19:39 | 13/8/17
Κάποτε μου έλεγε ο πατέρας μου «να τρέχεις εσύ να βρεις το πρόβλημα, γιατί διαφορετικά θα τρέξει να σε βρει εκείνο»
Γράφει στο Greek-iNews.gr, ο Δημήτρης Δακρότσης, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου ΑθηνώνΚάποτε μου έλεγε ο πατέρας μου «να τρέχεις εσύ να βρεις το πρόβλημα, γιατί διαφορετικά θα τρέξει να σε βρει εκείνο». Και ποια η διαφορά, εφόσον η συνάντηση με το πρόβλημα είναι αναπόφευκτη; Στην δεύτερη περίπτωση, το πρόβλημα έρχεται σε εμάς προετοιμασμένο χωρίς να το περιμένουμε. Έχει γιγαντωθεί εξαιτίας της δικής μας απάθειας, της δικής μας αδυναμίας• έχει αποκτήσει ορμή, ενέργεια και έλεγχο, γιατί γνωρίζει πλέον πολύ καλά εμάς και τις κινήσεις μας. Όχι, δεν είναι σχήμα λόγου: ξεχασμένο πρόβλημα είναι το ξένο σώμα που εισβάλλει στον οργανισμό μας και τρώει τα κύτταρά του ανενόχλητο γιατί εμείς αδιαφορούμε, οι καταχρήσεις, που αργά-αργά καταστρέφουν ό, τι ονομάζουμε «πιο πολύτιμο αγαθό», αλλά και το δάνειο που ενδεχομένως κάποιοι θεωρήσαμε δόκιμο να λάβουμε για να πάμε (για παράδειγμα) διακοπές ή για να αγοράσουμε ένα αυτοκίνητο που δεν μπορούσαμε να υποστηρίξουμε. Ξεχνώντας το πρόβλημα, νομίζουμε ότι μας ξεχνά και εκείνο. Δεν είναι όμως έτσι• και λίγο-πολύ, όλοι γνωρίζουμε, είτε από προσωπική εμπειρία, είτε από άλλους, εκείνο το συναίσθημα της απόγνωσης μπροστά στην ξαφνική αποκάλυψη του «τέρατος», της παλιάς κατάστασης που ξαναζωντανεύει. Εάν όμως αντιστρέψουμε τους όρους και αυτό είναι κάτι που εξαρτάται μόνον από εμάς -γιατί τα προβλήματα δεν έχουν βουλήσεις- και φέρουμε το πρόβλημα απέναντί μας την ώρα που εμφανίζεται ή, σε ορισμένες περιπτώσεις και πριν εμφανιστεί, τότε εμείς θα έχουμε τον έλεγχο, εμείς θα ορίσουμε εκείνο και τη λύση του. Και εφόσον ο τρόπος αυτός δίνει τη λύση στα περισσότερα προβλήματα (ατομικά, κοινωνικά, ηθικά, συναισθηματικά), γιατί δεν εφαρμόζεται; Γιατί, ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να περιστρέφεται γύρω από προβλήματα που, τις περισσότερες φορές έχει δημιουργήσει ο ίδιος, είτε με τις πράξεις του είτε με την απάθειά του;
Θα έλεγε κανείς ότι ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος να «παθαίνει για να μαθαίνει». Ειρωνεία είναι ωστόσο, ότι στη συντριπτική μας πλειοψηφία, όλοι γνωρίζουμε, πριν πάθουμε. Ας ακούσουμε τις συμβουλές μας προς τρίτους: είμαστε αναλυτικότατοι, πειστικότατοι, επιχειρηματολογούμε με αφάνταστη ευστοχία και προτείνουμε αποτελεσματικές λύσεις. Αυτό ισχύει και για τον γράφοντα: όλοι συμφωνείτε με αυτά που διαβάζετε, ενώ ο γράφων, βάζοντας παύλα μετά την τελεία, στο κείμενο, μπορεί να δώσει ρεσιτάλ τραγικής απάθειας σε προβλήματα που θα έπρεπε ήδη να έχει επιλύσει ή που δεν θα έπρεπε να έχει επιτρέψει να προκύψουν. Γιατί; Κάποτε ρώτησαν τον Σοπενχάουερ, πώς είναι δυνατό να έχει ένα τόσο άξιο μυαλό στο να τακτοποιεί τις ζωές των άλλων και ταυτόχρονα τόσο ανάξιο, ώστε να μην μπορεί αν βάλει σε τάξη τη δική του ζωή. Η απάντηση που έδωσε ήταν ξεκάθαρη: όταν μας ρωτούν πώς θα πάμε κάπου, τους δείχνουμε απλώς τον δρόμο και δεν τους παίρνουμε από το χέρι να τους πάμε. Δεν λείπει, επομένως, ο νους ούτε η γνώση. Τι λείπει; Αν δούμε λίγο βαθύτερα αυτή την άρνηση, θα καταλάβουμε ότι συνδέεται με το συναίσθημα• την απώλεια διάθεσης. Σαν να περνάμε μικρές-μικρές καταθλίψεις, ανεπαίσθητες και ασήμαντες για την ισορροπία της καθημερινότητάς μας, τις οποίες εάν βάλουμε μαζί, θα δούμε με τρόμο ότι έχουν τις ίδιες τραγικές συνέπειες. Θα παρατηρούσα σε αυτή την απάθεια μία διάθεση αυτοκαταστροφής περισσότερο εκφρασμένη ως σιωπηρή διαμαρτυρία του εαυτού μας απέναντι στον τρόπο που έχει επιλέξει να ζει. Κάτι σαν ψυχολογική αδράνεια ή -για να είμαστε στο πνεύμα του σήμερα- «απεργία», να συντονίσει τις ψυχικές του δυνάμεις ενάντια σε ό, τι τον καταπιέζει. Και φυσικά, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι αυτά είναι «σημεία των καιρών»: περισσότεροι πειρασμοί, περισσότερες συναισθηματικές θύελλες που υπόσχονται βραχυχρόνιους παράδεισους, στον βωμό των οποίων θυσιάζουμε το μέλλον.
Εδώ δεν χρειάζεται περισσότερη ανάλυση, γιατί όλοι έχουμε βρεθεί στη θέση αυτή: να πράττουμε το επιβεβαιωμένα λάθος, μόνο και μόνο για να νοιώσουμε μία στιγμιαία εμπειρία, παραβλέποντας το γεγονός ότι βάρος των δυνητικών συνεπειών της είναι μεγαλύτερο από όσο αντέχουμε.Να λοιπόν γιατί είναι ζήτημα διάθεσης: μιας διάθεσης για πρόσκαιρη ηδονή, ενθαρρυμένη και ενισχυμένη από το ψευδο-επιχείρημα: «κομμάτια να γίνει, μια ζωή την έχουμε». Όντως, μία έχουμε• το θέμα είναι να μην την κάνουμε ανυπόφορη. Και πράγματι, οι «κατά κίνησιν» ηδονές, όπως είχε ονομάσει ο εισηγητής της θεωρίας του ηδονισμού και μαθητής του Σωκράτη, Αρίστιππος, είναιθεμέλιος λίθος της ανθρώπινης διάθεσης και κατ’ επέκταση της ηθικής• είναι δηλαδή ό, τι επιθυμούμε ανεπεξέργαστο και χωρίς ειδικές αναλύσεις. Λειτουργεί όμως έτσι; Αντίθετα με εμάς, ο Αρίστιππος έζησε σε έναν πολιτισμό, στον οποίο οι ηδονές ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με την πνευματικότητα. Αν θεωρήσουμε πνευματικότητα εκείνο πουσήμερα ονομάζουμε (καταχρηστικά κατά τη γνώμη μου), ωριμότητα, θα διαπιστώσουμε ότι άλλο πράγμα είναι πρόκληση και άλλο η απάθεια, όσον αφορά στη διάθεση και τις επιδιώξεις μας. Στην πρώτη περίπτωση, η πρόκληση ισοδυναμεί με άμεση αυτοκαταστροφική διάθεση, εντάσσεται δηλαδή στο περιβάλλον της βαριάς ψυχοπαθολογίας. Στη δεύτερη περίπτωση όμως, δεν ενεργοποιείται κάποιος μηχανισμός προσέλκυσης αυτοκαταστροφικών καταστάσεων, αλλά απάθειας, άρνησης προς την αντιμετώπιση κινδύνων. Σε καμία περίπτωση το δεύτερο δεν είναι ισοδύναμο με το πρώτο, τουλάχιστον από την οπτική που εξετάζουμε εδώ. Η απάθεια, όπως είπαμε, είναι ο λάθος τρόπος αντιμετώπισης προβλημάτων που εμείς προκαλέσαμε, μη μεριμνώντας για την επίλυση ή αποφυγή τους. Ζώντας με απάθεια, είτε στρεφόμενοι ενάντια στον εαυτό μας κάνοντας καταχρήσεις, είτε κολυμπώντας σε αχαρτογράφητα νερά εμπειριών, το μόνο που κάνουμε είναι να προκαλούμε την τύχη μας. Και επειδή το τέλος όλων αυτών των συνοδεύεται από μία προσωπική μετάνοια ή συγνώμη προς τον εαυτό μας και τους άλλους, καλό θα ήταν να βλέπαμε τα πράγματα καθαρότερα και να αντιστρέφαμε τους όρους: δεν υπάρχουν προβλήματα ενάντια σε εμάς, αλλά υπάρχουμε εμείς ενάντια στα προβλήματα. Γιατί εν τέλει, δεν υπάρχουν προβλήματα, αλλά δεξαμενές καταστάσεων από τις οποίεςεπιλέγουμε και αντλούμεκαι συνθέτουμε συνδυασμούς προοπτικών για να χτίσουμε ό, τι ονομάζουμε «τη ζωή μας». Και εφόσον, όλοι έχουμε μέσα μας ίχνη του απαγορευμένου καρπού «της γνώσης του καλού και του κακού», μπορούμε να ξεχωρίζουμε τη σωστή από τη λάθος επιλογή, πριν ακόμη τη βιώσουμε.
Σχετικές ετικέτες:Δημήτρης ΔακρότσηςΕλλάδαφιλοσοφία
Σχετικά άρθρα