19:48 | 6/9/17
Οι τράπεζες δεν πέτυχαν τους στόχους μείωσης των επισφαλειών για δεύτερο δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο
Υψηλό παραμένει το ποσοστό των κόκκινων δανείων παρά τις προσπάθειες των τραπεζών για ρυθμίσεις. Σύμφωνα με τη νέα έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος , οι τράπεζες δεν πέτυχαν τουςστόχους μείωσης των επισφαλειών για δεύτερο δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο . Το μόνο ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ο περιορισμός λόγω διαγραφών του συνόλου των δανειακών ανοιγμάτων.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τους επιχειρησιακούς στόχους Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ), με στοιχεία Ιουνίου 2017, το ύψος τους μειώθηκε κατά 2,0% και 3,2% συγκριτικά με το τέλος του Μαρτίου 2017 και του Δεκεμβρίου 2016 αντίστοιχα, αγγίζοντας τα 102,9 δισεκ. ευρώ ή το 44,9% των συνολικών ανοιγμάτων.
Ετσι, σε σχέση με το Μάρτιο του 2016, όπου τα ΜΕΑ έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο, παρατηρείται μείωση κατά 5,2% ή 5,7 δισεκ. ευρώ. Βέβαια η επίδοση αυτήν ήταν αποτέλεσμα των αυξημένων διαγραφών και όχι οργανικών επιδόσεων των τραπεζών μέσω των εργαλείων αναδιάρθρωσης που εφαρμόζουν.
Συνολικά, το πρώτο εξάμηνο του 2017, οι τράπεζες κατάφεραν να επιτύχουν τους στόχους που είχαν θέσει για τη μείωση των ΜΕΑ.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιουνίου του 2017, τα ΜΕΑ αγγίζουν τα 101,84 δισεκ. ευρώ ή 1,6 δισεκ. ευρώ χαμηλότερα από το ποσό - στόχο.
Εντούτοις, έχασαν για δεύτερη συνεχόμενη περίοδο το στόχο για τα ΜΕΔ, τα οποία έφτασαν τα 72,8 δισεκ. ευρώ ή περίπου 0,4 δισεκ. ευρώ υψηλότερα από το στόχο.
Ο δείκτης ΜΕΑ βρίσκεται στο 50,6%, υψηλότερα από την πρόβλεψη του 50% για το εν λόγω τρίμηνο, ενώ ο δείκτης ΜΕΔ στο 36,1% συγκριτικά με την πρόβλεψη του 35,0%.
Ταυτόχρονα ,σύμφωνα πάντα με την Τράπεζα της Ελλάδος, παρά την επίτευξη του στόχου για τη μείωση των ΜΕΑ, ο μειωμένος όγκος συνολικών δανείων συνέβαλε στα υψηλότερα των προβλεπομένων επίπεδα για το δείκτη ΜΕΑ.
Και σε αυτή την περίοδο μεγαλύτερες αποκλίσεις παρατηρούνται στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο, ενώ σχετικά καλύτερη εικόνα εμφανίζει το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο.
Συγκεκριμένα:
Στα στεγαστικά δάνεια ο δείκτης ΜΕΑ έφτασε το 42,8% έναντι στόχου 41,2% και ο δείκτης ΜΕΔ στο 32,5% έναντι στόχου 30,8%.
Στα καταναλωτικά δάνεια ο δείκτης ΜΕΑ έφτασε το 62,4% έναντι στόχου 60,8% και ο δείκτης ΜΕΔ στο 49,9% έναντι στόχου 49,4%.
Στην επιχειρηματική πίστη ο δείκτης ΜΕΑ έφτασε το 52,7% έναντι στόχου 52,8% και ο δείκτης ΜΕΔ στο 35,5% έναντι στόχου 34,6%.
Το δεύτερο τρίμηνο του 2017, οι εισπράξεις από ΜΕΑ προς το υπόλοιπο των ΜΕΑ (στόχος 3) κινήθηκαν περίπου στα ίδια επίπεδα με το στόχο που είχε τεθεί (0,79% έναντι του στόχου 0,84%), βελτιώθηκαν όμως σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο (0,79% έναντι 0,74%).
Οι επιδόσεις για τους υπόλοιπους στόχους, με βάση τα στοιχεία του Ιουνίου του 2017, ήταν χειρότερες σε σχέση με τους στόχους που είχαν τεθεί για την περίοδο.
Ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης (default rate) παρέμεινε σε επίπεδα άνω του 2%, ξεπερνώντας το ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate) και καθιστώντας τις εκτεταμένες διαγραφές δανείων το σημαντικότερο μέσο μείωσης των ΜΕΑ.
Οι διαγραφές δανείων ανήλθαν σε €1,9 δισεκ. για το δεύτερο τρίμηνο, αγγίζοντας τα €3,3 δισεκ. για το πρώτο μισό του έτους.
Οι σημαντικότερες εισροές ΜΕΑ για το δεύτερο τρίμηνο παρατηρήθηκαν στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο, αλλά αντισταθμίστηκαν από τον υψηλό ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων στο εν λόγω χαρτοφυλάκιο. Η μείωση των ΜΕΑ που προήλθε από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις ήταν περιορισμένη.
Όπως προαναφέρθηκε, τον κυριότερο παράγοντα μείωσης αποτέλεσαν οι διαγραφές, ιδιαίτερα στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο.
Αξιοσημείωτο είναι το ποσοστό των ΜΕΑ που τελεί σε καθεστώς αίτησης για υπαγωγή σε νομική προστασία. Στο σύνολο των χαρτοφυλακίων το 15% των ΜΕΑ τελεί υπό καθεστώς αίτησης για υπαγωγή σε νομική προστασία, ενώ στο στεγαστικό το ποσοστό ξεπερνά το 30%.
Σταθερά καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 25,0%) και στα ναυτιλιακά δάνεια (δείκτης ΜΕΑ: 36,8%).
Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί περαιτέρω, αγγίζοντας το 48,3% τον Ιούνιο του 2017, από 49,1% το Μάρτιο, κυρίως λόγω των εκτεταμένων διαγραφών της περιόδου.
Εφόσον συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των ΜΕΑ που επιτυγχάνεται είναι σχεδόν πλήρης.
Να σημειωθεί ότι οι τράπεζες έθεσαν ως στόχο τη μείωση του υπολοίπου των ΜΕΑ κατά 38% για την περίοδο Ιουνίου 2016 – Δεκεμβρίου 2019, διαμορφώνοντας το αναμενόμενο υπόλοιπο των ΜΕΑ στα 66,7 δισεκ. ευρώ στο τέλος του 2019. Τραπεζικοί παράγοντε εκτιμούν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης θα επιτευχθεί κατά τα δύο τελευταία έτη, το 2018 και το 2019.
Η μείωση εκτιμάται ότι θα προέλθει κυρίως από τις επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων (δηλαδή την αποκατάσταση της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων που βρίσκονται επί του παρόντος σε καθυστέρηση), από διαγραφές δανείων, καθώς και, σε μικρότερο βαθμό, από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων, εισπράξεις και μεταβιβάσεις δανείων.
Συμπερασματικά εκτιμάται ότι στο τέλος του 2019 ο δείκτης ΜΕΑ θα υποχωρήσει στο 33,9%.
πηγή
Σχετικές ετικέτες:ελληνικές τράπεζεςΚόκκινα δάνειαΟικονομίαΤράπεζα Ελλάδοςτράπεζες
Σχετικά άρθρα