09:35 | 24/2/16
Στο στόχαστρο των Ελλήνων επιχειρηματιών μπαίνει η πολλά υποσχόμενη, πλην όμως δύσκολη αγορά της Κίνας
Στο παρελθόν, και δη στην εποχή των «παχέων αγελάδων», λίγες ήταν οι ελληνικές επιχειρήσεις που έβγαιναν από το «καβούκι» τους αναζητώντας μερίδια από άλλες αγορές. Η ίδρυση θυγατρικών στις χώρες των Βαλκανίων ήταν ίσως το μεγαλύτερο επενδυτικό άνοιγμα που μπορούσαν να κάνουν, αφού η εγχώρια κατανάλωση ήταν επαρκής.
Όταν όμως τα περιθώρια κέρδους στένεψαν από μια εγχώρια, κατακερματισμένη στο σύνολό της αγορά, έγινε ξεκάθαρο πως η ανάπτυξη μπορεί να προέλθει μόνο μέσα από την υιοθέτηση πολιτικών που βασίζονται στην εξωστρέφεια. Καθώς η Γηραιά Ήπειρος έχει αρχίσει να «γερνάει» και επενδυτικά η κρίση επιτάσσει την είσοδο σε νέες αγορές, με διαφορετικά μεγέθη, κουλτούρα και καταναλωτικές συνήθειες. Για τους περισσότερους Έλληνες επιχειρηματίες η κινεζική αγορά, η οποία μέχρι πρότινος βρισκόταν εκτός του εξαγωγικού τους χάρτη, αποτελεί πλέον ένα μεγάλο στοίχημα, το οποίο πασχίζουν διακαώς να κερδίσουν.
Μπορεί η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, ωστόσο, τόσο λόγω μεγέθους όσο και καταναλωτικής δύναμης, παραμένει μια ελκυστική αγορά με μεγάλες προοπτικές για τις επιχειρήσεις. Καθώς όμως οι Κινέζοι είναι εκπαιδευμένοι στο να αντιγράφουν αυτά που δεν έχουν στη χώρα τους αλλά και να είναι εκείνοι που εισβάλλουν σε ξένες αγορές, η μεγαλύτερη δυσκολία για μια νεοεισερχόμενη επιχείρηση στην Κίνα κρύβεται στο στάδιο της εισόδου και εγγραφής στα κινεζικά μητρώα.
Φυσικά φαινόμενα εξαπάτησης δεν θα μπορούσαν να λείπουν και από την κινεζική αγορά με αρκετές ελληνικές εταιρείες να τονίζουν ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή για τον τρόπο με τον οποίο θα κινηθεί κανείς στα «αχαρτογράφητα νερά» του κινεζικού επιχειρηματικού κόσμου. Σε πολλές περιπτώσεις, επιχειρηματίες που την «πάτησαν» αναφέρουν πως για κάθε νεοεισερχόμενο «παίχτη» οι Κινέζοι έχουν ήδη κάνει την έρευνά τους, αντιγράφοντας πολλές φορές και καταχωρώντας τα ονόματα ξένων brands , για να αναγκάσουν τις εταιρείες με αυτό τον τρόπο να πληρώνουν αστρονομικά ποσά για να μπορέσουν να δραστηριοποιηθούν με το δικό τους brand.
Προσθέτουν δε πως στην πλειονότητά τους οι Κινέζοι διακατέχονται από έλλειψη εμπιστοσύνης και προτιμούν να κάνουν τις αγορές τους στο Μακάο και το Χονγκ Κόνγκ, παρά στην Κίνα, επειδή ακριβώς πιστεύουν πως εκεί τα προϊόντα είναι αυθεντικά. Οι ίδιες πηγές τονίζουν πως για να εγγραφεί μια επιχείρηση στα μητρώα της Κίνας μπορεί να ταλαιπωρηθεί ως και τρία χρόνια και αυτό επειδή το κινεζικό κράτος δεν θέλει εισαγωγές αλλά εξαγωγές.
Μόλις 400 εκατ. ευρώ οι ελληνικές εξαγωγές προς την Κίνα
Από την πλευρά της, η Πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ), Χριστίνα Σακελλαρίδη καταρρίπτει το μύθο των δήθεν ενισχυμένων ελληνικών εξαγωγών προς την Κίνα αφού όπως λέει στο Fortune το ποσοστό τους είναι πολύ μικρότερο ακόμη και από αυτές που γίνονται στη Μάλτα. Η εξαγωγική μας δραστηριότητα στη χώρα του Δράκου, σε ετήσια βάση δεν ξεπερνά τα 400 εκατομμύρια ευρώ και η δυσκολία εισόδου των ελληνικών επιχειρήσεων στην κινεζική αγορά, έγκειται στο γεγονός ότι πρόκειται για μια κλειστή αγορά που τώρα εκπαιδεύεται.
Τα στοιχεία του ΠΣΕ δείχνουν, πως μετά τα υψηλά του 2013 (420 εκατ. ευρώ), οι ελληνικές εξαγωγές προς την Κίνα ακολουθούν έντονα πτωτική πορεία. Για τα έτη 2014 -2015 διαφαίνεται μία βελτίωση μεγεθών για πολλούς κλάδους, αλλά αυτή είναι πλασματική, καθώς οφείλεται στη μεγάλη υποχώρηση της αξίας εξαγωγών του πετρελαίου. Σε επίπεδο α’ 9μήνου του 2015, η συνολική αξία των ελληνικών εξαγωγών προς την Κίνα διαμορφώθηκε στα 167,9 εκατ. ευρώ από 212 εκατ. την ίδια περίοδο του 2014, υποχωρώντας κατά 20,9%.
Σημαντικές απώλειες καταγράφει σχεδόν η πλειοψηφία των ελληνικών προϊόντων, με τις συνθετικές χρωστικές ουσίες (+90,5%), τα απορρίμματα χαρτιού (+40,6%, λόγω διαφοροποίησης κωδικών εξαγωγής) και τους φούρνους (+1,04%) να βρίσκονται στον αντίποδα.
Επιπρόσθετα, το 2014 εμφανίστηκαν εξαγωγές πολύτιμων μετάλλων, κινητήρων αερίου (gasturbines), φαρμάκων λιανικής πώλησης, ακτινιδίων κ.α., ενώ σχεδόν εκμηδενίστηκαν οι εξαγωγές γουνοδερμάτων και δερμάτων ζώων, κρασιού, ατμοκινητήρων, τηλεφώνων και λιπασμάτων. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και την εκτίναξη που σημειώθηκε στις εξαγωγές tablets, smartphones κτλ (άνω των 300 εκατ. ευρώ ετησίως), μεγάλο ποσοστό των οποίων επανεξάγεται από την Ελλάδα σε άλλες χώρες.
Απουσία τεχνογνωσίας και κοινής εξαγωγικής πολιτικής
Την ίδια ώρα εκπρόσωποι του Ελληνό-κινεζικού Επιμελητηρίου κάνουν λόγο για μεμονωμένες προσπάθειες εισόδου Ελλήνων επιχειρηματιών στην Κίνα, αλλά και για απουσία κοινής εξαγωγικής πολιτικής οριοθετημένης από το κράτος. Οι μεγάλες επιχειρήσεις κινούνται κατά μόνας και “χτίζουν” το δικό τους δίκτυο διανομής, είτε μέσω ίδρυσης θυγατρικών, είτε μέσω δημιουργίας κινεζικών επωνυμιών. «Είναι μύθος ότι τα ελληνικά τρόφιμα “πουλάνε” στην κινεζική αγορά. Το 2015 δεν ήταν καλή χρονιά για τις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων στην Κίνα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και εξαιρέσεις. Τα ελληνικά μάρμαρα, τα δομικά υλικά αλλά και τα σκραπ πήγαν καλά».
Το επιβεβαιώνουν άλλωστε και τα στοιχεία από τα κινεζικά τελωνεία σύμφωνα με τα οποία στο α’ 11μηνο του 2015, οι ελληνικές εξαγωγές προς την Κίνα υποχώρησαν κατά 15%. «Μετά τα capitalcontrols όλα είναι διαφορετικά. Σε πολλές περιπτώσεις παρατηρείται το φαινόμενο εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στην κινεζική αγορά πλέον να αλλάζουν προσανατολισμό και να στρέφονται σε άλλες αγορές».
Όσο για τα χρήματα που χρειάζεται να δαπανήσει μια επιχείρηση που θέλει να συμμετάσχει σε μια κινεζική έκθεση δειγματίζοντας τα προϊόντα της ανέρχεται, μαζί με τα γεύματα και τα ραντεβού, ούτε λίγο ούτε πολύ, σε 3.000 – 4.000 ευρώ. Επένδυση η οποία πολλές φορές πάει χαμένη αφού δεν συνοδεύεται από την απαιτούμενη εξαγωγική κουλτούρα που απαιτείται για την εκάστοτε αγορά.
Πηγή: fortune.com
Σχετικές ετικέτες:ΕλλάδαΕλληνικά προϊόνταεπιχειρήσειςΚίναΟικονομία
Σχετικά άρθρα