02:21 | 25/2/17
Ρεπορτάζ στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής-Δρομοκαΐτειο, εκεί που οι εισαγόμενοι ασθενείς ξεπερνούν τους 40 κάθε εβδομάδα!
«Έχω πολλά παπούτσια. Από τα κυριλέ. Γοβάκια γυναικεία. Και ρούχα πολλά… Μια ντουλάπα τρίφυλλη γεμάτη», λέει καθώς μου δείχνει ένα ζευγάρι ανδρικά παπούτσια που της έδωσαν οι νοσηλευτές. Δεν έχει δικά της. Τα ρούχα που φοράει είναι δανεικά. Τα παπούτσια το ίδιο. Η Ε. έρχεται να μαζέψει λίγο ήλιο στην «Όαση». Με πιάνει από μόνη της κουβέντα καθώς βγαίνω από την είσοδο του κυλικείου με ένα μπουκάλι νερό στο χέρι.
Η «Όαση» είναι το κυλικείο στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής «Δρομοκαΐτειο». Το δουλεύουν οι τρόφιμοι του ψυχιατρείου.
«Έφυγα από τον Άγιο Κωνσταντίνο με ταξί. Ούτε ρούχα, ούτε τίποτα», συνεχίζει καθώς ψάχνει να ανταλλάξει λίγες κουβέντες με κάποιον.
«Ξημερώματα έφτασα εδώ. Πριν από τρεις εβδομάδες. Δεν ήρθα για να μείνω. Ήδη νιώθω πολύ καλύτερα. Έχω σχηματοποιήσει ότι είμαι καλά, το είπα και στο γιατρό. "Ε, τότε να γυρίσεις πίσω", λέει εκείνος. Ήρθα γιατί ένιωθα πολύ πιεσμένη. Αν δεν ερχόμουν από μόνη μου, θα με έφερνε το περιπολικό. Με χειροπέδες. Κάτι θα έκανα… Μόλις έφτασα μου έδωσαν χάπια. Ενέσεις. Ηρέμησα…», λέει.
Ψυχιατρείο δεν σημαίνει εγκλεισμός
Η Ε. είναι μία από τις φιλοξενούμενες στο ψυχιατρικό νοσοκομείο. Συνολικά 500 άτομα φιλοξενούνται εκεί. Κάποιοι ξεχασμένοι μέσα στα χρόνια. Τότε που η ψυχιατρική παρακολούθηση στο μυαλό των περισσοτέρων Ελλήνων συνυπήρχε με τη λέξη «εγκλεισμός». Ιδίως στη μονάδα που φιλοξενούνται ηλικιωμένοι ασθενείς. Οι περισσότεροι από αυτούς μετρούν δεκαετίες. Κι ενώ πολλοί από αυτούς θα έπρεπε να έχουν επιστρέψει στο σπίτι τους, παραμένουν εκεί. Οι λόγοι πολλοί. Κυρίως κοινωνικοί και σε δεύτερο πλάνο οικονομικοί.
Ο εγκλεισμός μάλιστα σε ένα ψυχιατρείο απέκτησε στην Ελλάδα και ανεκδοτολογικό χαρακτήρα. «Έπρεπε να σε κλείσουν μέσα με την τρέλα που κουβαλάς», είναι μια πρόταση που μοιάζει αρκετά οικεία και πολυακουσμένη. Το φυσιολογικό ωστόσο για τους περισσότερους ασθενείς είναι να νοσηλεύονται και μετά από λίγες ημέρες να επιστρέφουν στο σπίτι τους, έχοντας λάβει την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.
Ο Ιωσήφ Σίσκας είναι νοσηλευτής στο Δρομοκαΐτειο και αντιπρόεδρος στο σωματείο εργαζομένων του νοσοκομείου. «Φιλοξενούμε ανθρώπους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν πρόβλημα ένταξης στο κοινωνικό σύνολο. Γι’ αυτό δεν φταίνε οι ίδιοι. Κυρίως υπεύθυνη είναι η πολιτεία, η οποία δεν έχει δημιουργήσει τις κατάλληλες δομές για την ένταξή τους στον κοινωνικό ιστό».
«Υπάρχουν και περιπτώσεις οικογενειών, οι οποίοι αδυνατώντας να αντεπεξέλθουν στη φροντίδα των ανθρώπων τους, τους εγκατέλειπαν στα δημόσια ψυχιατρεία. Παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει από τους επαγγελματίες του κλάδου το στίγμα του «τρελού» παραμένει ζωντανό. Γι’ αυτό και συχνά βλέπουμε το οικογενειακό περιβάλλον να θέλει να τους απομονώνει». Το Δρομοκαΐτειο περιλαμβάνει 12 νοσηλευτικά τμήματα, μεταξύ των οποίων και τμήματα νεοεισερχομένων περιστατικών.
«Έχουμε γηροψυχιατρικό τμήμα, παθολογικό, χρόνιων περιστατικών, στο οποίο έχουν παραμείνει άτομα για πολλά χρόνια. Έγιναν προσπάθειες να προωθήσουμε τα άτομα που βρίσκονται στο τμήμα χρόνιων σε οικοτροφεία και χώρους φιλοξενίας, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν κλίνες και οι άνθρωποι αυτοί παραμένουν έγκλειστοι στο Δρομοκαΐτειο. Το νοσοκομείο διαθέτει επίσης τμήμα προεπαγγελματικής εκπαίδευσης, ξενώνες, τμήμα εργοθεραπείας καθώς και κυλικείο στο οποίο εργάζονται οι ασθενείς. Παράλληλα έχουμε εξωτερικές δομές όπως ξενώνες και οικοτροφεία, στα οποία οι άνθρωποι διαμένουν σε ένα περιβάλλον που προσομοιάζει σε αυτό μιας οικογενειακής εστίας, καθώς και διαμερίσματα ημιαυτόνομης διανομής, από τα οποία περνάει το προσωπικό και φροντίζει τους ασθενείς κάθε δύο ημέρες».
Διπλασιάστηκαν οι ασθενείς που μπαίνουν στο νοσοκομείο στα χρόνια της κρίσης.
Όπως λέει ο κύριος Σίσκας στη διάρκεια της κρίσης έχουν σχεδόν διπλασιαστεί οι ασθενείς που μπαίνουν στο Δρομοκαΐτειο. «Πλέον εισέρχονται κάθε χρόνο 3.500-4.000 άτομα. Προ κρίσης εισάγονταν 15-20 άτομα την εβδομάδα, ενώ πλέον οι εισαγόμενοι ξεπερνούν τους 40 κάθε εβδομάδα».
«Έρχονται άνθρωποι μόνο για να αναζητήσουν ένα πιάτο φαγητό»
«Η οικονομική κρίση έχει δημιουργήσει στον πληθυσμό τεράστια ψυχολογική επιβάρυνση. Αρκετά συχνά όμως -από την έναρξη της κρίσης και ύστερα- μας επισκέπτονται και άνθρωποι, οι οποίοι αποτελούν κοινωνικά περιστατικά. Επί της ουσίας μπορεί να μην έχουν που να μείνουν ή να μην φτάνει η σύνταξη για να καλύψει αξιοπρεπώς τη διαβίωσή τους. Ανάμεσά τους βρίσκονται και ήδη πάσχοντες, οι οποίοι αδυνατούν να αγοράσουν τα φάρμακά τους. Η λύση γι’ αυτούς τους ανθρώπους είναι ένα πιάτο φαγητό, το οποίο αναζητούν ερχόμενοι στο ψυχιατρείο», λέει ο Ιωσήφ Σίσκας. Η ψυχασθένεια δεν γνωρίζει καταγωγή, φύλο, οικονομική κατάσταση ηλικία. Στο Δρομοκαΐτειο καταφθάνουν φοιτητές, άτομα παραγωγικής ηλικίας, ηλικιωμένοι, πλούσιοι ή φτωχοί.
Ένα σημαντικό πρόβλημα είναι οι άνθρωποι που εντάσσονται στις διατάξεις του άρθρου 69. Εκείνοι οι οποίοι έχουν προβεί σε αξιόποινες πράξεις. Το δικαστήριο κρίνει ότι δεν μπορούν να εγκλειστούν σε φυλακή και αποφασίζει την παραμονή τους στο ψυχιατρείο, εκτιμώντας ότι έχουν το ακαταλόγιστο των πράξεών τους.
«Τους εντάσσουμε στις κλινικές, παίρνουν άδειες, βγαίνουν έξω. Ανάμεσά τους βρίσκονται άτομα που έχουν δολοφονήσει ή έχουν διαπράξει διάφορα αδικήματα και παραμένουν εδώ φυλασσόμενοι και λαμβάνουν τη φαρμακευτική τους αγωγή».
Μιλάει για την έλλειψη προσωπικού, καθώς ιδίως στην περίπτωση των ανθρώπων που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 69, οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες.
«Άτομα με εγκληματικό παρελθόν, έρχονται με τη συνοδεία αστυνομίας και αφήνονται στα χέρια ενός ανθρώπου που καλείται να αντεπεξέλθει. Ορισμένοι από αυτούς τυχαίνει να ασκούν λεκτική αλλά και σωματική βία στους νοσηλευτές. Σκεφτείτε ότι υπάρχουν γυναίκες νοσηλεύτριες, οι οποίες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν περιστατικά αυτής της μορφής».
Η συναισθηματική φόρτιση είναι αναπόφευκτη για έναν εργαζόμενο σε ψυχιατρικό νοσοκομείο, όπως λέει ο κύριος Σίσκας. «Προσπαθώ να κρατάω ίσες αποστάσεις απέναντι σε όλους τους ασθενείς. Δεν είναι πάντα εφικτό. Την περασμένη εβδομάδα μου έτυχε ένα ιδιαίτερο περιστατικό Ένας παππούς 92 χρονών, ασθενής του νοσοκομείου, ο οποίος είχε χάσει την κόρη του και έπαθε κατάθλιψη δεν πήρε εξιτήριο. Παρά το γεγονός ότι εφημέρευε το νοσοκομείο και εργαζόμουν τη νύχτα, περίμενε 10 ημέρες για να με δει και να με χαιρετήσει. Ήθελε να με ευχαριστήσω γι’ αυτά που κάναμε για εκείνον πριν φύγει. Με φίλησε, με ευχαρίστησε και αποχώρησε».
Όπως λέει η μέση διαμονή στο Δρομοκαΐτειο είναι γύρω στις 35-40 ημέρες. «Κι έτσι πρέπει να γίνεται για να αποφεύγεται η ασυλοποίηση. Όπως ένας άνθρωπος που σπάει το πόδι του, έτσι κι εδώ. Δεν μπορεί να έρχεται ο ασθενής και να μένει εδώ για πάντα. Ωστόσο αυτό συνέβαινε παλαιότερα. Μάλιστα οι συγγενείς απουσιάζουν τις περισσότερες φορές. Είναι δύσκολο να διαχειριστούν αυτή την κατάσταση λόγω της επικρατούσας άποψης ότι ο ψυχιατρικός ασθενής είναι επικίνδυνος. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ο ψυχιατρικός ασθενής δεν είναι επικίνδυνος. Είναι το ίδιο επικίνδυνος όσο και εμείς που φαινομενικά είμαστε υγιείς. Είναι δύσκολος στο χειρισμό, όχι επικίνδυνος».
Τα όρια μεταξύ υγείας και ψυχικής διαταραχής
Τα όρια μεταξύ ψυχικής υγείας και ψυχικής διαταραχής είναι εύθραυστα όπως λέει. «Η απώλεια μιας δουλειάς, η απώλεια μιας σχέσης, η δύσκολη οικονομική κατάσταση ακόμα και μία μετακόμιση μπορεί να οδηγήσουν κάποιον στο ψυχιατρείο».
Αναφερόμενους στα χορηγούμενα φάρμακα, επισημαίνει ότι πλέον δεν προκαλούν τις παρενέργειες που είχαν παλαιότερα. «Ένας ασθενής μπορεί να συνεχίσει να έχει ομαλή κοινωνική, εργασιακή, οικογενειακή και σεξουαλική ζωή χωρίς κανένα πρόβλημα».
Γεράσιμος Καλογεράτος, γιατρός στο Δρομοκαΐτειο
«Αυτό που παρατηρώ είναι ότι έρχονται ασθενείς πιο αφρόντιστοι. Οι συγγενείς δεν απευθύνονται στους γιατρούς, παρά μόνο όταν η κατάσταση φτάσει στο απροχώρητο. Γι’ αυτό και αποφεύγουν να πάνε σε ένα νοσοκομείο καθότι είτε δεν μπορούν να πληρώσουν για ιδιωτικό νοσοκομείο, είτε τους κουράζει η διαδικασία σε ένα δημόσιο νοσοκομείο».
«Αυξήθηκαν τα περιστατικά κατάθλιψης»
Λόγω της κρίσης όπως λέει ο αριθμός των καταθλίψεων, οι οποίες κάποτε ονομάζονταν αντιδραστικές καταθλίψεις, είναι ιδιαίτερα αυξημένος, όπως λέει ο γιατρός. «Το περιβάλλον και οι συνθήκες δυσκολεύουν και προκαλούν την εκδήλωση αγχώδους συμπτωματολογίας. Ωστόσο υπάρχουν και άνθρωποι που είναι από τη φύση τους πιο ευάλωτοι. Υπό άλλες συνθήκες όμως το ψυχολογικό τους υπόβαθρο δεν θα εκδηλωνόταν. Σήμερα η ευαλωτότητα που ενυπάρχει σε συγκεκριμένους ανθρώπους, οδηγεί έναν άνθρωπο πιο εύκολα στο ψυχιατρείο».
Όπως εξηγεί ο γιατρός, η ίδια η ψυχική νόσος διαρρηγνύει τις ανθρώπινες σχέσεις και φέρνει συχνά αντιμέτωπους τους ανθρώπους. Είναι ένας από τους λόγους που συμβάλει στη διατήρηση του κοινωνικού στίγματος για έναν ασθενή.
«Παλαιότερα επικρατούσε η αντίληψη ότι από τη στιγμή που ένας ασθενής εισέρχεται στο ψυχιατρείο είναι σαν να έχει πεθάνει. Δεν ισχύει πλέον κάτι τέτοιο. Παρόλα αυτά οι οικογένειες όσο μπορούν να κρύψουν το γεγονός, το κρύβουν».
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στην περίπτωση κάποιου καρκίνου μια οικογένεια συσπειρώνεται για να αντιμετωπίσει την ασθένεια, στην περίπτωση ψυχασθένειας τα μέλη της οικογένειας συνήθως απομακρύνονται από το πρόβλημα.
«Ο κοινωνικός στιγματισμός λιγότερο έντονος σε σχέση με το παρελθόν»
«Ωστόσο η κατάθλιψη επειδή είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη μπορεί και να τύχει συμπαράστασης από το οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον. Εάν όμως παραμείνει αθεράπευτη, εξοργίζει τους οικείους, οι οποίοι αδυνατούν να κατανοήσουν τη νόσο και την επίδραση που έχει στο άτομο. Σε κάθε περίπτωση ο κοινωνικός στιγματισμός είναι λιγότερο έντονος σε σχέση με το παρελθόν, στο οποίο έχει συμβάλλει και η ψυχιατρική επιστήμη με την αποτελεσματικότητά της. Έχουμε καταφέρει να αντιμετωπίζουμε ένα μεγάλο μέρος των βαρέων νοσημάτων, γεγονός που μειώνει το στίγμα. Το ίδιο συνέβη άλλωστε και με τον καρκίνο. Παλαιότερα αποκαλούσαν τον καρκίνο "κακιά αρρώστια". Φοβούνταν να πουν ακόμα και το όνομά του. Σήμερα τα πράγματα με την πρόοδο της ιατρικής, είναι διαφορετικά».
Κάποια στιγμή η ανιψιά του τον ρώτησε εάν αντιμετωπίζει παράξενα περιστατικά στη δουλειά του. Εκείνος την προκάλεσε να του πει κάτι που σε εκείνη φαινόταν αρκετά παράξενο. Σ΄ αυτό που του έλεγε το μικρό κορίτσι, εκείνος υπερθεμάτιζε. «Όσο παράξενο είναι αυτό που λες, αυτό που εγώ έχω αντιμετωπίσει είναι λίγο πιο παράξενο», της απαντούσε.
«Αλλά και η κόρη μου πριν αρκετά χρόνια με είχε ρωτήσει: "Τι δουλειά κάνεις μπαμπά;".
«"Προσπαθούμε να λύνουμε προβλήματα και να κάνουμε τους ανθρώπους λίγο πιο ευτυχισμένους", της απάντησα εγώ».
Όπως λέει, κανένας εργαζόμενος στο Δρομοκαΐτειο δεν μένει ανεπηρέαστος από τα όσα συμβαίνουν εκεί. «Δεν μπορούμε να είμαστε ψυχροί.
Οφείλουμε όμως να μην εμπλεκόμαστε στα όσα συμβαίνουν γιατί δεν θα μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας. Δυστυχώς όταν πηγαίνω στο σπίτι δεν μπορώ να τα αφήσω όλα πίσω. Και από αυτή την άποψη η δουλειά μου, είναι κακή δουλειά. Δεν μπορώ σβήσω τα πάντα από τη στιγμή που όταν κλείνω την πόρτα του ιατρείου και φεύγω κάθε μεσημέρι».
Δείτε όλα τα θέματα του Weekend
Σχετικές ετικέτες:ΔρομοκαΐτειοΕλλάδαΥγείαWeekend
Σχετικά άρθρα