συμπερασματικά, μια εξωτερική υποτίμηση (δηλαδή μέσω εξόδου από την Ευρωζώνη και υιοθέτησης νέου νομίσματος) δεν θα επέλυε τα ανωτέρω προβλήματα μακροπρόθεσμα, ιδιαίτερα, καθώς θα υπονόμευε τη σταθερότητα και την ποιότητα του εγχώριου θεσμικού περιβάλλοντος, θα αποσταθεροποιούσε την εγχώρια παραγωγική βάση (η οποία εξακολουθεί να παρουσιάζει μεγάλο εισαγωγικό περιεχόμενο) και θα αποδυνάμωνε την όποια ορμή και διάθεση για δομικές μεταρρυθμίσεις.
Με στόχο τη στήριξη των ανωτέρω απόψεων, η έκθεση παρουσιάζει μια σύντομη αναδρομή σε σειρά σημαντικών υποτιμήσεων της δραχμής που έλαβαν χώρα τη μεταπολεμική περίοδο και εξηγεί, γιατί αυτές απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να τονώσουν την ανταγωνιστικότητα και τον εξαγωγικό προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας σε μακροχρόνια βάση. Το κύριο συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι οι εν λόγω υποτιμήσεις δεν συνοδεύτηκαν από ένα αξιόπιστο μείγμα οικονομικής πολιτικής και, συνεπώς, δεν διασφάλισαν μακροχρόνια οφέλη για την πραγματική οικονομία.
Τέλος, αν και οι βασικοί άξονες μιας νέας μακρόπνοης στρατηγικής για τη βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας δεν αποτελούν θέμα ανάλυσης της παρούσας μελέτης, τονίζονται επιγραμματικά τα ακόλουθα.
Μια βιώσιμη μακροπρόθεσμη στρατηγική ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία πρέπει να στοχεύει σε:
- «Άμεση τόνωση της εγχώριας επενδυτικής δραστηριότητας (κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και μέσω του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων), με στόχο τη σταδιακή αναστροφή της τεράστιας αποεπένδυσης που έλαβε χώρα την τελευταία εξαετία. Τονίζεται ότι, ως ποσοστό του ΑΕΠ, η συνολική επενδυτική δαπάνη στην Ελλάδα ανέρχεται σήμερα σε μόλις 11,5% έναντι σχετικού μέσου όρου 18% περίπου στην Ευρωζώνη. Η τόνωση του εγχώριου επενδυτικού περιβάλλοντος και η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων κρίνεται απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη βιώσιμων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης και τη σταδιακή μείωση του ιδιαίτερα υψηλού ποσοστού ανεργίας.- Βελτίωση του εξαγωγικού προσανατολισμού της Ελλάδας, που, παρά τη μεγάλη προσαρμογή που έχει ήδη επιτελεσθεί σε όρους σχετικού μισθολογικού κόστους, παραμένει μια μικρή και κλειστή οικονομία. Σημειώνεται ότι, ως ποσοστό του ΑΕΠ το σύνολο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της χώρας παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα (ελαφρώς υψηλότερο του 30% έναντι 45% στην Ευρωζώνη).
- Περαιτέρω τόνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, κυρίως σε τομείς και κατευθύνσεις που δεν σχετίζονται αμιγώς με την εξέλιξη του σχετικού μισθολογικού κόστους (non-cost competitiveness). Η αναγκαιότητα αυτή έχει επανειλημμένα τονισθεί και αναλυθεί σε προγενέστερες μελέτες μας και σχετίζεται με ένα πλέγμα στρατηγικών και θεσμικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών και αγκυλώσεων που συνεχίζουν να παρεμποδίζουν τον εξαγωγικό προσανατολισμό την ελληνικής οικονομίας.
Συνοπτικά, στην ανάλυση αναφέρεται ότι κάποιες από τις προαναφερθείσες στρατηγικές και παρεμβάσεις πρέπει να στοχεύουν σε περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων & υπηρεσιών, βελτίωση και απλοποίηση του φορολογικού συστήματος και εξυγίανση του καθεστώτος επιστροφής ΦΠΑ, κίνητρα για R&D, άρση διοικητικών & γραφειοκρατικών εμποδίων, απλοποίηση μεταφορικών διαδικασιών, απλοποίηση διαδικασιών απόκτησης πιστοποιητικών & διενέργειας ελέγχων, βελτίωση υφιστάμενων εκτελωνιστικών & τελωνειακών διαδικασιών, ενίσχυση τεχνολογικού περιεχομένου εξαγωγών, κίνητρα και προώθηση στρατηγικών συνεργασιών και αύξηση του βαθμού συγκέντρωσης σε κρίσιμους τομείς, με στόχο την επίτευξη οικονομιών κλίμακας και την ευκολότερη πρόσβαση στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας».
Σχετικές ετικέτες:Διεύθυνση Οικονομική ΑνάλυσηΕλλάδαΟικονομίαEurobankGrexit
Σχετικά άρθρα
Ροή ειδήσεων