Άρθρο του Δημήτρη Δακρότση στο Greek-iNews.gr: Θεωρητικός και πρακτικός νους | Greek-iNews


Έχετε φορτώσει την έκδοση για υπολογιστές, για καλύτερη εμπειρία χρήσης μεταβείτε στην έκδοση για κινητά με ένα
κλικ εδώ

Άρθρο του Δημήτρη Δακρότση στο Greek-iNews.gr: Θεωρητικός και πρακτικός νους

04:36 | 30/4/17
Άρθρο του Δημήτρη Δακρότση στο Greek-iNews.gr: Θεωρητικός και πρακτικός νους

«Οι ρίζες της γνώσης και της αρετής σύμφωνα με τον Αριστοτέλη»

Γράφει ο Δημήτρης Δακρότσης, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών

Ένα έργο του Αριστοτέλη δεν μελετάται ποτέ μονόπλευρα∙ πάντοτε αφήνει ανοικτές πόρτες, πίσω από τις οποίες ανακαλύπτουμε πρωτότυπες προοπτικές, δημιουργημένες μέσα από συστηματική
παρατήρηση, από ό, τι ονομάζουμε δηλαδή επιστημονικό λόγο. Γιατί, πράγματι, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος υπήρξε θεμελιωτής του αναλυτικού, συνθετικού και -όπως θα δούμε- του δημιουργικού λόγου, του τεκμηριωμένου σκέπτεσθαι, της διεξόδου του νου από την ατομικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι τα σημεία αυτά, όπως φωτίζονται μέσα από τα απομεινάρια των αριστοτελικών θησαυρών, αποτελούν τις πάγιες συνιστώσες της δυτικής φιλοσοφικής σκέψης και ταυτόχρονα παράδοσης του ελεύθερου λόγου. Πώς όμως συνδέεται ο διασκεπτικός νους με την ηθική;

Η λογική δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από την αρετή και αντίστροφα. Και τι είναι η αρετή; Για τον Αριστοτέλη, η αρετή είναι τρόπος ενέργειας της ψυχής,  κατεύθυνση προς την κατάκτηση της ευδαιμονίας . Ο Αριστοτέλης, διατυπώνει ότι, μπορούμε να έχουμε ολοκληρωμένη γνώση της αρετής, μόνον εάν γνωρίζουμε τον ακριβή τρόπο αποκάλυψής της∙ και η σύνδεση της αρετής με τη γνώση είναι το στοιχείο που προσδίδει αμιγώς ηθικό χαρακτήρα σε αυτό το μεγαλειώδες φιλοσοφικό σύστημα: σκοπός του ανθρώπου -επομένως και έργο του- είναι η διαρκής αναζήτηση της αρετής∙ και ευδαιμονία είναι η ψυχική ανταπόδοση που εισπράττει το ηθικό πρόσωπο ως επιβράβευση για την κατάκτησή της. Αυτή ακριβώς είναι η συνισταμένη της δυτικής φιλοσοφικής σκέψης: η συνάντηση της λογικής, με την ηθική, της διασκεπτικής ενέργειας με τη βούληση, του σκοπού με την πράξη. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει καθαρός σκοπός, χωρίς την προϋπόθεση της ελεύθερης σκέψης.

Δεν θα ήταν ολοκληρωμένο ωστόσο, ένα περίγραμμα της φιλοσοφικής σκέψης του Αριστοτέλη εάν απουσίαζε από αυτό η παράμετρος που συνέβαλλε στη δημιουργία και μετάδοση του έργου του, στην προκειμένη περίπτωση ο Ελληνικός πολιτισμός. Και λέμε «συνέβαλλε», γιατί για τον στοχασμό, σημαντική δεν είναι μόνον η παραγωγή, αλλά και η μετάδοση, επομένως και οι αγωγοί που τον εξωτερικεύουν. Τι ήταν ο Αριστοτέλης; Πότε έζησε; Τι επιδράσεις είχε; Από ποια περιβάλλοντα υιοθετήθηκε, επεξεργάστηκε και μεταδόθηκε η φιλοσοφία του; Γιατί -και ας μην έχουμε αμφιβολία- το πνεύμα, ο νους του ανθρώπου, αποτελεί γέννημα του πολιτισμικού συστήματος  μέσα στο οποίο διαμορφώνεται και αντίστροφα: το πολιτισμικό σύστημα γεννά, ευνοεί και προάγει και αναπαράγει το πνεύμα που είναι πάντοτε η αρχή της λογικής και της βούλησής μας.

Ο λόγος λοιπόν, στις ιστορικές συγκυρίες: ο Αριστοτέλης έζησε στο μεταίχμιο μεταξύ κλασικής και ελληνιστικής Αρχαιότητας, συγκεκριμένα ανάμεσα στο 384 και 322 π.Χ. Ως μαθητής του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης, εισέπραξε  το μεγαλείο της Σωκρατικής διδασκαλίας και τις αρχές της παράδοσης που άνθισε στο περιβάλλον της Δημοκρατίας. Δεν θα ήταν υπερβολικό να θεωρήσουμε, ότι το ηθικό θεμέλιο της

1.Πελεγρίνης Θεοδόσιος, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Β΄ Έκδοση, Αθήνα, 1998, σ. 84.

2. Ο όρος πολιτισμικό σύστημα εισήχθη για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον κοινωνιολόγο Γρηγόρη Γκιζέλη, στο έργο του: Πολιτισμικό σύστημα, ο σημειωτικός και επικοινωνιακός χαρακτήρας του (εκδ. Γρηγορόπουλος, Αθήνα, 1980), ως ακριβέστερη μετάφραση στην γλώσσα μας του όρου culture.

Ο λόγος λοιπόν, στις ιστορικές συγκυρίες: ο Αριστοτέλης έζησε στο μεταίχμιο μεταξύ κλασικής και ελληνιστικής Αρχαιότητας, συγκεκριμένα ανάμεσα στο 384 και 322 π.Χ. Ως μαθητής του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης, εισέπραξε  το μεγαλείο της Σωκρατικής διδασκαλίας και τις αρχές της παράδοσης που άνθισε στο περιβάλλον της Δημοκρατίας. Δεν θα ήταν υπερβολικό να θεωρήσουμε, ότι το ηθικό θεμέλιο της Δύσης, σε συνέχεια των αρχών της κλασικής παράδοσης, υπερθεμάτισε τον -ελαστικό στην κατανόηση αυστηρό όμως την εφαρμογή- άξονα αξιών του Αριστοτέλη, κορυφαίο σημείο του οποίου είναι η εξισορρόπηση, δηλαδή η μεσότητα μεταξύ των άκρων, της έλλειψης και της υπερβολής .

Η μεσότητα ως θεωρία αλλά και πράξη, για τον Αριστοτέλη, υπήρξε το μείζον πνευματικό εργαλείο, που θα προσέφερε τη λύση για μία ιδανική πλέον αντιμετώπιση των ζωτικών προβληματισμών, που, εξαιτίας των ταραγμένων ιστορικών συγκυριών, στο ξημέρωμα των ελληνιστικών χρόνων, μετακινούνταν από την κοινωνία στα άτομα: η ανασφάλεια των πολιτικών αναταραχών μετά την κλασική περίοδο, είχε ως συνέπεια τη μεταφορά των κέντρου βάρους των αναγκών από το καθολικό στο ατομικό, από την εξωστρέφεια στην εσωστρέφεια, που απαιτούσε μία διαφορετική ερμηνεία της έννοιας της ευδαιμονίας. Το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης διετέλεσε δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καταδεικνύει το ακριβές σημείο ενδιαφέροντος ενός πνεύματος που χαρακτηριζόταν από προβλεπτικότητα και προσαρμοστικότητα στις νέες αναγκαιότητες, τους νέους σκοπούς. Και ποια είναι η φιλοσοφία του Αριστοτέλη;

Ο Αριστοτέλης, μελετώντας τη Σωκρατική διδασκαλία διαμέσου του Πλάτωνα, διείδε ότι η βούληση, ως ενέργεια του πνεύματος, μπορεί να είναι διαφοροποιημένη από τη λογική, αλλά σε καμία περίπτωση δεν λειτουργεί αυτόνομα. Το Σωκρατικό «ουδείς εκών κακός», για τον Αριστοτέλη απετέλεσε σημείο αναφοράς της ατομικής βούλησης με τη λογική: το «πρακτικό πνεύμα», το δέον, ορίζεται από το «θεωρητικό πνεύμα», το είναι: το είναι περιγράφει τα γεγονότα, το δέον το χαρακτηρίζει. Και είναι επόμενο, το πρακτικό πνεύμα να μην αντέχει σε χαρακτηρισμούς, σε ηθικές αξιολογήσεις, εάν προηγουμένως δεν έχουν προσδιοριστεί λογικά τα όρια της καθαρής, απαλλαγμένης από στοιχεία υλικότητας, εσωτερικής μας γνώσης. Όπως διαβάζουμε στο όγδοο κεφάλαιο των Ηθικών Νικομαχείων,  […] κακει υποληπτέον μόνην ακρασίαν και έγκράτειαν είναι ήτις έτι περί ταύτα τη σωφροσύνη και τη ακολασία […] («πρέπει να δεχθούμε ότι μόνο η ακράτεια και η εγκράτεια έχει να κάνει με τα ίδια πράγματα, με τα οποία σχετίζονται η σωφροσύνη και η ακολασία» ), επομένως -σχολιάζουμε εδώ-, η αρετή περνά μέσα από την γνώση της εξισορρόπησης του θυμικού: εφόσον αυτή η γνώση απελευθερώνει το θυμικό από τα βάρη της υλικότητας, η βούληση συνεργάζεται με τη λογική και πράττει σύμφωνα με αυτή.

Η διαφοροποίηση του πνεύματος σε θεωρητικό και πρακτικό, ακολουθεί έως σήμερα τον φιλοσοφικό στοχασμό της σύγχρονης Δύσης. Διανοητές όπως ο Hume, o Kant αλλά και νεότεροι όπως ο Croce, στηρίχθηκαν στον αριστοτελικό διαχωρισμό του πνεύματος, σε θεωρητικό και πρακτικό.

Ο Αριστοτέλης, υπήρξε και παρέμεινε γνωστός για την επιστημονική του συνέπεια και -δίκαια- έχει χαρακτηριστεί ως πατέρας της σύγχρονης επιστήμης. Σε αντικατάσταση του πλατωνικού σχήματος των Ιδεών οι οποίες είναι πάντοτε απρόσιτες από εμάς, ο Αριστοτέλης πρότεινε την αισιόδοξη -θα αποκαλύψουμε στη συνέχεια γιατί χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή- προοπτική των Ειδών: τα ένυλα είδη, περιλαμβάνουν κάθε τι που μας περιβάλλει και αναγνωρίζεται διαμέσου των αισθήσεών μας ως ποιότητα υλική, ενώ τα άυλα, περιλαμβάνουν ό, τι δεν είναι δυνατό να καταστεί αντιληπτό από αυτές, όπως είναι ο Θεός και ο νους. Τα άυλα είδη, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι αιώνια, υπερβαίνουν δηλαδή το όριο του θανάτου. Πέρα από τη «μεταφυσική» ερμηνεία του απρόσιτου από τις αισθήσεις, ως άυλα ή καθαρά μπορούν να θεωρηθούν πράγματα ή καταστάσεις που, αν και στερούνται υλικότητας, εντούτοις έχουν θέση στην τρισδιάστατη πραγματικότητα: ο άνθρωπος, είναι ένυλο είδος ως άτομο, ως πρόσωπο ή οντότητα, ενώ ιδωμένος γενικά, ως «ανθρωπότητα» είναι είδος άυλο, δεδομένου ότι υπερβαίνει το όριο του θανάτου. Σημειώνει ωστόσο ο Αριστοτέλης, ότι τα είδη, δεν είναι παρά διακρίσεις των πραγμάτων σύμφωνα με τις ιδιότητές τους∙ είναι, με άλλα λόγια, τα είδη, η υποκειμενική ερμηνεία που δίνουμε εμείς στα πράγματα, οι δείκτες των ιδιοτήτων ή υπο-ιδιοτήτων που αναγνωρίζουμε εμείς σε αυτά .

3. Πελεγρίνης Θεοδόσιος, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, ό.π., σ. 84.

4. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Βιβλ. Η (11-13), Εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα, 1992. 

άυλα ή καθαρά μπορούν να θεωρηθούν πράγματα ή καταστάσεις που, αν και στερούνται υλικότητας, εντούτοις έχουν θέση στην τρισδιάστατη πραγματικότητα: ο άνθρωπος, είναι ένυλο είδος ως άτομο, ως πρόσωπο ή οντότητα, ενώ ιδωμένος γενικά, ως «ανθρωπότητα» είναι είδος άυλο, δεδομένου ότι υπερβαίνει το όριο του θανάτου. Σημειώνει ωστόσο ο Αριστοτέλης, ότι τα είδη, δεν είναι παρά διακρίσεις των πραγμάτων σύμφωνα με τις ιδιότητές τους∙ είναι, με άλλα λόγια, τα είδη, η υποκειμενική ερμηνεία που δίνουμε εμείς στα πράγματα, οι δείκτες των ιδιοτήτων ή υπο-ιδιοτήτων που αναγνωρίζουμε εμείς σε αυτά . 

Ό, τι λοιπόν περιέχει απόλυτα την κατάσταση των αισθητών είναι η ουσία, και όχι τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της, τα συμβεβηκότα . Και πώς μπορούμε να διαχωρίσουμε την ουσία από τα συμβεβηκότα; Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η γνώση της ουσίας ενός πράγματος εξαντλείται μέσα στα όρια του πράγματος του οποίου η ουσία δεν μπορεί να έχει την παραμικρή επιρροή σε οποιοδήποτε άλλο αισθητό. Με τον τρόπο αυτό λοιπόν μπορούμε να διαχωρίσουμε την ουσία από τα συμβεβηκότα και ταυτόχρονα να ορίσουμε τα όρια μεταξύ των ουσιών των διαφορετικών πραγμάτων. Είναι λοιπόν, η οριοθέτηση που περιγράψαμε, ο ασφαλής τρόπος να μελετήσουμε τις ουσίες και τα συμβεβηκότα, δεδομένου ότι: η πραγματικότητα βρίσκεται μέσα στα ίδια τα αισθητά και όχι έξω από αυτά, όπως εισηγήθηκε ο Πλάτων. Εδώ θεωρούμε δόκιμο να κάνουμε μία παρένθεση προκειμένου να αναφέρουμε ότι η ουσία, ως χαρακτηριστικό του είδους ως όντος, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με την αντίστοιχη έννοια άλλων φιλοσοφικών συστημάτων τα οποία θεωρούν το ον ως όλον, δηλαδή κατάσταση γενική που περιλαμβάνει και τον ένα. Το ον, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, προσδιορίζεται επιμεριστικά ως καθέκαστονν, δηλαδή ως ατομικότητα.

Επανερχόμαστε στην αρχή του κειμένου για να αιτιολογήσουμε το κατηγόρημα  «αισιόδοξη», που επιλέξαμε για να αντιδιαστείλουμε την φιλοσοφική προοπτική του Αριστοτέλη από εκείνη του Πλάτωνα. Η κλασική περίοδος αναγνωρίστηκε ως απόγειο της φιλοσοφικής σκέψης σε όλα τα επίπεδα. Η κλασική Αθήνα, ιστορικά, υπήρξε πηγή πολιτικής πρωτοτυπίας, κοινωνικής ευμάρειας. Η Δημοκρατία, εισήχθη ως επαναστατικό σύστημα ισότητας μεταξύ των πολιτών, και ως τέτοιο έδωσε έρεισμα στο άνοιγμα μιας εποχής σταθερότητας, της οποίας το ειδικό βάρος ήταν περισσότερο ηθικό. Αν μη τι άλλο, η κλασική Αρχαιότητα υπήρξε η τελική έκβαση, ο θρίαμβος, το σημείο κορύφωσης των διεκδικήσεων της αρχαϊκής περιόδου, που αίτημά τους ήταν η παγίωση των εδαφικών ορίων: το πρότυπο του αρχαϊκού ήρωα-πολεμιστή που μάχονταν για τη Γη, τον πλούτο και τους θεούς, μη έχοντας να διεκδικήσει κάτι περισσότερο, μετατράπηκε σε πρότυπο πνευματικού διεκδικητή, που αγωνίζονταν πλέον για τη διατήρηση του συστήματος των αξιών της πολιτείας. Η ευδαιμονία των Αθηναίων πολιτών υπήρξε εδραιωμένη στα πρότυπα της άριστης-πρωτότυπης ιδέας σε σημείο, που ούτε ο αριστοκρατικών καταβολών Πλάτων κατάφερε να μείνει εκτός των τειχών της: η φιλοσοφική σκέψη του Πλάτωνα κινήθηκε γύρω από την ύπαρξη άριστων-πρωτότυπων ιδεών, οι οποίες ωστόσο δεν ήταν δυνατό να προσληφθούν από την πραγματικότητα του τρισδιάστατου κόσμου∙ για τον λόγο αυτό, προσέδωσε στις Ιδέες  έναν χαρακτήρα μεταφυσικό, απρόσιτο, 

5. Stern-Gillet, Suzanne, Ancient Philosophy: from Thales to Aristotle, in: «Fundamentals of philosophy» ed. by Shand Jonh, Routlege Edition, London-New York, 2003, pg. 148.

6. Πελεγρίνης Θεοδόσιος, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, σ. 79.

7. Anton, John-Peter, Αριστοτέλης, η θεωρία της εναντιότητας, Μετάφραση Μελισσίδης Ν., Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2001, σ. 41. 

8. Αντίθετα με τον Αριστοτέλη, ο Πλάτων διέκρινε ότι η πραγματικότητα βρίσκεται στον απρόσιτο από τις αισθήσεις μας, κόσμο των Ιδεών. Ό, τι αντιλαμβανόμαστε ως αισθητό, σύμφωνα με τον μαθητή του 

πράγμα που δεν μπορούσε να ανεχθεί ο δημιουργικός στοχασμός του Αριστοτέλη. Και τι εννοούμε λέγοντας δημιουργικότητα;

Ο Αριστοτέλης διείδε ότι το πνεύμα μας μπορεί να εισδύσει στην πραγματικότητα και να την μεταβάλλει σύμφωνα με τη βούλησή του∙ και λέμε «μεταβάλλει», δεδομένου ότι στη φύση δεν υπάρχει δημιουργία, αλλά ανα-δημιουργία, δηλαδή ανακύκλωση των προϊόντων της υλικότητας -θα λέγαμε-, των συμβεβηκότων, με βάση τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Πρόκειται για μία -όπως θα δούμε- τελολογική άποψη, δηλαδή άποψη που συνδέει τα πράγματα με κάποιο προδιαγεγραμμένο γεγονός, ένα τέλος. Και πώς μπορούμε να μιλάμε για δημιουργικότητα εφόσον, όπως είπαμε, στη φύση δεν υπάρχει δημιουργία, αλλά αναδημιουργία; 

Η εντελέχεια , επιλεγμένος από τον Αριστοτέλη φιλοσοφικός όρος για να περιγράψει την κατάσταση από μη-ύλη σε ύλη, δηλαδή σε ουσία, συνδέεται με τον σκοπό∙ και ο σκοπός, με τη σειρά του συνδέεται με την αιτία που τον δημιουργεί. Και ποια είναι αυτή η αιτία; Η δημιουργικότητα, ως παρέμβαση στην πραγματικότητα, δεν συσχετίζεται με την ανα-δημιουργία, αλλά με κάτι νέο το οποίο διοδεύεται μέσα από τέσσερα στάδια ολοκλήρωσης: το στάδιο της άμορφης ύλης που, μέσα στο νου μας μετατρέπεται σε μορφή (αφορά στην πνευματική ενέργεια του σχεδιασμού) και την φυσική ενέργεια μετατροπής της μορφής σε δημιούργημα, η οποία δηλώνει το στάδιο του σκοπού . Αντιλαμβανόμαστε επομένως ότι τα τέσσερα αυτά στάδια τα οποία περιγράφουν την προοδευτική μετάβαση από το μη ον σε ον, έχουν ως αφετηρία αλλά και ως κατάληξη ένα και μόνο πράγμα: τη βούληση του ανθρώπου, την ενέργεια σύμφωνα με το πρακτικό πνεύμα. Πρόκειται για μια καθαρά ηθική διαδικασία, μία πορεία, συνδεδεμένη με την πάγια ανάγκη του ανθρώπου να δημιουργήσει στο περιβάλλον νέες μοναδικές μορφές. Δεν θα ήταν υπερβολικό να αναφέρουμε ότι ο Αριστοτέλης, συνέδεσε την τέχνη με την καθαρή δημιουργία, ανατρέποντας την παλαιότερη πλατωνική θέση ότι η τέχνη είναι κατάσταση μη πνευματική. 

Επιμένουμε λοιπόν, ότι η αιτία που προκαλεί τον σκοπό είναι η ίδια η βούλησή μας, δεδομένου ότι συνδέεται με το πρακτικό πνεύμα και παράγει πράξεις. Ωστόσο οι πράξεις, τα έργα του ανθρώπου, σύμφωνα με τις αριστοτελικές αρχές της δημιουργικότητας, συνδέονται με μορφές, δηλαδή με εικόνες της φαντασίας μας, οι οποίες στη συνέχεια μετατρέπονται σε αισθητά. Μπορεί λοιπόν, η ενέργεια, η πράξη να προηγείται του σκοπού, της ηθικής εκείνης διαδικασίας που μεταβάλλει την πραγματικότητα εμπλουτίζοντάς την με κάτι νέο, όμως η σύνθεση της μορφής αποτελεί εσωτερική διαδικασία του δημιουργού, δηλαδή διαδικασία του ατομικού μας πνεύματος∙ και ατομικό πνεύμα σημαίνει κατάσταση εσωτερική, λειτουργία εν δυνάμει πραγματοποιήσιμη δεδομένου ότι μέχρι να μεταβεί στην κατάσταση της πραγματικότητας, τη γνωρίζει μόνον ο ίδιος ο δημιουργός. Εν κατακλείδι: η ατομική θεωρητική γνώση της μορφής υλοποιείται, διαμέσου του σκοπού, της ατομικής βούλησης. Από τη στιγμή της υλοποίησης και έπειτα, η μορφή αποκτά ουσία, δηλαδή δυνατότητα να αναλυθεί εκτός από αισθητικά και λογικά: αποκτά διαστάσεις, δηλαδή 

Σωκράτη, δεν είναι παρά αντίγραφο της πρωτότυπης Ιδέας του που βρίσκεται στο περιβάλλον του υπεραισθητού κόσμου. Για τον λόγο αυτό, η τέχνη δεν αποτελεί ενέργεια της ψυχής σύμφωνα με την πραγματικότητα, αλλά πλάνη, η οποία ό, τι κάνει είναι να μιμείται την φύση, που -με τη σειρά της-, μιμείται τις Ιδέες (Πελεγρίνης Θεοδόσιος, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, σ.55). Ο Αριστοτέλης, όπως θα παρατηρήσουμε στη συνέχεια, ταύτισε την τέχνη με το πνεύμα, θεωρώντας την Αισθητική ως ολοκληρωμένη γνώση που δημιουργεί μορφές, ακριβώς όπως και η Λογική δημιουργεί έννοιες. 

9. Πελεγρίνης Θεοδόσιος, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, σ. 83.

10. Στο ίδιο, ό.π, σς 82, 83.

θέση στον τρισδιάστατο χωροχρόνο. Για να απαντήσουμε στο ερώτημά μας, η αιτία δημιουργίας του σκοπού δεν είναι παρά μία εσωτερική μας ανάγκη για έργο, η οποία προτρέπεται από τη βούλησή μας. Και βούληση είναι το πρωταρχικό ηθικό στοιχείο που καθιστά τον άνθρωπο δημιουργό, δηλαδή σκοπό του ίδιου του εαυτού του. Το σημείο αυτό επιβεβαιώνει την πάγια τοποθέτηση του Αριστοτέλη ότι όλα τα γεγονότα υπαγορεύονται από κάποιο τέλος, το οποίο μπορεί να διαφωτιστεί μόνον από την οπτική του σκοπού με τον οποίο συνδέονται.

Σήμερα, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε υπερβολική την τελολογική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, διατυπώνοντας ότι δεν είναι δυνατό ένα γεγονός να συνδέεται με κάποιο άλλο, μέσα σε έναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο και ρυθμιζόμενο όχι από βουλήσεις, αλλά από φυσικούς νόμους. Είναι ωστόσο οι «νόμοι» πράγματι φυσικοί; Το ανθρώπινο, όπως και κάθε είδος, αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα με βάση με τα φυσικά του χαρακτηριστικά. Ωστόσο εξαιτίας της ικανότητάς του να σκέπτεται και θέτει σκοπούς, να έχει δηλαδή πνευματικότητα, το ανθρώπινο είδος διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα βιολογικά είδη. Πράγματι, ο άνθρωπος σκέπτεται και παρατηρεί το περιβάλλον προκειμένου να οριοθετεί και να περιχαρακώνει τη θέση του στον φυσικό χάρτη σύμφωνα με τις ανάγκες της στιγμής.

Ωστόσο ο άνθρωπος, ωθούμενος  από το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της διασκεπτικής φύσης του, παρατηρεί και τον ίδιο του τον εαυτό. Η αυτοπαρατήρηση, καθιστά τον άνθρωπο υποκείμενο και ταυτόχρονα αντικείμενο της ίδιας της παρατήρησής του, με μείζονα σκοπό την μελέτη και διεξαγωγή συμπερασμάτων, συγκρίνοντας τα ειδολογικά χαρακτηριστικά του ίδιου, με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά των υπολοίπων ειδών. Είναι δε επόμενο, όταν μιλάμε για παρατήρηση, δηλαδή επιστημονική μέθοδο, να αναφερόμαστε σε συνθέσεις δραστηριοτήτων αποτελούμενες από βουλήσεις, σκοπούς και πράξεις, αλλά και για αναγνώριση τούτων ως κατεξοχήν ανθρώπινων λειτουργιών. Ωστόσο το έργο της αναγνώρισης  του συσχετισμού του εαυτού μας που παρατηρεί τη φύση, ξεκινά από τη βούληση: η βούληση είναι το αίτιο, το οποίο δίνει ερέθισμα στη λογική δραστηριότητα να αναζητήσει αντιστοιχίες∙ οι δε αντιστοιχίες, δεδομένου ότι επιστρέφουν στον ίδιο τον άνθρωπο, είναι επόμενο να αποσαφηνίζονται ως γνώσεις με κριτήριο την λογική μεθοδολογία, δηλαδή ως εμπειρία.

Η μεταφορά αυτή των ιδιοτήτων του εαυτού μας στο περιβάλλον και αντίστροφα είναι ο λόγος για τον οποίο βλέπουμε νόμους στη φύση: η φύση, δεν ελέγχεται από νόμους, αλλά από επαναλαμβανόμενες μηχανιστικές λειτουργίες, αλληλεπιδράσεις τις οποίες εμείς, εξαιτίας της λογικο-αισθητικής και βουλητικής ιδιότητάς μας να αναγνωρίζουμε αίτια και αποτελέσματα, ονομάζουμε νόμους. Οι νόμοι λοιπόν, αποτελούν καθαρά γνώρισμα του νου μας, που μας βοηθούν να κατανοήσουμε το περιβάλλον του τρισδιάστατου περιβάλλοντός μας. Είναι αυτοί που μας προσανατολίζουν να προσδιορίσουμε τον εαυτό, να κατασκευάσουμε τον πολιτισμό και εν τέλει την ιστορία μας. Γιατί όμως ο Αριστοτέλης συνέδεσε την εντελέχεια όχι μόνο με το πνεύμα αλλά και με τη φύση;

Μιλήσαμε μόλις για πολιτισμό∙ για ιστορία, η οποία πραγματώνεται μέσα από συστήματα παραγωγής σημείων και συμβόλων, που με την σειρά τους οδηγούν σε υπερβάσεις. Χαρακτηριστικό των υπερβάσεων στη φιλοσοφία είναι η πρωτοτυπία, δηλαδή η επανάσταση μιας κατάστασης της στιγμής απέναντι το παρελθόν που την έχει δημιουργήσει. Και λέμε «επανάσταση», δεδομένου ότι ο φιλόσοφος είναι εξαιρετικά δύσκολο να απεμπλακεί από τα δεσμά του πολιτισμικού συστήματος, της ίδιας της κουλτούρας, από την οποία έχει προέλθει. Για τον Αριστοτέλη, πρωτοτυπία ήταν η μετάβαση από τον κόσμο των Ιδεών, στον κόσμο της ουσίας των πραγμάτων: από τις δυνατές ηθικές και γνωστικές βάσεις των αρίστων πολιτών της δημοκρατικής κοινωνίας, στις ασταθείς και απρόβλεπτες αντιξοότητες που μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να προκύψουν μέσα στο διαρκώς μεταβαλλόμενο ελληνιστικό περιβάλλον.
Η εντελέχεια, για τον Αριστοτέλη υπήρξε το έρεισμα για επιστροφή στη λογική, η οποία εξαιτίας της γεωπολιτικής ανασφάλειας των ελληνιστικών χρόνων, άρχισε σταδιακά να αντικαθίσταται από την υπερβολή, την ανασφάλεια, τον μυστικισμό και τη μεταφυσική. Αντιλαμβανόμενος την επερχόμενη ιστορική μετάβαση, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος τοποθέτησε το κριτήριο της ελευθερίας στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Διατυπώνοντας ότι οι άνθρωποι είναι δημιουργημένοι «άλλοτε για σκλάβοι και άλλοτε για αφέντες» , ο Αριστοτέλης πρότεινε ένα διαφορετικό σύστημα κατανόησης της ηθικής που οδηγεί στον δρόμο της ευδαιμονίας, όχι ως Ιδέας, που έχει τη δύναμη να  επιβάλλεται υλικά στο περιβάλλον διαμορφώνοντας τις ζωτικές συνθήκες σύμφωνα με τις επιδιώξεις της, αλλά ως Είδους, που προσαρμόζεται σε κάθε αντίξοη περίσταση, διατηρεί την αυτονομία της και προχωρά: τα συμβεβηκότα μπορεί να αλλάζουν, αλλά οι εσωτερικές αξίες παραμένουν σταθερές. Συμπέρασμα διαχρονικό, εμπνευσμένο από το ξεκίνημα ενός νεοφανούς κοινωνικοπολιτισμικού συστήματος, του Ελληνιστικού, παρόμοιας πολυπλοκότητας, ετερότητας και αβεβαιότητας με το αυτό της σημερινής Δύσης, όπου ο αγώνας όλων μας, παρόλο που είναι ταυτισμένος με τον σκοπό, το έργο, την εντελέχεια της ουσίας μας προς ό, τι υποστηρίζει την ελευθερία, εντούτοις στερείται περιθωρίων εκδήλωσης.         

11. Rousseau, Jean-Jacques, «The social contract or: Principles of  political rights», in Arguing about political philosophy, ed. By Zvolinski Matt, Routlege Edition, London-New York, 2009, pg. 56.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Anton, John-Peter, Αριστοτέλης, η θεωρία της εναντιότητας, Μετάφραση Μελισσίδης Ν., Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2001.

2. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Βιβλ. Η (11-13), Εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα, 1992

3. Γκιζέλης Γρηγόρης, Το πολιτισμικό σύστημα, ο σημειωτικός και επικοινωνιακός χαρακτήρας του, Εκδόσεις Γρηγορόπουλος, Αθήνα, 1980.

4. Πελεγρίνης Θεοδόσιος, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Β΄ Έκδοση, Αθήνα, 1998.

5. Rousseau, Jean-Jacques, «The social contract or: Principles of  political rights», in Arguing about political philosophy, ed. By Zvolinski Matt, Routlege Edition, London-New York, 2009.

6. Stern-Gillet, Suzanne, Ancient Philosophy: from Thales to Aristotle, in: «Fundamentals of philosophy» ed. by Shand Jonh, Routlege Edition, London-New York, 2003.

Τα βιβλία του Δημήτρη Δακρότση

Σχετικά άρθρα

Σχόλια αναγνωστών