18:02 | 28/4/17
Ολόκληρη η απολογία του παιδοκτόνου
Στη σοκαριστική παραδοχή ότι σκότωσε την 6χρονη κόρη του και στη συνέχεια πήγε για ύπνο προχώρησε ο 61χρονος συνταξιούχος αστυνομικός όταν μετά από ώρες ανάκρισης ομολόγησε το
έγκλημα του. «Για όλα φταίει η κακιά στιγμή και τα χάπια που παίρνω», λέει σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει την αποτρόπαια πράξη του.
έγκλημα του. «Για όλα φταίει η κακιά στιγμή και τα χάπια που παίρνω», λέει σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει την αποτρόπαια πράξη του.
Της Μαρίας Ζαχαροπούλου
Στην προανακριτική του απολογία ο κατηγορούμενος δηλώνει μετανιωμένος. «Θέλω να ζητήσω ένα μεγάλο συγγνώμη από την οικογένειά μου και την αγαπημένη μου Στελλίτσα που της έκανα αυτό το κακό. Για όλα φταίει η κακιά στιγμή και τα χάπια που παίρνω τα τελευταία τρία χρόνια περίπου. Θα σας πως όμως από την αρχή ότι έγινε για να καταλάβετε ότι δεν έφταιγα ούτε έκανε κάτι με πρόθεση», αναφέρει μιλώντας στους αστυνομικούς.
Ο 61χρονος μιλά για τη σχέση του με την δεύτερη σύζυγο του και μητέρα της 6χρονης υποστηρίζοντας πως εκείνη τον πίεζε να παντρεύουν και να κάνουν παιδιά. «Εγώ να σας πω την αλήθεια δεν ήθελα γιατί ήμουν πολύ μεγάλος για να γίνω και πάλι πατέρας (σ.σ. έχει δυο παιδιά από τον πρώτο του γάμο) εκείνη όμως επέμενε και τελικά με εξωσωματική αποκτήσαμε τα δυο μας παιδιά». Ο κατηγορούμενος υπογραμμίζει ότι η μικρή γεννήθηκε με πρόβλημα υγείας.
«Εξ αιτίας του προβλήματος της Στέλλας έπεσα σε κατάθλιψη με αποτέλεσμα εδώ και τρία χρόνια να παίρνω φαρμακευτική αγωγή. Με το που γεννήθηκαν τα παιδιά εγώ και η γυναίκα μου κάναμε ένα τεράστιο λάθος. Το λάθος μας ήταν ότι εγώ ασχολούμην αποκλειστικά με τον Μάριο και η γυναίκα μου με την Στέλλα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να θέλει μόνο τη μαμά της και απέναντι μου να είναι επιθετική», υποστηρίζει.
«Άρχισε να με χτυπάει με τα χέρια της στην κοιλιά»
Ο κατηγορούμενος απολογούμενος αναφέρεται στην επέμβαση που υποβλήθηκε η σύζυγος του η οποία την κράτησε μακριά τους το μοιραίο βράδυ και στην επιστροφή του στο σπίτι με τα παιδιά.
«Εκείνο το βράδυ μόλις φτάσαμε σπίτι είπα στη Στέλλα ότι πρέπει να την κάνω μπάνιο. Πήρα τα χάπια μου και ήπια ποτήρι κρασί», λέει και περιγράφει πως η μικρή δεν ήθελε να κάνει μπάνιο. «Ήταν τελείως αρνητική», ισχυρίζεται και συμπληρώνει «Παρακάλεσα πάλι την Στέλλα να την κάνω μπάνιο. Εκείνη εξακολουθούσε να μην θέλει, γιατί ήθελε τη μαμά της. Άρχισε να με χτυπάει με τα χέρια της στην κοιλιά. Όπως με χτυπούσε και το κεφάλι της βρισκόταν στο ύψος του στήθους μου, την έσφιξα με το δεξί μου χέρι για να σταματήσει να με χτυπάει, μέχρι που κατάλαβα ότι είχε χάσει τις αισθήσεις της. Άνοιξα το χέρι μου που την έσφιγγα και η Στέλλα έπεσε στο πάτωμα. Είδα ότι δεν ανέπνεε και κατάλαβα ότι κάτι κακό είχε γίνει. Τα έχασα, τρομοκρατήθηκα και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να βγάλω τη Στέλλα έξω από το σπίτι. Πήγα στο αποθηκάκι και πήρα τρεις μαύρες σακούλες σκουπιδιών.
Όπως ήταν πεσμένη στο πάτωμα έβαλα τη Στέλλα σε μία από αυτές τις σακούλες ξεκινώντας από το κεφάλι της και καταλήγοντας στα πόδια. Θέλω να σας πω δηλαδή ότι η σακούλα έκλεινε στα πόδια της (...) Μετά σκέφτηκα να σκηνοθετήσω το χώρο για να φαίνεται ότι κάποιος έκανε ληστεία. Άνοιξα κάποια συρτάρια και κάποιες ντουλάπες στην κρεβατοκάμαρα και αφαίρεσα από την μπιζουτιέρα της γυναίκας μου διάφορα κοσμήματα... Τα συρτάρια και τις ντουλάπες για να μην αφήσω τα δακτυλικά μου αποτυπώματα , τα άνοιξα με μια φανέλα , που κρατούσα στα χέρια μου. Ξέχασα να σας πω ότι στις σακούλες σκουπιδιών που έβαλα την Στέλλα έβαλα και μία κόκκινη κουβερτούλα που πήρα από το κρεβάτι της, μη ρωτάτε γιατί, δεν ξέρω να σας απαντήσω.
Τις σακούλες με την Στέλλα τις κρατούσα με τα δυο μου χέρια στην αγκαλιά μου...Κατέβηκα στο δρόμο και με τα πόδια πήγα σε έναν κάδο και εκεί μέσα άφησα την Στέλλα. Σε έναν άλλο κάδο εκεί κοντά πέταξα και τα κοσμήματα της γυναίκας μου (...) Γύρισα στο σπίτι και άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος μας, αλλά όταν μπήκα, τα κλειδιά τα άφησα στην κλειδαριά από την έξω μεριά. Αυτό το έκανα για να ισχυριστώ το πρωί στους αστυνομικούς ότι επειδή ήμουν αφηρημένος ξέχασα τα κλειδιά, κάποιοι μπήκαν μέσα, με λήστεψαν και φεύγοντας πήραν και τη Στέλλα. Αφού άφησα τα κλειδιά πήγα στο κρεβάτι μου, όπου λόγω του κρασιού και των χαπιών που είχα πάρει με πήρε ο ύπνος.
Το πρωί στις 7 παρά τέταρτο ξύπνησα με το ξυπνητήρι που είχα βάλει στο κινητό μου. Μόλις ξύπνησα πήρα τηλέφωνο το ΑΤ Αγίας Βαρβάρας και είπα ότι κάποιοι άγνωστοι μπήκαν στο σπίτι μου, με είχαν ληστέψει και μου είχαν πάρει και την κόρη μου».
Όπως περιγράφει ο κατηγορούμενος ένας αστυνομικός με τον οποίο υπηρετούσε μαζί του πριν συνταξιοδοτηθεί έφτασε μέσα σε λίγα λεπτά στο σπίτι του. «Είπα σε αυτόν την ιστορία που είχα φτιάξει στο μυαλό μου , πήγα το γιο μου στο σχολείο και ξαναγύρισα σπίτι όπου με περίμενε ο αστυνομικός (...) Ζητάω συγγνώμη για ακόμη μια φορά για το καλό που έκανα έγινε όμως κατά λάθος. Ποτέ δεν θα έκανα κακό στο ίδιο μου το παιδί. Έχω μετανιώσει και ζητάω συγγνώμη για αυτό που έγινε».
Ο 61χρονος, ο οποίος αντιμετωπίζει τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της περιύβρισης νεκρού , θα δώσει εξηγήσεις ενώπιον της δικαιοσύνης την ερχόμενη Τρίτη. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κατηγορούμενος αναμένεται να επικαλεστεί, ενώπιον του ανακριτή, μειωμένο καταλογισμό λόγω της φαρμακευτικής αγωγής την οποία λαμβάνει λόγω ψυχολογικών προβλημάτων ενώ ήδη έχει καταθέσει αίτημα να εξεταστεί από νευρολόγο - ψυχίατρο καθώς, όπως λέει , έχει αυτοκτονικές τάσεις και επί σειρά ετών λαμβάνει φάρμακα.
Μέσα σε τρεις μαύρες σακούλες
Το άψυχο κορμάκι της Στέλλας εντοπίστηκε από τους αστυνομικούς σε κλάδο σκουπιδιών, τον οποίο υπέδειξε ο κατηγορούμενος μετά την ομολογία του, μέσα σε τρεις μαύρες σακούλες, κοντά στο σπίτι της οικογένειας στην Αγία Βαρβάρα.
Ο αστυνομικός που βρήκε το πτώμα του παιδιού αναφέρει στην κατάθεσή του: «Πήγαμε στο σημείο που μας υπέδειξε ο κατηγορούμενος και βρήκαμε εντός κάδου απορριμμάτων μία μεγάλη μαύρη πλαστική σακούλα. Αφού ανοίξαμε αυτή τη σακούλα βρήκαμε μέσα της μία κόκκινη κουβέρτα και άλλη μία ίδια σακούλα δεμένη. Αφού ανοίξαμε αυτή τη σακούλα, είδαμε μέσα άλλη μία ίδια σακούλα δεμένη, την οποία ανοίξαμε και είδαμε το πτώμα της εξάχρονης».
Στην έκθεση αυτοψίας και κατασχέσεως που συμπεριλαμβάνεται στη δικογραφία αναφέρεται ότι το πτώμα της ανήλικης ήταν «κανονικά ενδεδυμένο με παντελόνι ροζ χρώματος, μακρυμάνικη μπλούζα κίτρινου χρώματος και φανέλα λευκού χρώματος, καθώς επίσης και κάλτσες γκρι-ροζ χρώματος. Επίσης φορούσε πάνα λευκού χρώματος, ενώ στα μαλλιά φορούσε λαστιχάκι ροζ χρώματος. Στα άνω και κάτω χείλη του πτώματος παρατηρήθηκαν εκχυμώσεις».
Από την πλευρά του ο ιατροδικαστής, στην κατάθεσή του, περιγράφει τα ευρήματα του: «Κατά την αυτοψία και την κλινική εξέταση που διενήργησα εξωτερικά στο πτώμα διαπίστωσα ότι έφερε θλαστικές εκχυμώσεις στο άνω και κάτω χείλος του στόματος. Στον πατέρα διαπιςτώθηκε κατά την εξωτερική κλινική του εξέταση μία μικρή γραμμοειδής εσχαροποιημένη εκδορά στην πρόσθια επιφάνεια της αριστεράς πυχαιοκαρπικής άρθρωσης και δύο μικρές εκδορές στρογγυλού σχήματος στη ραχιαία επιφάνεια της αριστερής χειρός».
Λίγες ώρες πριν ο 61χρονος ομολογήσει το αποτρόπαιο έγκλημα του η σύζυγος του και μητέρα της εξάχρονης δήλωνε στην αστυνομία ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη των άγνωστων δραστών. Είχε μόλις ενημερωθεί από το σύζυγο της ότι η μικρή αγνοείται.
«Έχω σοκαριστεί και δεν ξέρω τον λόγο που πήρανε την κόρη μου. Δεν θεωρώ ότι ο σύζυγός μου έχει σχέση με αυτό», αναφέρει στην κατάθεσή της.
Σχετικές ετικέτες:ανθρωποκτονίαΑττικήδολοφονίαέγκλημαεξαφάνιση παιδιώνΚοινωνίαπαιδοκτονία
Σχετικά άρθρα
Ροή ειδήσεων