11:12 | 26/7/17
Αν στα κατοχικά και μεταπολεμικά χρόνια η γεωργία και η κτηνοτροφία στην Ελλάδα, με το μεγάλο τότε ποσοστό συμμετοχής στο ΑΕΠ, συνέβαλαν αποφασιστικά στο να επιβιώσει ο πληθυσμός της χώρας μας, σήμερα αναδεικνύεται ως καθοριστικός παράγοντας στο να βγει η πατρίδα μας από την ασφυκτική οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση που βιώνει
Το γεγονός αυτό, διαπιστώνω, ότι το συνειδητοποιούν ολοένα και περισσότερο οι πολιτικοί, ο επιχειρηματικός κόσμος και οι επενδυτές, και κυρίως οι ίδιοι οι παραγωγοί.Ο αγροτικός χώρος τα τελευταία χρόνια επέδειξε μεγάλες αντοχές και δυνατότητες. Ήδη τα στοιχεία δείχνουν ότι η αύξηση των εξαγωγών και το 2016 είναι εντυπωσιακή. Από τα συνολικά 18 δις των εξαγωγών τα 9 δις , δηλαδή το 50% αφορούν προϊόντα του αγροτικού χώρου
Η ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία, παρά την στρεβλή και χωρίς κατεύθυνση ανάπτυξη που είχε, την παρεξηγημένη χρήση κοινοτικών και εθνικών πόρων και τη λαθεμένη συνεταιριστική πολιτική, όχι μόνον είχε τις αντιστάσεις να μην κλονιστεί σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον αλλά κατέθεσε για μια ακόμη φορά τα διαπιστευτήριά της, τη δυνατότητα να παράξει σήμερα, υγιεινά προϊόντα με υψηλή θρεπτική και οικονομική αξία.
Ως εκ τούτου η ανασυγκρότηση του Αγροτικού Χώρου της Ελλάδας με βάση ένα σύγχρονο παραγωγικό μοντέλο αγροτικής ανάπτυξης, ο προσανατολισμός του με βάση τις ανάγκες και απαιτήσεις των αγορών και η δημιουργία εργαλείων στήριξης του αποτελούν πρώτες προτεραιότητες.
Με τον τρόπο αυτό έχει τοποθετηθεί στην πρώτη σελίδα της κυβερνητικής ατζέντας.
Η χώρα μας αποτελεί από μόνη της brand name και αυτό το έχουν κτίσει η ταυτότητα του τόπου και οι άνθρωποι της ελληνικής υπαίθρου.
Η καθαρότητα και η θρεπτική αξία των προϊόντων της ελληνικής γης είναι τα μεγάλα πλεονεκτήματα των ελληνικών αγροδιατροφικών προϊόντων.
Φυσικά τα πλεονεκτήματα αυτά από μόνα τους δεν αρκούν. Θα πρέπει να ενισχυθούν από μια σειρά άλλες παραμέτρους. Πρώτον απαιτούνται συνέργειες και εννοώ συνέργειες σε όλα τα επίπεδα. Σε επίπεδο κυβέρνησης και υπουργείων, επενδυτών και επιχειρηματιών, εμπόρων και εξαγωγέων και φυσικά συνέργειες των ίδιων των παραγωγών.
Στο πλαίσιο αυτό σε ότι αφορά τις διεθνείς μας συναλλαγές τεράστιο ρόλο έχουν να παίξουν οι διπλωματικές και εμπορικές μας αντιπροσωπείες στο εξωτερικό καθώς και οι φορείς και οργανώσεις του ελληνισμού της διασποράς.
Για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα του γεωργοκτηνοτροφικού τομέα, στην λογική που προανέφερα, είναι απαραίτητο να ενσωματωθεί η καινοτομία, και με την τεχνολογική και με την οργανωτική μορφή, στις γεωργικές δραστηριότητες και στη μεταποίηση των γεωργικών προϊόντων.
Να χρησιμοποιηθούν όλες οι σύγχρονες τεχνικές του marketing και του management στην προβολή και προώθηση των ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό. Εμείς ως Υπουργείο στηρίζουμε την προώθηση των προϊόντων μας στις διεθνείς αγορές μέσα από συγκεκριμένες χρηματοδοτήσεις που το 2016 έφτασαν τα 150 εκατ. ευρώ.
Μάχες όμως δίνουμε και στα πλαίσια των συμφωνιών της Ε.Ε. με τρίτες χώρες, όπως Καναδάς και Νότια Αφρική, όπου για τη φέτα για παράδειγμα προβλεπόταν μετά την μεταβατική 5ετία να μπορούν να κυκλοφορούν ως φέτα νότιας Αφρικής και Καναδά.
Καταφέραμε να δεσμευτεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για αναθεώρηση της συμφωνίας πριν τη λήξη της 5ετίας με στόχο την πλήρη κατάργηση της χρήσης του όρου φέτα στα λευκά τυριά τους. Δηλαδή πλήρης απαγόρευση της χρήσης του όρου φέτα.
Πρόσφατα τη μάχη αυτή την κερδίσαμε για την αγορά της Ιαπωνίας όπου η προστασία του ονόματος της φέτας αρχίζει από τώρα. Έρχονται κι άλλες μάχες, με κορυφαία αυτή της συμφωνίας με ΗΠΑ , τη γνωστή ως TTIP.
Επιμένω ιδιαίτερα στη φέτα γιατί κανένα άλλο προϊόν δεν μπορεί να έχει χαρακτηριστικά που είναι απολύτως συνυφασμένα με τη χλωρίδα, το γεωγραφικό ανάγλυφο, την εκτατική εκτροφή και το κλίμα της χώρας μας.
Συνεπώς υπάρχει στις ευρωπαϊκές και στις διεθνείς αγορές ένα «πεδίον δόξης λαμπρό» που περιμένει από εμάς να το κατακτήσουμε.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης έχουμε κάνει μια στρατηγική επιλογή:
Να αξιοποιήσουμε κάθε δυνατότητα ώστε ο κλάδος της αιγοπροβατοτροφίας, ο κλάδος που στηρίζει και στηρίζεται από τη φέτα, να ενισχυθεί μέσα από κίνητρα, διευκολύνσεις, στοχευμένες πολιτικές και «εργαλεία», ώστε να μπορέσει να ξεπεράσει τις δομικές του αδυναμίες και να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος για την παραγωγική ανασυγκρότηση του πρωτογενούς τομέα της χώρας.
Κατά τον ίδιο τρόπο το ελληνικό λάδι που έχει μια προστιθέμενη αξία από χέρι ως παρθένο κατά 80%, ενώ των ανταγωνίστριων χωρών είναι 40%, πρέπει να προστατευθεί .
Να μην φθάνει - στο όνομα της μεταποιητικής οκνηρίας ή δεν ξέρω τι -, χύμα στην Ιταλία, και από εκεί να εισπράττεται όλη η προστιθέμενη αξία.
Δεν μπορεί τα αρωματικά φυτά της Ελλάδας, που όμοιά τους δεν υπάρχουν στον κόσμο και στην καλλιέργεια των οποίων έχουμε δώσει από την πλευρά του Υπουργείου τεράστιο βάρος, να φθάνουν εξίσου χύμα στις αγορές και πάλι την προστιθέμενη αξία να την επωφελούνται άλλοι.
Χρειάζεται επίσης σε κάθε προϊόν να υπάρχει η απαραίτητη κρίσιμη μάζα, κρίσιμη ποσότητα, και μάλιστα στην ώρα της, με συνέπεια στο χρόνο παράδοσης, στην ποσότητα και στην ποιότητα, ώστε να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών.
Η συνέπεια πρέπει να αποτελέσει κανόνα σε όλες μας τις διεθνείς συναλλαγές.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν τις βασικές αρχές και επιδιώξεις του στρατηγικού σχεδίου που έχει επεξεργαστεί και υλοποιεί ήδη, σε συνεργασία με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Τα αποτελέσματα έχουν αρχίσει να φαίνονται. Η πορεία όμως, για να εξασφαλίσει η χώρα μας τη μέγιστη προστιθέμενη αξία από την παρουσία των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές είναι μακρά. Ο στόχος είναι εθνικός και συνεπώς ως τέτοιο πρέπει να τον αντιληφθούν και να συμβάλλουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις, μακριά από στενόμυαλες και μικροπολιτικες λογικές.
Φωτό: Sooc
πηγή
Σχετικές ετικέτες:Βαγγέλης Αποστόλουδιεθνείς αγορέςΕλληνικά προϊόνταΠολιτικήΣΥΡΙΖΑ
Σχετικά άρθρα