03:23 | 23/9/17
Δύο θαμώνες και ο dj του ιστορικού κλαμπ περιγράφουν τις εμπειρίες τους
Για τη Victoria έχουν ακουστεί αρκετά. Ενίοτε οι ιστορίες αυτές, αγγίζουν τα όρια του αστικού μύθου. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι το ροκ στέκι της Νίκαιας, δημιούργησε και μετέφερε μουσικές τάσεις στην Ελλάδα.Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης
Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος – Victoria Facebook Group
Ήταν το πρώτο ροκάδικο στην Ελλάδα, χρονολογικά, αλλά και μουσικά πρωτοπόρο για την εποχή του. Οι δίσκοι κατέφθαναν από το εξωτερικό για να μπουν στη δισκοθήκη του μαγαζιού, που έκλεισε οριστικά το 1988. Ο προΔύο θαμώνες και ο dj του ιστορικού ροκ κλαμπ θυμούνται εμπειρίες και καταστάσεις στο newsbeast.grφανής λόγος για τον οποίο έβαλε λουκέτο, και γνωρίζουν οι περισσότεροι θαμώνες και μη, είναι ότι ο Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας (ΕΛΑ), τοποθέτησε βόμβα στο μαγαζί. Λίγα λεπτά αργότερα μία ακόμα βόμβα έσκαγε στο 10ο αστυνομικό τμήμα της Νίκαιας.
Η Victoria ξεκίνησε τη διαδρομή της ως ντισκοτέκ το 1969, παίζοντας μεταξύ άλλων soul μουσικές, φιλοξενώντας «καρεκλάδες». Μετεξελίχθηκε σε συνεπές ροκάδικο, χωρίς παρεκκλίσεις από την ευρύτερη ροκ γραμμή.
Ιδιοκτήτης ήταν ο Σούλης Καραγιαννίδης, γνωστός ως Σούλης ο Victorias. Πολλοί από τους θαμώνες τον είχαν από φόβο, καθώς αν γινόταν μια στραβή, έδιωχνε κόσμο από το μαγαζί χωρίς δεύτερη σκέψη. Το πρωί ο Σούλης διατηρούσε πάγκο στη λαϊκή, το βράδυ είχε τα μαγαζιά του. Εκτός από τη Victoria, είναι ιδιοκτήτης έως και σήμερα της ντισκοτέκ Boom-Boom.
Η Victoria ήταν υπόγεια και δεν είχε πόρτα. Εκείνη που έλεγχε όσους έμπαιναν και όσους έβγαιναν, ήταν η Μαρία, η γυναίκα του Σούλη. Αν κάτι δεν της άρεσε, ακολουθούσε συνεννόηση με το Σούλη. Στον επόμενο τόνο, εάν κάποιος δεν ταίριαζε στο κλίμα της Victoria, είχε βρεθεί από τα υπόγεια του μαγαζιού στα ισόγεια της εξόδου στη Νίκαια.
Γυρίζοντας το χρόνο περισσότερα από τριάντα χρόνια πίσω, το newsbeast.gr μίλησε με το Ντίνο Μπούταλη και το Θανάση, δύο από τους πιο πιστούς θαμώνες. Μαζί τους και ο Βασίλης Λεκάκης, ο dj της Victoria. Ο καθένας μιλά για τη Victoria, όπως την έζησε κατά το πέρασμα από την εφηβεία στον ενήλικο βίο.
- Πώς ξεκίνησε το μαγαζί; Δεν ήταν από την αρχή ροκάδικο αν δεν κάνω λάθος…
Ντίνος: Τα πρώτα χρόνια ήταν ένα πιο funky μαγαζί. Έπαιζε κυρίως ντίσκο. Έπαιζε όμως και ροκ, κάποιες ημέρες της εβδομάδας.
Βασίλης: Ο Ντίνος και ο Θανάσης που βλέπεις απέναντί σου, ήταν καθημερινοί πελάτες. Έπιναν το ποτό τους, τον καφέ τους, περίμεναν το κορίτσι και τους φίλους τους. Ήταν το στέκι τους. Όλα εκεί ξεκινούσαν από μία πρόταση: «πάω να ακούσω μουσική». Το rock club Victoria ήταν κέντρο διασκέδασης με ωράριο λειτουργίας από τις 6.30 το απόγευμα έως τις 12 το βράδυ. Το Σάββατο έκλεινε στις δύο. Ανεξάρτητα από το νόμο Παπαθεμελή. Μερικά Σάββατα, το ωράριο τραβούσε έως τις 3.
Ο Ντίνος Μπούταλης
Ντίνος: Το ροκ ήταν και είναι μία κουλτούρα. Τρόπος ζωής. Η funky μουσική ήταν περισσότερο συνδυασμένη με το χορό. Γι’ αυτό και όσους έρχονταν για να ακούσουν funky, τους έλεγαν «ντιράπες» ή «καρεκλάδες». Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να ανέβουν στην πίστα και να κάνουν κάποιες συγκεκριμένες φιγούρες για εντυπωσιασμό. Θυμάμαι τους πέντε κορυφαίους χορευτές της περιοχής όπως ήταν ο Σωτήρης ο Κόκκινος που ήταν «καρεκλάδες». Στην πορεία αυτό έσβησε. Επικράτησε το ροκ.
- Στο επίκεντρο βρισκόταν η μουσική…
Βασίλης: O ιδιοκτήτης έδινε τα λεφτά του στη μουσική. Υπήρχαν στιγμές που το μαγαζί έκανε είσπραξη πενήντα δραχμές και την άλλη μέρα αγόραζε δίσκους εξήντα δραχμών. Έφευγε στην Αγγλία για να ενημερωθεί και να φέρει νέους δίσκους. Τότε η απόκτηση ενός δίσκου έμοιαζε με μύθο. Οι εισαγωγές δίσκων ήταν ελάχιστες και πανάκριβες.
Ο πρώτος dj, o Τάσος, που έπαιζε funk και soul, ήταν εκείνος που είχε την ιδέα να κάνουμε το μαγαζί ροκάδικο. Εγώ ακόμη ήμουν θαμώνας του Victoria. Αρχικά ξεκινήσαμε να παίζουμε ροκ Κυριακή, Πέμπτη και Δευτέρα. Τις υπόλοιπες παίζαμε soul και γίνονταν διαγωνισμοί χορού.
Θανάσης: Κάποιες φορές το Victoria άνοιγε και πρωινά Κυριακής. Και τα Σάββατα έπαιζε περισσότερο metal.
- Πώς κατάφερες να γίνεις από πελάτης, dj;
Βασίλης: Διατηρούσα φιλική σχέση με το αφεντικό και είχα γίνει φίλος με τον προηγούμενο dj, τον Τάσο τον Αρσένη. Ήμουν 17 χρονών, ανήλικος ακόμα και μου άρεσε η μουσική. Γι’ αυτό και πήγαινα εκεί. Ήθελα να ενημερώνομαι για ό,τι καινούργιο κυκλοφορούσε. Η σχέση αυτή εξελίχθηκε στη συνέχεια σε επαγγελματική συνεργασία.
Ο Σούλης ο Victorias με το Βασίλη Λεκάκη
Θανάσης: Eπίσης είχε τα καλύτερα ηχοσυστήματα που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή. Τα BOSE 901.
- Έχω ακούσει ότι το αλκοόλ στη Victoria δεν ήταν πρωταγωνιστής στις πωλήσεις. Ισχύει;
Βασίλης: Έτσι είναι. Το μαγαζί έβγαζε καφέδες. Πουλούσαμε 200 φραπέ την ημέρα. Αυτό ήταν το βασικό ποτό.
Θανάσης: Ο καλύτερος φραπέ!
Βασίλης: Δεν υπήρχε αλκοόλ τότε. Όλοι έπιναν φραπέ. Ο πελάτης ηλικίας 18 και 20 χρονών, δεν είχε λεφτά για αλκοόλ. Ήταν άλλες εποχές τότε. Υπήρχε φτώχεια.
Ντίνος: Φαντάσου ότι οι περισσότεροι πηγαίναμε με τράκα.
- Πώς κατάφερε το Victoria να αποκτήσει φήμη ως ροκάδικο παρά το γεγονός ότι υπήρχαν και ανταγωνιστές όπως ήταν τα Ombre, Renegade, Rainbow, Paranoid;
Nτίνος: Το Victoria δημιούργησε τέτοια μουσική κουλτούρα στη Νίκαια και στον Κορυδαλλό, με αποτέλεσμα πολλοί από εμάς να νοικιάζουμε δωματιάκια – μουσικά στούντιο, για να παίζει ο καθένας με το συγκρότημά του.
Πολλοί ήταν εκείνοι που προσπάθησαν να αντιγράψουν τη Victoria. Δεν τα κατάφεραν όμως γιατί είχε πολύ ενημερωμένη δισκοθήκη. Ήταν αδύνατον να μας ακολουθήσει ένα καινούργιο μαγαζί.
Θανάσης: Η επιδραστικότητα της Victoria ήταν τόσο μεγάλη, σε σημείο που και εμείς είχαμε ένα στούντιο νοικιασμένο και παίζαμε με το δικό μας συγκρότημα. Είχαμε αρρώστια με τη μουσική. Ψαχνόμαστε συνέχεια για καινούργια ακούσματα. Στην αρχή ξεκινήσαμε με πιο ήπια ακούσματα όπως blues και ροκ και στη συνέχεια το προχωρήσαμε στο metal και thrash.
- Εσύ πότε κατέβηκες για πρώτη φορά τα σκαλοπάτια της Victoria;
Θανάσης: H πρώτη μου γνωριμία με το μαγαζί έγινε μία Κυριακή γύρω στο ’82-’83. Ήμουν ακόμα ανήλικος. Γενικά δεν άφηναν τους ανήλικους να μπαίνουν μέσα. Παρόλ’ αυτά με έφερε ένας μεγαλύτερος από τη γειτονιά, ο Γιάννης, ναυτικός, ο οποίος είχε μεγάλη συλλογή από δίσκους και άκουγε πολλή μουσική.
Μπήκα μία, δύο, τρεις φορές, στο τέλος συνήθισαν τη φάτσα μου και άρχισα να πηγαίνω και τα βράδια. Μόλις τελείωνα το σχολείο, πήγαινα στο σπίτι, ψευτοδιάβαζα και άκουγα μουσική. Κατά τις πέντε βρισκόμουν στο Περιβολάκι, στην πλατεία, και πολλές φορές έκανα τράκα, προσπαθώντας να μαζέψω λεφτά για το εισιτήριο, να πάρω το φραπέ μου και να ακούσω μουσική.
- Πόσο έκρυθμη μπορούσε να γίνει η ατμόσφαιρα στο μαγαζί εάν τα πράγματα δεν ήταν «όπως έπρεπε»;
Ντίνος: Έπεφτε εύκολα ξύλο στη Victoria. Αν ερχόταν καμιά παρέα που ήταν άγνωστη στο μαγαζί, μπορούσε να γίνει τσαμπουκάς από τη μία στιγμή στην άλλη.
- Ισχύει πως αν κάποιος ερχόταν ασυνόδευτος έτρωγε πόρτα;
Βασίλης: Τότε δεν υπήρχαν πολλά μαγαζιά για να ακούσει κανείς μουσική. Υπήρχαν οι ντισκοτέκ. Έπαιρνε κάποιος το κορίτσι του, καθώς για να μπει στη ντίσκο έπρεπε να συνοδεύεται. Έτσι γινόταν και σ’ εμάς τα πρώτα χρόνια. Όταν έπαιζε soul η Βικτώρια όλοι οι άντρες έπρεπε να συνοδεύονται. Αργότερα που έγινε ροκάδικο, γίνονταν δεχτοί και οι ασυνόδευτοι.
- Ποιοι μεγάλοι πέρασαν από τη Victoria για να πιουν το ποτό τους;
Βασίλης: Ο Alex Harvey είχε έρθει το 1981 πριν από τη συναυλία του και έκανε δοκιμαστικό στη Victoria με τη μπάντα του. Το 1983 ήρθαν οι Iron Maiden. Ο Bruce Dickinson και ο Andrian Smith, o κιθαρίστας και ο τραγουδιστής. Είχαν κυκλοφορήσει το Number of the Beast και ετοίμαζαν το Powerslave. Είχε αποχωρήσει ο Paul Di' Anno και ήθελαν να κάνουν καινούργιο ξεκίνημα. Χαμός είχε γίνει. Όλα βέβαια γίνονταν με πρωτοβουλίες του Σούλη σε συνεννόηση με τις δισκογραφικές, οι οποίες μας στήριζαν γιατί τους προωθούσαμε τα LP.
Ο Σούλης με τους Iron Maiden στα Καβουράκια στις Τζιτζιφιές το 1981
Το ίδιο βράδυ μάλιστα πήγαμε με το Σούλη και τους Iron Maiden και φάγαμε καραβίδες, στα Καβουράκια στις Τζιτζιφιές. Ήρθαν επίσης οι Uriah Heep, οι Scorpions, οι Saxon, οι Motorhead.
Οι SAXON
Ντίνος: Κάτι τέτοιες στιγμές γέμιζε ασφυκτικά το μαγαζί. Ο ένας καθόταν πάνω στον άλλο και σχηματιζόταν ουρά στο δρόμο. Μιλάμε για συγκροτήματα που έπαιζαν μπροστά σε 40.000 άτομα και παρόλ’ αυτά έρχονταν σε ένα υπόγειο στη Νίκαια.
H άφιξη των Iron Maiden στη Βικτώρια
Βασίλης: Υπάρχουν βέβαια και γνωστοί Έλληνες καλλιτέχνες που ξεπήδησαν από τη Victoria. Ένας από αυτούς είναι και ο Μαχαιρίτσας. Ο Λαυρέντης ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με κοινό στη Victoria. Τότε έπαιξε για πρώτη φορά. Αλλά και ο Ηλίας Ασλάνογλου των Magic de Spell που ήταν επίσης πελάτης. Επίσης, Θοδωρής ο Ρακιντζής ερχόταν στο μαγαζί και μου έλεγε τότε: «Βασίλη, βγάζω καινούργιο δίσκο. Βοήθησε αν μπορείς». Δεν μπορούσα να βοηθήσω, ούτε είχε παίξει ποτέ στη Victoria. Η μουσική του δεν συμβάδιζε με αυτά που έπαιζε το μαγαζί. Ανάμεσα στους πελάτες ήταν ο Γιοκαρίνης και οι Vice Human, πριν ακόμα γίνουν γνωστοί στη metal σκηνή.
- Πώς ήταν ο Σούλης, ο ιδιοκτήτης, σαν άνθρωπος;
Ντίνος: Θυμάμαι μπαίνοντας στο μαγαζί, η πρώτη παρουσία που έβλεπε κανείς ήταν η Μαρία, η γυναίκα του Σούλη, του ιδιοκτήτη. Κρατούσε το ταμείο. Ο Σούλης ήταν αυστηρός. Είχε να κάνει με ένα κοινό κάπως επικίνδυνο και έπρεπε να κρατάει τις ισορροπίες. Δεν άφηνε τις καταστάσεις να ξεφύγουν. Όταν πήγαινε να γίνει η στραβή, άναβε αμέσως τα φώτα. Θυμάμαι ότι έμπαινε η ασφάλεια και συγκεκριμένα ο Βαγγέλης, ένας αστυνομικός από το τμήμα της Νίκαιας. Μεγάλη μορφή. Τον ήξερε όλη η Νίκαια.
Βασίλης: Ο Σούλης ήταν ένας εξαιρετικός επιχειματίας.
- Τι γινόταν στο μαγαζί όταν έμπαινε η αστυνομία;
Βασίλης: Ανάβαμε τα φώτα επιδεικτικά. Για να δείξουμε ότι δεν συνέβαινε τίποτα μέσα στο μαγαζί. Ταυτόχρονα όμως κλείναμε τη μουσική. Σαν να λέγαμε στους αστυνομικούς: «Tι θέλετε; Γιατί ήρθατε;». Την πρώτη φορά που άναψαν τα φώτα ήταν εξοργιστικό για τον κόσμο. Τη δεύτερη τους ήρθε λίγο πιο ομαλά. Την τρίτη φορά έγινε κωμωδία.
O Βασίλης Λεκάκης
Ντίνος: Σκέψου ότι έπαιρναν όλο το μαγαζί στο τμήμα για εξακρίβωση. Ειδικά τις καθημερινές που είχε λιγότερο κόσμο άδειαζε το μαγαζί.
Θανάσης: Από κάποιο σημείο και ύστερα με χαιρετούσαν οι σκοποί στο 10ο αστυνομικό τμήμα της Νίκαιας. Με είχαν μάθει μετά τις πολλές επισκέψεις. Το μαγαζί είχε κακή φήμη γιατί ήταν ένα ροκ μαγαζί. Το μοναδικό στέκι στη Νίκαια που μάζευε όλους αυτούς τους τύπους με τα μακριά μαλλιά, με τα καρφιά. Αυτούς που όλοι τους έδειχναν με το δάχτυλο τεντωμένο στη γειτονιά. Τους «αλήτες». Όλοι οι γονείς ήξεραν τη Victoria. Ήταν το μέρος που «δεν έπρεπε να πάει το παιδί τους». Όταν ήμουν μικρότερος δεν έλεγα στους γονείς που πάω. Μετά ήξεραν. Εκείνοι δεν ήθελαν να πηγαίνω.
- Ποιες ήταν οι επικρατέστερες τάσεις στο ντύσιμο την εποχή εκείνη;
Ντίνος: Υπήρχε η μόδα της εποχής. Φορούσαμε πολύ ριγέ παντελόνια και καρφιά που αγοράζαμε από το Topman και από το Remember στην Πλάκα.
- Πώς ήρθε το λουκέτο για τη Victoria;
Θανάσης: Το μαγαζί έκλεισε μετά την τοποθέτηση βόμβας. Έσκασε μία στη Victoria και ένα τέταρτο αργότερα μία άλλη στο 10ο αστυνομικό τμήμα. Την ευθύνη την είχε αναλάβει ο ΕΛΑ.
Βασίλης: Έχω τη δική μου άποψη ως προς τα αίτια. Εάν διαβάσετε τις εφημερίδες της εποχής εκείνης, εξελισσόταν ένα μείζον πολιτικό θέμα. Κεντρικός τίτλος σε όλες τις εφημερίδες ήταν η παιδεία. Οι εκπαιδευτικοί απεργούσαν επί πολλές ημέρες παραμονή των εξετάσεων. Με μία βόμβα στο 10ο και άλλη μία στη Victoria, αμέσως κατάφεραν να αποσπάσουν την προσοχή του κόσμου. Επέλεξαν τη Victoria ως στόχο, γιατί την ήξεραν οι πάντες. Και στη συνέχεια είπαν ότι έφταιγαν τα ναρκωτικά.
Η πρόβα του Alex Harvey
- Ναρκωτικά δεν υπήρχαν στη Victoria;
Βασίλης: Παντού υπήρχαν ναρκωτικά. Διακίνηση όμως δεν γινόταν ποτέ στο μαγαζί. Μπορεί να είχε κάποιος θαμώνας πάνω του, αλλά σε αυτό δεν εμπλεκόταν η Victoria. Όταν τους πιάναμε, τους διώχναμε.
Ντίνος: Πάντως ο πιο βασικός λόγος για να διώξει κάποιον ο Σούλης από το μαγαζί, ήταν εάν δεν σεβόταν το χώρο και τους άλλους. Εάν για παράδειγμα κάποιος έσπαγε έστω και ένα ποτήρι, θα έτρωγε ξύλο απ’ όλο το μαγαζί. Είχαν συμβεί τέτοιες καταστάσεις.
Βασίλης: Όταν κάποιος είναι 18-20 χρονών, όπως η πλειονότητα του κοινού, ο καβγάς μπορεί να ξέσπαγε για ασήμαντη αφορμή.
Oι Scorpions
- Στους αγώνες του Ολυμπιακού τι συνέβαινε;
Ντίνος: Σπάνια έπεφτε ξύλο για ποδοσφαιρικά. Το 90% μέσα στη Victoria ήταν Ολυμπιακοί. Υπήρχαν επίσης ΑΕΚτζήδες ή Παναθηναϊκοί της περιοχής, αλλά ήταν όλοι φίλοι μεταξύ τους. Το πρόβλημα μπορεί να ξεκινούσε εάν έρχονταν οργανωμένοι από άλλες περιοχές.
- Ποιες ήταν οι πιο χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες του μαγαζιού;
Θανάσης: Ο Αχιλλέας ο Ozzy, ο Γιάννης ο Κουτρουμάνος, ο Motorhead. Όλοι είχαν παρατσούκλια.
Ντίνος: Εμένα με φώναζαν Θορ. Δεν ξέρω πώς βγήκε. Νομίζω όμως ότι κάποια στιγμή που πήγαμε να φτιάξουμε ένα γκρουπ, είχα προτείνει αυτό το όνομα και έμεινε να με φωνάζουν όλοι έτσι.
Θανάσης: Εγώ ήμουν ο Θανάσης ο Priest γιατί μου άρεσαν οι Judas Priest.
Διακρίνεται η πλάτη του Lemmy Kilmister με το τζιν πουκάμισο
- Η Victoria όμως έφερνε και δίσκους συγκροτημάτων σε πανελλήνια πρώτη…
Ντίνος: Έτσι είναι. Θυμάμαι πως όταν άκουσα Metallica στη Victoria, ήταν η πρώτη φορά. Είχα πάθει σοκ. Αυτό ήταν το πρώτο thrash που ακούσαμε. Όλοι θέλαμε να μάθουμε τι ήταν αυτό που έπαιζε.
- Όταν έκλεισε πώς ένιωσες;
Θανάσης: Είχα ήδη φύγει φαντάρος όταν έκλεισε η Victoria. Το έμαθα, λυπήθηκα, αλλά όταν γύρισα είχε αλλάξει η καθημερινότητά μου. Πλέον σταμάτησα να ανεβαίνω στις 6.30 στο Περιβολάκι για να πάω αμέσως μετά στη Victoria.
Ντίνος: Όταν έκλεισε ήταν σοκ για εμάς. Ταυτόχρονα όμως φοβηθήκαμε πολύ όταν μάθαμε ότι βρίσκεται τρομοκρατική οργάνωση πίσω από το χτύπημα. Και κάπου μαζευτήκαμε. Μεγαλώσαμε μέσα εκεί. Και η Victoria συμβάδιζε με μία συγκεκριμένη φάση ζωής. Μετά το στρατό τα πράγματα άλλαξαν. Είχε κοπεί το μαλλί, είχα μία κοπέλα που δεν είχε σχέση με όλο αυτό… Αλλάζαμε ρότα.
πηγή
Δείτε όλα τα θέματα του Weekend
Σχετικά άρθρα