12:33 | 23/7/17
Τους σκότωσε και, όπως είπε, «ξεμπέρδεψε» τον Ιούλιο του 1955
Ήταν λίγο μετά τα μεσάνυκτα της 14ης Ιουλίου 1955 όταν την ηρεμία της νύχτας, στο μικρό λιμανάκι του παραθαλάσσιου χωριού της Εύβοιας,διαπέρασαν ανδρικές φωνές που καλούσαν σε βοήθεια. Ο Γ.Β. βγήκε τρέχοντας από το καΐκι του και κατευθύνθηκε προς την κοντινή λέμβο απ’ όπου, λίγο νωρίτερα, είχε ακούσει έναν άνδρα να ουρλιάζει: «Βοήθεια, σώστε με…».
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Στο σκάφος επικρατούσε ησυχία και ο Γ.Β. φώναξε δυνατά «είναι κανείς εδώ;». Δεν πέρασαν παρά μόνο λίγα λεπτά όταν μέσα από το σκοτάδι φάνηκε η φιγούρα ενός γνώριμου άνδρα. Ήταν ο 34χρονος Γ.Κ. ο οποίος εργαζόταν ως ψαράς στην συγκεκριμένη βάρκα. Ο άνδρας είπε πως το αφεντικό του έπεσε στη θάλασσα για να σώσει τον 14χρονο εργάτη του, που κατά λάθος είχε βρεθεί στο νερό, αλλά κανείς από τους δυο δεν τα κατάφερε και πνίγηκαν. Στο σημείο μαζεύτηκαν και άλλοι ψαράδες και δεν άργησε να φανεί η αστυνομία η οποία ανέλαβε τις έρευνες.
Ο Γ.Κ. οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα όπου άλλαξε την αρχική του ιστορία λέγοντας: «Κυρ -νωματάρχη είσαι καλό παιδί και γι’ αυτό θα σου πω την αλήθεια. Τους σκότωσα και ξεμπέρδεψα».
Η ανάσυρση των δυο πτωμάτων από τη θάλασσα ήρθε να επιβεβαιώσει την ομολογία του 34χρονου ότι σκότωσε το αφεντικό του και τον 14χρονο μαθητευόμενό του. Ο 42χρονος Γ.Σ. και ο 14χρονος Α.Κ. έφεραν χτυπήματα στο κεφάλι και μαχαιριές στο πρόσωπο και φορούσαν μόνο τα εσώρουχά τους, γεγονός που ενίσχυσε το σενάριο ότι αιφνιδιάστηκαν από το δράστη την ώρα που κοιμόντουσαν στη βάρκα. Ένας από τους ψαράδες που έσπευσε εκείνο το βράδυ στο σημείο του εγκλήματος είπε στην αστυνομία πως ο 34χρονος Γ.Κ. του εξομολογήθηκε, λίγο πριν συλληφθεί, πως χτύπησε το αφεντικό του με τα κουπιά γιατί κατάλαβε πως, ενώ κοιμόταν, του έκανε μάγια. Όσο για τον 14χρονο, του είπε πως τον σκότωσε για να μην τον καταδώσει στην αστυνομία.
Τον Οκτώβριο του 1956 ο Γ.Κ. κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου Αθηνών κατηγορούμενος για το διπλό φονικό.
Με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως δεν θυμάται τίποτα από το μοιραίο βράδυ. «Το μόνο που θυμάμαι, σαν όνειρο, είναι πως βρέθηκα δεμένος» είπε απευθυνόμενος στο δικαστήριο.
Αν και η υπεράσπιση του 34χρονου επιχείρησε να πείσει το δικαστήριο πως ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία και τον ώθησαν στο έγκλημα του, οι μαρτυρικές καταθέσεις ήρθαν να ανατρέψουν αυτό τον ισχυρισμό. Ο πατέρας του 14χρονου θύματος, το οποίο είχε πιάσει δουλειά στο καΐκι δέκα μόλις ημέρες πριν το φονικό, υποστήριξε πως είχε ακούσει ότι ο 34χρονος είχε «προηγούμενα με το αφεντικό του» γιατί διαφωνούσαν για κάποια ημερομίσθια. Μάλιστα, όπως κατέθεσε «ο κατηγορούμενος, μετά το φονικό έλεγε πως θα προσποιηθεί τον ψυχοπαθή για να δικαιολογήσει την πράξη του».
Αλλά και η σύζυγος του 42χρονου ιδιοκτήτη της βάρκας, που βρήκε τραγικό θάνατο το μοιραίο βράδυ, επιβεβαίωσε με την κατάθεση της ότι μια εβδομάδα πριν το έγκλημα ο κατηγορούμενος δήλωνε δυσαρεστημένος με το ημερομίσθιο που έλαβε από τον άνδρα της. «Ο κατηγορούμενος αν και πολλές φορές καβγάδιζε με άλλα άτομα ακόμη και μέλη της οικογένειας του, για ενάμισι χρόνο είχε επιδείξει καλή διαγωγή δουλεύοντας μαζί με το σύζυγο μου. Την Κυριακή πριν το έγκλημα, όμως, δεν έμεινε ευχαριστημένος γιατί τα μερίδια από τα ψάρια ήταν λιγότερα καθώς ο άντρας μου είχε προσλάβει τον 14χρονο Α.Κ. και έναν ακόμη ναυτικό» κατέθεσε η μαυροφορεμένη γυναίκα.
Το δικαστήριο εξέτασε και ένα ψυχίατρο ο οποίος κλήθηκε να απαντήσει στο κομβικό ερώτημα αν ο κατηγορούμενος είναι ψυχοπαθής. «Δεν είναι ψυχοπαθής αλλά κατέχεται από το φόβο της μαγγανείας» είπε ο γιατρός.
Πρόεδρος: Ο δράστης είχε συνείδηση της πράξεως του;
Μάρτυρας: Συναίσθηση είχε, δεν μπορούσε, όμως, να κρατηθεί.
Ο κατηγορούμενος σε όλη της διάρκειας της εξέτασης των μαρτύρων κοίταζε χαμηλά και κρατούσε το κεφάλι με τα δυο του χέρια. «Δεν μπορώ να βλέπω τη γυναίκα και τα παιδιά του άλλου ( σ.σ. του αφεντικού και θύματός του) γιατί δεν είχα καμία διαφορά με τους ανθρώπους» απάντησε στο πρόεδρο, όταν τον ρώτησε αν νοιώθει καλά.
Ο κατηγορούμενος στην απολογία του επανέλαβε πως δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί τι έγινε το μοιραίο βράδυ και φανερά καταβεβλημένος ζήτησε συγγνώμη από τους συγγενείς των θυμάτων του.
Ο εισαγγελέας στην αγόρευση του ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο 34χρονος χωρίς κανένα ελαφρυντικό και να καταδικαστεί σε θάνατο. Όπως είπε ο εισαγγελικός λειτουργός, ο κατηγορούμενος προσποιήθηκε τον ψυχοπαθή για να παραπλανήσει τη δικαιοσύνη και χαρακτήρισε μυθεύματα τους ισχυρισμούς του ότι του έκαναν μάγια.
Τελικά, το δικαστήριο έκρινε ένοχο τον 34χρονο ψαρά και του επέβαλε ισόβια κάθειρξη.
πηγή
Σχετικά άρθρα