Ο παντοτινός πρίγκιπας του ελληνικού ροκ Παύλος Σιδηρόπουλος μέσα από τα μάτια στενού φίλου και συνεργάτη του | Greek-iNews


Έχετε φορτώσει την έκδοση για υπολογιστές, για καλύτερη εμπειρία χρήσης μεταβείτε στην έκδοση για κινητά με ένα
κλικ εδώ

Ο παντοτινός πρίγκιπας του ελληνικού ροκ Παύλος Σιδηρόπουλος μέσα από τα μάτια στενού φίλου και συνεργάτη του

01:41 | 14/1/17
o-pantotinos-prigkipas-tou-ellinikou-rok-pavlos-sidiropoulos-mesa-apo-ta-matia-stenou-filou-ke-sinergati-tou

Συνέντευξη του μπασίστα των Απροσάρμοστων, Αλέκου Αράπη

Πραξιτέλους και Χαβρίου. Συναντιόμαστε με τον Αλέκο Αράπη για συνέντευξη. Στο στούντιό του. Εκεί που μια φορά
ο Πουλικάκος άκουσε τη διεύθυνση και γέλασε δυνατά. Γιατί οι στίχοι από το «Μωρό μου», ενός από τα τραγούδια του Πουλικάκου περιγράφουν ακριβώς αυτό. Μια ξαφνική συνάντηση στη γωνία Πραξιτέλους και Χαβρίου.

Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης
Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος

Ο Αράπης είναι ένας από μουσικούς συνοδοιπόρους και στενούς φίλους του Παύλου Σιδηρόπουλου. Ο μπασίστας των Απροσάρμοστων, του συγκροτήματος που συνέπλευσε δημιουργικά με τον Σιδηρόπουλο για 10 χρόνια.

Θυμάται και αφηγείται. Κάποιες κοινές στιγμές. Το αποτυχημένο comeback του Παύλου, μετά από δύο χρόνια απουσίας στη Νάξο, όπου είχε αποτραβηχτεί για να καθαρίσει από τα ναρκωτικά.

Το σύννεφο σκόνης που έφερε το Δήμο Μούτση και τους μουσικούς του στη σκηνή που έπαιζε ο Σιδηρόπουλος, καθώς διέκοψαν τη συναυλία τους, νομίζοντας ότι είχε πιάσει φωτιά.

Αλλά και την περιπέτεια του τελευταίου κοινού δίσκου των Απροσάρμοστων με τον Παύλο, όταν η δισκογραφική του προσπάθησε να επιβάλει τα ονόματα που εκείνη ήθελε, για να ολοκληρώσει τα τραγούδια που έγραψε  ο Σιδηρόπουλος και δεν πρόλαβε να ηχογραφήσει πριν πεθάνει.

Ο Αλέκος Αράπης

Διαβάστε τη συνέντευξη του Αλέκου Αράπη

- Αλέκο τι συνέβη με τον τελευταίο δίσκο σας «Άντε και καλή τύχη μάγκες», ο οποίος κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του Σιδηρόπουλου; Υπάρχει μία αρκετά περιπλεγμένη ιστορία γύρω από αυτόν…

Η αλήθεια είναι ότι ο Παύλος είχε υπογράψει τα συμβόλαια. Κι εμείς τηρήσαμε αυτό που είχε υπογράψει ο μακαρίτης, ο Παύλος, αλλά όχι αυτό που ήθελε η εταιρεία. Η ιστορία ξεκίνησε από την εταιρεία του Παύλου λίγες ώρες μετά το θάνατό του.

Θεώρησαν επειδή εκείνος είχε υπογράψει ένα συμβόλαιο  με την ΕΜΙ για να βγάλει κάποιους δίσκους, δεδομένου ότι τότε υπογράφαμε για ένα πακέτο δίσκων που θα έβγαιναν στη διάρκεια των ετών, θεώρησαν πως "εντάξει, πέθανε τώρα ο Παύλος, αλλά το συμβόλαιο είναι συμβόλαιο και πρέπει να τηρηθεί με κάθε τρόπο".

Ο Παύλος από την πλευρά του έκανε το λάθος και παρέδωσε στην εταιρεία ένα ντέμο μιξαρισμένο με τη μουσική σε γραμμένη σε τετρακάναλο, στο οποίο παίζαμε εμείς, καθότι ο Σιδηρόπουλος λόγω της κατάστασής του δεν μπορούσε να είναι σε όλες τις πρόβες.

Η εταιρεία μας ζήτησε να αντικαταστήσουμε τον Παύλο με άλλους τραγουδιστές κυρίως έντεχνους, οι οποίοι ουδεμία σχέση είχαν με αυτό που εμείς πρεσβεύαμε ούτε και με τη δημιουργικότητα του Σιδηρόπουλου. Το μόνο πράγμα που θα κατάφερνε η ΕΜΙ ήταν να έχει εξασφαλισμένες πωλήσεις, όπως γίνεται όταν πεθαίνει κάποιος καλλιτέχνης».

- Σάς πρότειναν να κυκλοφορήσει ο δίσκος με τις φωνές κάποιων άλλων…

«Ακριβώς. Και μάλιστα πολύ γνωστών τραγουδιστών. Η άποψή μας ήταν η εξής γι’ αυτή τη φάση: "Κοιτάξτε παιδιά, ο Παύλος μπορεί να πέθανε, αλλά ο δίσκος θα μείνει ως έχει".

Μας πήραν τηλέφωνο, εκβιάζοντας μας ότι είχαν την κασέτα. “Αν δεν θέλετε να παίξετε, πρόβλημά σας. Εμείς έχουμε βρει αυτούς που θα τραγουδήσουν αντί του Σιδηρόπουλου”.

Κάτι ανάλογο είχε γίνει και με τον Άσιμο. Τους έπιασε η πατέντα και ήθελαν να κάνουν το ίδιο. Θεώρησαν μάλιστα ότι επειδή δεν είχαν υπογράψει συμβόλαιο μαζί μας αλλά με τον Σιδηρόπουλο, μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν.

Τελικά ζητήσαμε να ηχογραφήσουμε τη μουσική και ερμηνεύσουν κάποιοι τραγουδιστές που θα διαλέγαμε εμείς. Επίσης θα παίρναμε και 1-2 τραγούδια από την ταινία, όπου ακουγόταν σκέτη η φωνή και μπορούσαμε να παίζουμε πάνω της, ενώ σε κάποια θα κρατούσαμε τη φωνή του Σιδηρόπουλου από το ντέμο.

Τελικά συμμετείχαν ο Γιάννης Αγγελάκας, με τον οποίο -όπως λένε οι ΚΚΕδες- ήμαστε στο ίδιο μετερίζι, ο Γιάννης Γιοκαρίνης που ήταν από πολύ παλιά φίλος με τον Παύλο και μ’ εμάς, και υπήρχε αλληλοεκτίμηση, αλλά και οι αδερφοί Κατσιμίχα με τους οποίους ο Παύλος είχε βρεθεί σε διάφορα πάλκα κατά καιρούς.

Έτσι προστατεύσαμε το υλικό και δεν έπεσε σε λάθος στόματα. Κάτι που συνέβη αργότερα με τις γνωστές ιστορίες που ξέρουμε, με το "Να μ’ αγαπάς", αλλά και με το περίφημο που είχε πει η Μενεγάκη: "ωραίο τραγούδι, να φέρουμε τον καλλιτέχνη στο στούντιο", δέκα χρόνια μετά το θάνατο του Παύλου».

Σε συναυλία με τον Δημήτρη Πουλικάκο

- Ο Παύλος εμφάνιζε έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις τον τελευταίο καιρό πριν πεθάνει, γεγονός που στάθηκε εμπόδιο και στην ηχογράφηση του τελευταίου δίσκου;

«Είχε έντονη κατάθλιψη σε συνδυασμό με το χέρι του που είχε παραλύσει. Δεν συνηγορούσε τίποτα στο να είναι καλά. Εκτός των άλλων είχε μόλις πεθάνει η μάνα του, την οποία αγαπούσε υπερβολικά, ενώ ο πατέρας του είχε πάθει εγκεφαλικό.

Την ίδια περίοδο τους έφαγαν όλη την περιουσία όταν έπαθε ο πατέρας του εγκεφαλικό και κανείς δεν γνώριζε τι είχαν και τι δεν είχαν. Έχασαν τα πάντα, ακόμα και το σπίτι τους στη Δροσοπούλου.

Αναγκάστηκαν να πάνε σε άλλο σπίτι στην οδό Φωσκόλου στο Γαλάτσι, προίκα της αδερφής του. Ήταν μία πολύ τραυματική εμπειρία για εκείνον να φύγει από το σπίτι που είχε μεγαλώσει. Άφηνε ένα ωραίο νεοκλασικό, για να πάει στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας στο Γαλάτσι, φορτωμένος με τους γονείς του και όλα τους τα υπάρχοντα».

- Έμενε με τους γονείς του επομένως εκείνη την περίοδο...

«Στο τέλος ναι, αφού δεν είχε τίποτα. Πού θα έμενε; Εκτός από οικονομικά αντιμετώπιζε και σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Ήταν ένας άνθρωπος χωρίς ηθικό».

- Για τον Παύλο υπήρξατε η δεύτερη οικογένειά του;

«Αυτό που ο ίδιος έλεγε είναι ότι "η μάνα μου και οι Απροσάρμοστοι είναι η οικογένειά μου. Ό,τι είναι η μόνοι που με πιστεύουν". Δεν υπήρχε άλλη πραγματικότητα.

Όταν έφευγε από τη μάνα του ή από εμάς, όλοι οι άλλοι τον αντιμετώπιζαν ως πρεζάκι. Συνήθιζαν να λένε: "Έλα μωρέ, τι θέλει κι αυτός ο μ@λ@κ@ς. Πάλι ήρθε χεσμένος, αυτό, εκείνο, άλλο, το παράλλο…" Λέγονταν πολλά».

- Εκείνος ήταν ο καθοδηγητής σας;

«Ήταν. Αυτός είχε τα τραγούδια. Εμείς αρχίσαμε να γράφουμε αργότερα. Πιο πολύ ο Βασίλης ο Πετρίδης, μετά εγώ και μετά ο Οδυσσέας ο Γαλανάκης.

Παίρναμε τα λόγια από το τετράδιο που είχε γράψει ο Παύλος. Πιο πολύ για να δοκιμάσουμε. Κι ο Σιδηρόπουλος δεν είχε ποτέ πρόβλημα. Έτσι γράφαμε μουσικές πάνω στο στίχο του Παύλου, κάτι το οποίο ακόμα και σήμερα δεν το έχει καταλάβει ο κοσμάκης. Ότι όντως υπάρχουν και κομμάτια που δεν τα έχει κάνει ο Σιδηρόπουλος.

Εν πάσει περιπτώσει δεν είναι κάτι τρομακτικό να αναγνωρίσει κάποιος πως ότι κυκλοφόρησε είναι αποτέλεσμα ομαδικής δουλειάς κι ότι δεν υπάρχει μόνο κάποιος που δίνει οδηγίες. Στο “Εν Λευκώ” για παράδειγμα κάποιος δίνει την κατεύθυνση. Kι αυτός είναι ο Σιδηρόπουλος. Έτσι έπρεπε να γίνει. Γιατί ο Παύλος ήταν 33 χρονών κι εμείς μόλις 19. Δεν ξέραμε που μας πάνε τα τέσσερα. Εκείνο τον καιρό μπήκα στο στούντιο να γράψω, παίζοντας μπάσο μόνο τρεις μήνες.

- Θυμήσου τη στιγμή που τον γνώρισες..

Είμαστε στα Στύρα για Σαββατοκύριακο. Ήμουν μόλις 8-9 χρονών, εκείνος γύρω στα 19. Ο πατέρας του κι ο πατέρας του έπαιζαν συχνά πρέφα κι έπιναν ουζάκια σε ένα μαγαζί που το έλεγαν "λέσχη" και το είχε ο Παπαεμανουήλ, ο ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού.

Ο πατέρας του μας έλεγε ότι έχει ένα γιο που σπούδαζε στο μαθηματικό, και παρά το γεγονός ότι έχουν λεφτά, εκείνος ερχόταν και δούλευε γκαρσόνι σε μια ψησταριά. Ο δικός μου πατέρας μου γούσταρε τη ζωντανή μουσική και συχνά πήγαινε και άκουγε. Ένα από αυτά τα βράδια είχε έρθει ο Σιδηρόπουλος για να συμμετάσχει σε ένα διαγωνισμό ζεϊμπέκικου που έκανε εκείνο το βράδυ το συγκεκριμένο μαγαζί.

Φορούσε τα ρούχα της δουλειάς. Μαύρο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο. Χορεύοντας, άφησε τους πάντες άφωνους με το βαρύ, στιβαρό το ζεϊμπέκικο.

Τότε μου τον έδειξε ο πατέρας μου, λέγοντας: “Να, αυτός είναι ο Παύλος. Ήταν η εποχή που είχε ψιλομπλέξει και έπαιζε με τα “Μπουρμπούλια”, τα οποία είχαν δυσαρεστηθεί από το φέρσιμο του Σαββόπουλου. Εγώ φαντάσου είχα φτιάξει αυτοσχέδια τύμπανα και έπαιζα στο υπόγειο του σπιτιού μου. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τη μουσική. Μάλιστα ο πατέρας μου, ο οποίος είχε καρκίνο και πηγαινοερχόταν στην Αγγλία, έφερνε συχνά δίσκους όπως Rolling Stones για να ακούμε.

Και οι δύο γονείς μου ήταν ροκ-εντ-ρολάδες. Θυμάμαι μια φορά τους είχα δει από την κλειδαρότρυπα της κρεβατοκάμαρας να χορεύουν ροκ εντ ρολ σε ένα πάρτι δικό τους.

- Ο Σιδηρόπουλος ήταν rolling stone, μία πέτρα ασταμάτητη που κυλάει διαρκώς;

«Βέβαια. Ήταν ο ένας και ο μοναδικός performer. Αυτός που κουβαλούσε όλο αυτό που άκουγε ο κόσμος στην πλάτη του. Με το στίχο, με την ομιλία του. Ήταν πολύ διεισδυτικός. Δεν ήταν παθητικός απέναντι στο κοινό και άφηνε περιθώριο στον άλλο να μην αρέσει αυτό που εκείνος έπαιζε. Ήταν σαν να έλεγε: "θα σ’ αρέσει σίγουρα. Αλλιώς θα σου κοπανήσω το κεφάλι"».

- Παρά το γεγονός ότι προερχόταν από μία μεγαλοαστική οικογένεια της εποχής, εκείνος επέλεξε να τσακωθεί με την καταγωγή του.

«Είναι μοιραίο αυτό το πράγμα. Όταν το βιοτικό επίπεδο κάποιου βρίσκεται παραπάνω απ’ των υπολοίπων έχει περισσότερο χρόνο να ασχοληθεί με το τι κάνουν οι άλλοι. Δεν χρειάζεται να τρέξει για να δουλέψει. Δεν έχει το άγχος της επιβίωσης. Έτσι και ο Παύλος.

Γι’ αυτό και είχε όλο το πεδίο να αναπτύξει τις ανησυχίες του για ό,τι συνέβαινε γύρω του. Πάντως την οικογένειά του την αγαπούσε υπερβολικά.

Ωστόσο δεν καταφέρθηκε ποτέ εναντίον των γονιών του. Τους σεβόταν και τους εκτιμούσε. Δεν θεώρησε ποτέ τον πατέρα του υπεύθυνο γι’ αυτό που κατέκρινε».

- Ανήκε σε μητριαρχική οικογένεια;

«Η μάνα του ήταν ισχυρός χαρακτήρας και παρά το γεγονός ότι έμεινε για αρκετά χρόνια κατάκοιτη, διατήρησε την πυγμή και τη διαύγειά της έως και την τελευταία στιγμή».

- Πώς βγήκε το όνομα «Απροσάρμοστοι;»

«Από τη μάνα του Παύλου. Μια φορά της είχε πάει μία φωτογραφία και της την έδειξε, λέγοντας: "Αυτή είναι η μπάντα μου". Εκείνη μόλις την είδε, είπε: "Tι είναι αυτά τα πιτσιρίκια, πού τα βρήκες; Σαν απροσάρμοστα είναι!". Έτσι προέκυψε το τελικό όνομα του συγκροτήματος.

Μέχρι τότε η επικρατέστερη ονομασία του συγκροτήματος ήταν "Ηλεκτρικό άγχος", από ένα τραγούδι που είχε γράψει ο Βασίλης Πετρίδης».

- Οι γονείς του πώς αντιμετώπιζαν το γεγονός ότι ο Παύλος έπαιρνε ναρκωτικά;

«Δεν τους άρεσε. Ωστόσο υπήρχε κατανόηση απέναντί του. Με τα ναρκωτικά το πρόβλημα είναι και απλό και περίπλοκο ταυτόχρονα. Δεν φταίνε οι ουσίες γι’ αυτό που παθαίνει κάποιος. Φταίει αυτός που διαλέγει το συγκεκριμένο τρόπο για να περάσει τη ζωή του.

Ο ίδιος ήταν ένας άνθρωπος προφητικός. Βγήκε αληθινός σε πολλά από αυτά που είπε. Επίσης η ματιά του ήταν πολύ πιο διεισδυτική από τον περίγυρό του. Ήταν απόλυτα σαφής στα όσα έπραττε. Δεν είχαμε ποτέ αμφιβολία για το χαρακτήρα του. Ξέραμε ποιος είναι.

Και δυστυχώς εισέπραττε πάντα την ίδια απόρριψη. Ότι στην Ελλάδα το ροκ δεν ταιριάζει με τα ελληνικά. Πολλοί τον έλεγαν ακόμα και τσαρλατάνο. Κάποια στιγμή με ρώτησε κάποιος με ποιον παίζω, και απάντησα: "Με το Σιδηρόπουλο".

Αμέσως εκείνος απάντησε: "Καλά μ’ αυτό τον τσαρλατάνο; Ροκ με ελληνικό στίχο; Άσε μας ρε συ!". Είχα βαρεθεί να τ’ ακούω όλα αυτά».

- Ποιο είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά σημεία που επιβεβαιώνουν τη διορατικότητα του Σιδηρόπουλου;

«Η απόλυτη ρήση του ήταν ότι "Kι εμείς μπανιστιρτζήδες της ζωή". Το είπε το 1974, όταν δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση, ούτε τίποτα. Το "Welcome to the show" αυτό είναι. Άλλαξε μόνο τα ονόματα με σημερινά, και θα δεις ότι ταιριάζει απόλυτα με τη σημερινή πραγματικότητα. Συγκεντρώνει όλα τα κακά της ελληνικής κοινωνίας, κι επειδή είχε το θάρρος να τα πει την πλήρωσε κιόλας.

Όλοι μπανιστήρι από ένα μόνιτορ κάνουμε. Ένα πράγμα πλακέ από όλες τις απόψεις. Σαν τις φάτσες που βλέπουμε στις ειδήσεις.

Κοιτάζουμε μέσα από ένα παράθυρο μία γκόμενα, η οποία χέζει, πλένεται, ράνει, και μόλις μετατοπιστεί από αυτό το παράθυρο, δεν βλέπουμε απολύτως τίποτα».

- Όταν έφυγε το έμαθες τηλεφωνικά;

«Περίμενα να πάρω τη μάνα μου στο νοσοκομείο γιατί είχε γαστρορραγία. Είχαν απεργία τα ασθενοφόρα και βρέθηκε ένα ασφαλείας. Την ώρα που περίμενα χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν μία θαυμάστρια του Παύλου, η Μαρία. Μου ζητούσε να πάω στο Νέο Κόσμο γιατί δεν μπορούσε κανένας άλλος να πάει εκείνη την ώρα. Ο Παύλος είχε πέσει σε κώμα.

Δεν την ήξερα αυτή τη Μαρία. Ήταν ένα καινούργιο όνομα που εμφανίστηκε για πρώτη φορά. Ακούγαμε τον τελευταίο καιρό ότι κάπου πήγαινε και κάτι έκανε ο Παύλος, αλλά δεν είχε έρθει ποτέ στην πρόβα μαζί του για να τη γνωρίσουμε.

Και δεν μάθαμε αν ήταν στο σπίτι της ο Παύλος, ούτε αν τον βρήκε κάπου αλλού σε κακό χάλι. Δεν είχε και σημασία να μάθουμε τι έγινε. Σημασία είχε ότι πέθανε ο Παύλος. Χάθηκε ένας άνθρωπος, ο οποίος είχε πολλά πράγματα να προσφέρει».

Από την κηδεία του Παύλου Σιδηρόπουλου

Απόκομμα μετά το θάνατο του Σιδηρόπουλου

- Αυτοκτόνησε ή απλά πέθανε από υπερβολική δόση όπως έλεγε το ιατροδικαστικό πόρισμα;

«Κατά τη γνώμη μου αυτοκτόνησε. Ή και να μην αυτοκτόνησε έτσι θέλω να πιστεύω εγώ. Είναι δυνατόν να μην ήξερε ο Σιδηρόπουλος ποια είναι η υπερβολική δόση; Τόσα χρόνια χρήστης, δεν ήξερε ποια ήταν η σωστή δόση;

Σε συνδυασμό με ό,τι αντιμετώπιζε, προστίθεται το παράπονο που είχε όταν παρέλυσε το χέρι του. Ήταν ο άντρας που είχε γκόμενες σε κάθε πόλη που πήγαινε. Και μάλιστα συνηθίζαμε να του λέμε: "Aμάν ρε π…. σε κάθε πόλη έχεις μια γυναίκα και σε περιμένει!". Έρχονταν εκείνες και τον έβρισκαν μόλις πήγαινε σε κάθε πόλη».

Αφού λοιπόν παρέλυσε το χέρι του, ξεστόμισε την εξής κουβέντα: "Ρε 'συ Αλεκάκι ούτε μια γκόμενα δεν μπορώ να αγκαλιάσω πια". Κατάλαβα τότε ότι αυτός ο άνθρωπος είχε πάρει το δρόμο χωρίς επιστροφή. Κανένας από εμάς δεν ήταν συμβιβασμένος με τη φθορά του, πόσω μάλλον ο Παύλος. Ότι θα γεράσουμε, δεν θα μπορούμε να περπατήσουμε, δεν θα μπορούμε να ανέβουμε τις σκάλες…»

- Θυμάσαι περισσότερο κάποια στιγμή από συναυλία στη δεκαετή κοινή σας διαδρομή

«Ήταν ξεχωριστές όλες τους. Πιο πολύ όμως θυμάμαι τις εμφανίσεις της Ισπανίας. Ιστορικές όμως ήταν και οι εμφανίσεις μας στη Σαλονίκη. Μια φορά παίζαμε στη Σελήνη και πήρε φωτιά το ηχείο.

Μια άλλη στη νέα παραλία παίζαμε σε φεστιβάλ νεολαίας. Φαντάσου ότι σταμάτησε η συναυλία στην κεντρική σκηνή. Όλος ο κόσμος, οι μουσικοί και οι τεχνικοί ήρθαν στη σκηνή που έπαιζε ο Σιδηρόπουλος παραδίπλα γιατί νόμιζαν ότι είχε πάρει φωτιά. Από το χλαπαταγή των ανθρώπων στο χώμα είχε σηκωθεί τέτοιο σύννεφο σκόνης, που έμοιαζε σαν να έχει πάρει φωτιά. Είχε έρθει ο Μούτσης με τους μουσικούς του για να δουν αν είμαστε καλά.

Φαντάσου πως όταν ήρθαν, κατεδαφίζαμε τη σκηνή. Με προτροπή του ιδιοκτήτη των μηχανημάτων, ο οποίος μας είχε ζητήσει να τα σπάσουμε όλα για πάρτη του! Αρχίσαμε να σπάμε ενισχυτές, να κλωτσάμε τα τύμπανα, αφήνοντας πίσω μας γιαπί!»

- Πες και για μία από τις στραβές της κοινής σας πορείας...

«Ήταν  αρκετά τα λάθη και οι υπερβολές του Σιδηρόπουλου αλλά και οι δικές μας οι μ@λ@κίες. Όλοι κάναμε λάθη. Δέκα χρόνια περάσαμε μαζί.

Η μεγαλύτερη από αυτές ήταν ότι πριν από μία συναυλία στη Νέα Σμύρνη ήπιε ένα μπουκάλι ούζο πέντε λεπτά πριν ξεκινήσει και δεν έγινε ποτέ.

Φαντάσου ότι αυτό ήταν το comeback του! Για δύο χρόνια είχε εξαφανιστεί στη Νάξο, είχε γίνει τζόβενος και είχε καθαρίσει από ουσίες. Για την επιστροφή του έκλεισα συναυλία στο άλσος της Νέας Σμύρνης. Όλα πήγαιναν τέλεια.

Ακόμα και ο άνθρωπος που είχε τα ηχητικά ήταν λάτρης του Σιδηρόπουλου και μας έδωσε τα καλύτερα μηχανήματα που είχε στο μαγαζί του. Το βράδυ της συναυλίας όμως καταστράφηκαν όλα».

- Τι συνέβη;

«Είχε έρθει να τον δει ένας φίλος από τα παλιά. Του έφερε να πιουν ένα ουζάκι για το καλό. Πέντε λεπτά έμεινε μόνος του. Στα πέντε λεπτά που ο ένας πήγε για κατούρημα και ο άλλος κούρδιζε την κιθάρα του, ο Παύλος έγινε τύφλα. Δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του».

- Ακούστηκε αυτό που έγινε παραέξω;

«Πώς δεν ακούστηκε! Δεν μπορούσαμε να ξαναπαίξουμε μετά από αυτό. Σκέψου ότι φάγαμε μηνύσεις. Εγώ ως διοργανωτής της συναυλίας ήρθα αντιμέτωπος με τα δικαστήρια, με τον δήμαρχο που τον έβρισε ο Παύλος. Είχα αντιμετωπίσω τους πολιτικούς και όλους όσους ήταν στα μπροστινά καθίσματα. Αν θυμάμαι καλά ήταν και ο Τσοχατζόπουλος.

Τους τα έχωσε κανονικά. Αφού αναγκάστηκαν να κατεβάσουν το γενικό. Έτσι σταμάτησε η συναυλία. Για δύο χρόνια δεν μπορέσαμε να ξαναπαίξουμε πουθενά. Όταν άκουγαν Σιδηρόπουλος έλεγαν όλοι: "Ναι, καλά, εντάξει… Δεν μας παρατάτε;"».

- Έχασε ο Σιδηρόπουλος από το γεγονός ότι ήταν το γυαλί στη φτέρνα πολλών και ενοχλούσε με αυτά που έλεγε;

«Πρακτικά δεν έχασε. Γιατί ξεφορτωνόταν πάντα αυτό που ήθελε να πει. Βέβαια εκείνες τις εποχές δεν ήταν εύκολο να ξεστομίζει πράγματα, κάτι που ποτέ δεν δίστασε να κάνει παρόλ’ αυτά».

- Πολιτικά τι αντίκτυπο είχε ο λόγος του;

«Τον θεωρούσαν πασόκο επειδή συμμετείχε σε εκδηλώσεις που έκανε το υπουργείο Νέας Γενιάς. Πρακτικά όμως δεν ήταν έτσι. Κατά βάση ανήκε στον ευρύτερο αντιεξουσιαστικό χώρο.

Απλά παρεξηγήθηκαν οι πεποιθήσεις του, γιατί τότε στο υπουργείο Νέας Γενιάς ο σύμβουλος του Λαλιώτη ήταν κολλητός του.

Δεδομένου ότι δεν μπορούσαμε να παίξουμε εύκολα, παρά μόνο εάν δεν είχαν κάποιον άλλο, ο κολλητός του ο Πάνος Ηλιόπουλος, μας βοηθούσε να βγάλουμε κανένα φράγκο. Του έκλεινε κάποιες συναυλίες για να βγάζουμε χαρτζιλίκι και να μην πεθάνουμε στην ψάθα. Για τους περισσότερους ήμαστε οι "ναρκομανείς" ή οι "σκατοροκάδες"».

Με τον Βασίλη Τσιτσάνη

- Λεφτά σας έμειναν στην τσέπη από τη δεκαετή σας διαδρομή;

«Βγάζαμε πιο πολλά απ’ ότι σήμερα. Πολλά λεφτά όμως όχι, δεν είχαμε ποτέ. Ίσως για τα τσιγάρα μας, άντε και για να πάμε διακοπές, αρκεί να είχε προηγηθεί ένας καλός χειμώνας.

Ήταν τέτοια η φάση που δεν πέρναγε από το μυαλό μας πως θα μπορούσαμε να βγάλουμε λεφτά απ’ αυτό που κάναμε. Το κάναμε περισσότερο για να εκφράζουμε αυτό που νιώθαμε. Η πραγματική ανάγκη μας ήταν και είναι η επικοινωνία με τους ανθρώπους.

Εγώ χωρίς τη μουσική δεν μπορούσα να επικοινωνώ με τους άλλους. Ντρεπόμουν. Και η μουσική με αποδεσμεύει από όλο αυτό».

Τι κάνει σήμερα ο Αλέκος Αράπης

Σήμερα ο Αλέκος Αράπης συμμετέχει στη μπάντα των Angel Lo Verde Band. Μια ομάδα εφτά ατόμων! Στα φωνητικά και στα  κρουστά βρίσκεται η Angel Lo Verde, στα πλήκτρα ο Γιώργος Θεοδωρόπουλος, στα ντραμς ο Γιώργος Λειβαδάς. Στα δύο σαξόφωνα ο Θοδωρής Πιστόλας και ο Σαμ Μαρλιέρι και στην κιθάρα ο Σπύρος Πάζιος. Στο μπάσο ο Αλέκος Αράπης.

Αυτή την Κυριακή, στις 15 του μηνός θα παίζουν στο Ζοο στο Χαλάνδρι, με ήχους soul και τζαζ.
** Οι αρχειακές φωτογραφίες προέρχονται από τη δημόσια ομάδα «ΠΑΥΛΟΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ» στο facebook.

Ευχετήριο γράμμα της θείας του, Έλλης Αλεξίου



Πηγή: newsbeast.gr


Δείτε όλα τα θέματα του Weekend

Σχετικά άρθρα

Σχόλια αναγνωστών