17:21 | 19/11/17
Το κείμενο του Κώστα Λαλιώτη με τίτλο "19+1: ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ ΜΙΑΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ. Το ΠΑΖΛ ΜΙΑΣ ΓΕΝΙΑΣ", αποτελεί ένα σπουδαίο ιστορικό ντοκουμέντο
Ο Κώστας Λαλιώτης γράφει για όσα συνέβησαν τις μέρες που σημάδεψαν ανεξίτηλα τη σύγχρονη ιστορία της χώρας μας.Στο κείμενο του ο Κώστας Λαλιώτης καταθέτει με ψυχραιμία τη δική του μαρτυρία για τις μέρες του Πολυτεχνείου.
Το κείμενο του Κώστα Λαλιώτη με τίτλο «19+1: ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ ΜΙΑΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ. Το ΠΑΖΛ ΜΙΑΣ ΓΕΝΙΑΣ» έχει γραφτεί τον Σεπτέμβριο του 1993. Έχει συμπεριληφθεί στη συλλογική έκδοση ενός βιβλίου με τίτλο «19+1. Εκ των Υστέρων».
Το 2005 το Βιβλίο με τίτλο «19+1. Εκ των Υστέρων» ενσωματώθηκε μαζί με σπάνιο φωτογραφικό υλικό, προκηρύξεις, ντοκουμέντα και ιστορικές καταγραφές μαζί με πολλά συμπληρωματικά κείμενα – μαρτυρίες πολλών «Ελεύθερων Πολιορκημένων» του Πολυτεχνείου σε ένα ενιαίο ιστορικό και ανεπανάληπτο συλλογικό Βιβλίο με τίτλο: «Το Πολυτεχνείο ΖΕΙ; 30 + 1. Όνειρα – Μύθοι – Αλήθειες».
Ακολουθεί το κείμενο:
Ναι, 19+1 χρόνια μετά, μαζί με τα Υστερόγραφά τους, γιατί μαζί με τις λέξεις, τα πρόσωπα, τις ιδέες, την πολιτική και τα αισθήματα υπάρχουν και οι αριθμοί, που χρονομετρούν τη ζωή μας σε χρόνια, σε ώρες, σε στιγμές.Γιατί οι συμβολισμοί ορισμένων αριθμών έχουν μια ανεξήγητη δύναμη, μια μυστηριακή έλξη. 19+1=20, ή 17+2+1=20, ή 10+10=20, ή…, ή…, ή τόσοι πολλοί και άλλοι συνδυασμοί.
Ο κάθε άνθρωπος έχει το δικό του συνδυασμό, το δικό του κλειδάριθμο για να ανοίγει τη ζωή του, για να φορτίσει την ψυχή του, το νου του και την καρδιά του.
Έχει το δικό του κλειδί και αντικλείδι για να ανοίξει ένα παράθυρο στη μνήμη του, για να ζωντανέψει με λίγο οξυγόνο το παρελθόν του. Φαίνεται ότι στη ζωή των ανθρώπων και στο διάβα της ιστορίας ο χρόνος έχει ρωγμές, ρωγμές που δεν κλείνουν ποτέ.
19+1 χρόνια μετά. Ναι, σε έναν απολογισμό ζωής μέσα σε από μια οριακή στιγμή, σε μια νοερή διαδρομή είκοσι χρόνων, μετά από μια χαρακιά, μετά από ένα ανεξίτηλο σημάδι βαμμένο με αίμα. Ναι, σε μια «Εκ των υστέρων» απόπειρα, σε μια «Εκ βαθέων» εξομολόγηση, για να εξοφληθούν κάποιοι ανεξόφλητοι λογαριασμοί με τη μαγική και συναρπαστική περιπέτεια μιας «γενιάς», με την τοιχογραφία και τη ματωμένη υποθήκη μιας εποχής, με την αγιογραφία ενός Μύθου.
19+1 χρόνια μετά. Ναι, σε μια αφετηρία ανάμνησης, αναγνώρισης και απότισης φόρου τιμής για όλους εκείνους που περιφέρουν με καρτερία και περηφάνια τα φανερά και τα αθέατα τραύματα μιας εποχής, για όλους εκείνους που έφυγαν νωρίς. Για όλους εκείνους που δεν είναι πια μαζί μας σ’ αυτό τον απολογισμό ζωής, αλλά στα πρόσωπά τους καθρεφτίζονται πια οι «μάταιες επιδόσεις» μας σε ένα «μάταιο κόσμο». Στο προσκλητήριο μιας «γενιάς», εκείνοι που μας αποχαιρέτησαν νωρίς, με τις σιωπές και τις μαρτυρίες της απουσίας τους, σίγουρα μας κάνουν φτωχότερους.
Β. Μια αφαίρεση… 1993-19+1 = 1973
19+1 χρόνια πριν, σε αυτή τη ρωγμή του χρόνου, μέσα σε τρεις μέρες του Νοέμβρη, τρεις μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα και τον κόσμο, μια ολόκληρη «γενιά» συμπύκνωσε το ορόσημο και το μήνυμα των αγώνων της. Πήρε τη σκυτάλη και σήκωσε τη σημαία στα χέρια της, αφήνοντας για πάντα το αποτύπωμά της, την υπογραφή της στην Ιστορία.Το ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ήταν και είναι το συλλογικό και το άφθαρτο Βίωμα μιας «γενιάς», που κάλυψε το συλλογικό «απωθημένο» και το «ενοχικό κενό» μιας συμβιβασμένης και μιας «απούσας» κοινωνίας. Θα ήταν άδικο όμως αν δεν επισημαίναμε με έμφαση τις παρήγορες εκλάμψεις του Ελληνικού Λαού στις κηδείες του Γ.Παπανδρέου και του Γ.Σεφέρη, στην παρουσία μιας αγωνιστικής πρωτοπορίας στην αντίσταση, στις φυλακές και στην εξορία, όπως και στην κατάληψη της Νομικής.
Το «ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ» έχει δύο ιστορικές εγγραφές. Υπάρχει ως μια πραγματικότητα «αυτή καθαυτή», υπάρχει και ως Μύθος.
Το ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ως πραγματικότητα, ως ΓΕΓΟΝΟΣ, ως ΣΥΜΒΟΛΟ, ως ΜΗΝΥΜΑ, αν και έδωσε πρόσωπο στα οράματα και στις ευαισθησίες, στις συναισθηματικές δονήσεις και στα σκιρτήματα των Νέων και των «αγνών» ανθρώπων, δυστυχώς γρήγορα άρχισε να ξεθωριάζει και να ξεφτίζει, γιατί «υπονομεύτηκε» από μέσα, γιατί «αλώθηκε» από έξω.
Το ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ως ΜΥΘΟΣ γεννήθηκε και θέριεψε από τη συνολική ανάγκη της Ελληνικής κοινωνίας και των πολιτικών φορέων. Η μυθοπλασία κάλυψε τα κενά, τις ενοχές, τις τύψεις και τους συμβιβασμούς των «τιποτοφρόνων», των «απόντων» και των «συναλλακτικών», όλων αυτών που ζητούσαν μια κολυμπήθρα του Σιλωάμ για να ξεπλυθούν.
Κάλυψε επίσης τα κόμματα, τις οργανώσεις, τις γκρούπες, τους «Μικρούς και τους Μεγάλους Αρχηγούς», όπως και τους «Μικρούς Ήρωες», που όλοι ήθελαν ένα φωτοστέφανο για τη Μεταπολίτευση.
Δυστυχώς, με τη μικρή και τη μεγάλη ευθύνη όλων μας, ο ΜΥΘΟΣ εκτόπισε την ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.
Ο ΜΥΘΟΣ έγινε ισχυρός και ακατανίκητος, γιατί συμπορεύτηκαν και πολλές φορές ταυτίστηκαν «οι μεν της καταστάσεως» με τις γήινες ανάγκες τους και τις σκοπιμότητές τους και «οι δε της αντιστάσεως» με τις ματαιοδοξίες και τις φιλοδοξίες τους.
Δυστυχώς, από την ώρα που οι «μισές αλήθειες» κυριάρχησαν οι «μεγάλες αλήθειες» δεν άντεξαν. Έκαναν μια βαθιά υπόκλιση προς την Ιστορία και χάθηκαν σαν τις νεράιδες του παραμυθιού. Η αυλαία έκλεισε, αφήνοντας πίσω της ψευδαισθήσεις και αυταπάτες. Σήμερα, 19+1 χρόνια μετά, ψάχνουμε και ξαναψάχνουμε τις Μεγάλες Αλήθειες. Πολύ φοβάμαι όμως ότι θα ανακαλύψουμε, για μια ακόμη φορά, αν όχι τον ίδιο το Μύθο του Σίσυφου, ίσως κάποιες παραλλαγές του.
Γ. Μια πρόσθεση… 1973+19+1 = 1993
Είκοσι χρόνια πριν, από την ημέρα που η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μετεξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση και δεκαέξι χρόνια πριν από το γκρέμισμα του τείχους στο Βερολίνο και από την κατάρρευση του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης», εδώ στην Ελλάδα, σε μια ρωγμή του χρόνου, έλαμψε το πρόσωπο και ο λόγος μιας «γενιάς».Η «γενιά» του Πολυτεχνείου ήταν και θαρρώ ότι παραμένει εικονοκλαστική, απελευθερωτική και χειραφετημένη. Με τις ουτοπίες και το ριζοσπαστισμό της δεν αμφισβήτησε μόνο τα πάντα, αλλά επαγγέλθηκε και πολλά.
Πίστεψε στον εαυτό της και στη «σκιά» της, αλλά αγωνίστηκε στο όνομα όλων, ή μάλλον «έσωσε» τη χαμένη τιμή πολλών.
Αμφισβήτησε αλλά σεβάστηκε τις προηγούμενες γενιές της Εθνικής Αντίστασης και του 114.
Σηματοδότησε αλλά και «καταπίεσε» τις επόμενες γενιές. Ήταν και είναι μια «γενιά σύνορο», που ορισμένες φορές έμεινε στη μέση του δρόμου, αδύναμη να προχωρήσει σε μεγάλες υπερβάσεις.
Ένα μεγάλο ρεύμα από αυτή τη «γενιά» είχε την «τύχη μαζί και την ατυχία» να πιστέψει στις μεγάλες αφηγήσεις της Ιστορίας και της πολιτικής. Να ατονήσει την κριτική της σκέψη και να ακρωτηριάσει τις αισθήσεις της. Να συνδέσει ή και να αφιερώσει ένα κομμάτι από τη ζωή της σε χίμαιρες, σε στείρα δόγματα και σε μανιχαϊσμούς, να δικαιολογήσει βαρβαρότητες.
Παρ’ όλα αυτά πολλοί από αυτή τη «γενιά» μπορεί να έχασαν την πυξίδα τους, δεν έχασαν όμως ποτέ την ψυχή τους.
Γι’ αυτό μπορεί να ενώσουν με το νήμα της ζωής το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους. Καλύτερα όμως «αθώοι εν πλήρει συγχύσει» και ιχνηλάτες ανεμοδαρμένοι παρά «κουρδισμένα ανθρωπάκια», ένας φίλος μου από τους πρωταγωνιστές της εξέγερσης.
Η «γενιά του Πολυτεχνείου» γεννήθηκε σε μια ρωγμή του χρόνου και είναι μια γενιά-σύνορο ανάμεσα σε δύο ιστορικούς κύκλους.
Ανάμεσα στον Μεταπολεμικό – Μετεμφυλιακό κύκλο, που έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα με τη γέννησή της, και στον Μεταπολιτευτικό κύκλο, που άρχισε να σκιαγραφείται πάλι με τη γέννησή της, με την πτώση της Χούντας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, καθώς και με το στίγμα μιας τραγωδίας για τον Ελληνισμό, μιας προδοσίας με χαίνουσα πληγή στην Κύπρο με την εισβολή των Τούρκων και την κατοχή του βορείου τμήματος του νησιού.
Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, στους πιο πολλούς -αν όχι σε όλους- υπάρχει ακόμη αναμμένη μια σπίθα, μια φλόγα. Θέλουμε να πιστεύουμε, αρκεί και να το αποδείξουμε, ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί και περπατάμε στο σκοινί μοναχικοί, αλλά όχι μόνοι.
Νιώθουμε ότι είμαστε μαζί, αλλά ευτυχώς δεν είμαστε ίδιοι. Νιώθουμε ότι είμαστε τόσο κοντά, αλλά και τόσο μακριά, τόσο γνώριμοι, αλλά και τόσο άγνωστοι, τόσο ταυτισμένοι αλλά ευτυχώς και τόσο διαφορετικοί.
Σήμερα νιώθουμε αντίστοιχα αισθήματα είτε έχουμε πορευτεί σε ίδιους και σε συγκλίνοντες δρόμους είτε έχουμε κινηθεί σε ασύμβατες τροχιές.
Ίσως όμως να ισχύει για τον καθένα μας ή και για όλους μας η προφητεία του στίχου: «… Δρόμοι παλιοί, που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα…». Σήμερα αυτός ο στίχος φανερώνει την ερωτική και ίσως την αμφιθυμική σχέση μας με εκείνη την εποχή.
Σήμερα για τον καθένα μας και για όλους μας σημασία έχουν πια όχι μόνο οι λαβύρινθοι του παρελθόντος, αλλά τα σταυροδρόμια του παρόντος και κυρίως οι δρόμοι, οι τροχιές του μέλλοντός μας.
Μπροστά μας βλέπουμε τις προκλήσεις και τη γραμμή των οριζόντων και πρέπει πια να αποφασίσουμε «… με ποιούς θα πάμε και ποιούς θ’ αφήσουμε …». Οι αφηρημένες ιαχές και τα «δοξαστικά» για τη «γενιά» του Πολυτεχνείου ή για τους «Σαραντάρηδες» δεν ωφελούν και δεν πείθουν, έστω και αν εξυπηρετούν εμφανείς σκοπιμότητες.
Και τούτο γιατί οι αναφορές σε ένα «ένδοξο» παρελθόν δεν εξαγνίζουν και δεν ωραιοποιούν το παρόν, πολύ περισσότερο δεν προδικάζουν το μέλλον μας.
Η «γενιά» μας μπορεί να σηματοδότησε μια ολόκληρη εποχή, αλλά δεν είχε και δεν έχει «γενάρχες». Όλοι οι «επώνυμοι» εκπρόσωποί της, όπως και οι χιλιάδες άλλοι με την «άγνωστη» επωνυμία τους (γιατί κανένας δεν είναι ανώνυμος), είχαν τις δικές τους διαδρομές, τις δικές τους μικρές ή μεγάλες ιστορίες.
Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο στο ψηφιδωτό, στη Μεγάλη Τοιχογραφία της «γενιάς» μας, δεν υπάρχει κανένας αποκλειστικός «Ιδιοκτήτης», κανένας «Νονός», κανένας «Μεταπράτης» των γεγονότων, των συμβόλων, των ιδεών, των μηνυμάτων αυτής της εξέγερσης.
Μπορεί να υπάρχει ένας ομφάλιος λώρος, ένα συνεκτικός ιστός για τους νέους ανθρώπους, οι οποίοι έζησαν έντονα τις συγκινήσεις μιας εποχής, μπορεί να υπάρχουν ορισμένα αόρατα νήματα μιας αναγνώρισης και ίσως μιας ηθικής αλληλεγγύης.
Πιστεύω ότι, όπως όλες οι Γενιές, έτσι και η δική μας έχει πολλαπλές εκφράσεις, πολλαπλές πρωτοπορίες, πολλαπλά πρόσωπα. Γι’ αυτό είναι ολέθριο λάθος μια «γενιά» να σηματοδοτεί και να σηματοδοτείται μόνο από τους «επώνυμους» του πολιτικού προσκήνιου των Κομμάτων, των Κινημάτων και των Μέσων Επικοινωνίας.
Για να αποτιμηθεί η παρουσία, η ταυτότητα και η συμβολή μιας «γενιάς», πρέπει να βρούμε τις εκφράσεις, το λόγο και το πρόσωπό της στην τέχνη, στην επιστήμη, στο Κράτος, στους θεσμούς, στις επιχειρήσεις, στην εκπαίδευση, στον πολιτισμό, στην πολιτική, στην κοινωνία.
Μια γενιά εγγράφεται ως κοινωνική και πολιτισμική πολύμορφη δύναμη μόνο μέσα από την ταύτισή της με μια εποχή, με το συλλογικό πάθος μιας «οριακής και μόνο στιγμής».
Αμέσως μετά κάθε γενιά γίνεται ευτυχώς «κομμάτια και θρύψαλα». Γιατί διακτινίζεται, δικτυώνεται, διασπάται, στροβιλίζεται και μετασχηματίζεται μέσα στην κοινωνία. Γιατί παύει να αναφέρεται σε κοινούς χρόνους, σε κοινούς τόπους και σε κοινά βιώματα, σε κοινές ιδέες και ουτοπίες εφ’ όρου ζωής.
Μέσα όμως σ’ αυτή τη δίνη παραμένουν τα σύμβολα, τα σημεία, οι ρίζες, οι κώδικες, οι παραστάσεις, οι μνήμες και τα αισθήματα των ανθρώπων, που επανέρχονται «φορτωμένοι» πάλι και πάλι από εκεί που πέρασαν, μαζί με όσα έζησαν και οραματίστηκαν.
Αρκεί να βρούμε τον καιρό να αναπολήσουμε τα αυθεντικά γεγονότα, κλείνοντας τα μάτια μας μόνο ένα λεπτό. Αρκεί ένα λεπτό για να αναμετρηθούμε με τις μνήμες και τις ευαισθησίες της νιότης μας …
Δ. «De prοfundis» και «Ζην Επικινδύνως»
19+1 χρόνια μετά καταθέτουμε «de prοfundis» κάποιες ομολογίες. Ψελλίζουμε κάποιες από τις αλήθειες μας, απαλλαγμένες από τις μεταπολιτευτικές κομματικές σκοπιμότητες και τα κατά συνθήκην ψεύδη της εποχής.Προβάλλει ένα ερώτημα, στο οποίο ο καθένας μας δίνει τη δική του και τη διαφορετική απάντησή του.
Άραγε συμμετέχουμε στη συγγραφή ενός ανοιχτού και πολυπρόσωπου ΒΙΒΛΙΟΥ μόνο και μόνο επειδή μας συνδέει ένα κοινό βίωμα, ένας ισχυρός συναισθηματικός δεσμός, μια ευαισθησία, μια νοσταλγία, ένα χρέος για το παρελθόν;
Μήπως επειδή ο καθένας μας πασχίζει να ξεπεράσει τη «μοναξιά» του με την πυρηνική σύντηξη νέων κοινών προβληματισμών, αναζητήσεων και αγωνιών για το μέλλον;
Δηλώνουμε παρών σ’ αυτό το βιβλίο για να αναδείξουμε κάποιες φωτεινές σελίδες, κάποια συγκλονιστικά γεγονότα του παρελθόντος και για να ξαναδώσουμε φως στη σβησμένη πυγολαμπίδα μιας ολόκληρης γενιάς;
Ή για να ανιχνεύσουμε κάποιες υποθετικές και δυνητικές πορείες για το μέλλον και για να προαναγγείλουμε κάποιους κοινούς τόπους, κάποιους κοινούς αστερισμούς;
Μπορούμε όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά να πάρουμε άδεια από τη σημαία είτε για να παρελθοντολογήσουμε είτε για να μελλοντολογήσουμε. Άλλωστε μπορεί να ασκεί πάνω μας καταλυτική επίδραση τόσο η μνήμη του παρελθόντος όσο και η μνήμη του μέλλοντος.
Έχω την εντύπωση ότι οι αυθαίρετες και οι ασύνδετες πορείες μέσα σ’ αυτές τις περιοχές του χρόνου είναι και δύσκολες και επικίνδυνες.
Εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε άγονες διαδρομές και σε ταξίδια χωρίς επιστροφή. Μπορεί να χαθεί κανείς ανάμεσα σε μύθους και ιδεοληψίες, ανάμεσα σε εκλογικεύσεις και απλουστεύσεις, ανάμεσα σε αοριστίες και ανώφελους διδακτισμούς, ανάμεσα σε εσώψυχες και ψυχαναλυτικές αναφορές, ανάμεσα σε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, ανάμεσα σε ιδιοτελείς αφηγήσεις.
Ευτυχώς όμως που ανάμεσα στο παρελθόν, όπου τα πάντα έχουν γίνει και έχουν τελειώσει, και ανάμεσα στο μέλλον, όπου τα πάντα κυοφορούνται και γεννιούνται, ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΟ ΠΑΡΟΝ.
Υπάρχει το παρόν, που μας προσγειώνει και μας ταυτίζει με τη ζωή, με την πραγματικότητα, με τις αλήθειες και τις προκλήσεις του καιρού μας.
Ευτυχώς που υπάρχει το παρόν ως δεδομένος και ευδιάκριτος σταθμός γόνιμων διαδρομών τόσο προς το παρελθόν όσο και προς το μέλλον.
Και τούτο γιατί ο καθένας μας κινείται σε δύο τροχιές. Κρατάει στα χέρια του δύο χαρτιά για το ΠΑΖΛ, για την τοιχογραφία της γενιάς του, ένα γι’ αυτά που έφυγαν και ένα γι’ αυτά που έρχονται.
Είμαι σίγουρος ότι όλοι μας, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, έχουμε να διηγηθούμε πολλά. Τα «αδέσποτά μας χρόνια» ήταν γεμάτα· και δώσαμε και πήραμε, στιγμές με ανεξίτηλα βιώματα, έχουμε μια αίσθηση πληρότητας σαν να έχουμε ζήσει πολλές ζωές.
Ζήσαμε με το «Ζην επικινδύνως» αγκαλιά.
Γνωρίσαμε τη χαρά, τη γοητεία, τη συγκίνηση, τις εμπειρίες του, έξω και πέρα από τις συμβατικές αγκύλες και τις στενάχωρες παρενθέσεις των κανόνων, όπως αυτοί καθορίζονται από τα αμέτρητα ΠΡΕΠΕΙ και ΜΗ της οικογένειας, της κοινωνίας, του Κόμματος και μιας κενής και ανιαρής ζωής.
Τώρα, «μεσήλικες» πια, μπορούμε να θυμόμαστε αυθεντικές παραστάσεις για αγώνες και αγωνίες, για ιδεολογικές αναζητήσεις, πολιτικές αντιπαραθέσεις και κοινωνικές συγκρούσεις, για τυφλούς παραταξιακούς φανατισμούς και ανόητες κομματικές ίντριγκες, για υπογραφές και συνελεύσεις, για χαμένους χρόνους, για χαμένα αισθήματα και χαμένες ευκαιρίες.
Τώρα μπορούμε να κάνουμε φλας μπακ για τα βιβλία, το θέατρο, την ποίηση και τη λογοτεχνία, για την ξένη και την ελληνική μουσική, για τον ξένο και τον ελληνικό κινηματογράφο, τα ΜΜΕ, τα έντυπα και την «τεχνολογία», για τα μυαλά, τα μαλλιά και τα ρούχα, για τη μόρφωση και την επιστήμη, για τα διεθνή γεγονότα και τις διεθνείς εξελίξεις μιας ολόκληρης εποχής.
Τώρα μπορούμε να αναπολούμε με κινηματογραφική ροή φίλους και φίλες, παρέες και σπίτια, στέκια και «γιάφκες», σχολές και σχολεία, γήπεδα και πλατείες, θέατρα, βιβλιοπωλεία και αμφιθέατρα, κινηματογράφους, μπουάτ και «σκυλάδικα», ταβέρνες, συναυλίες και «άσματα επινίκεια», δρόμους και «παράνομο υλικό», κρατήσεις και ανακρίσεις, Ασφάλεια και ΕΑΤ-ΕΣΑ, ΦΕΑ (Φοιτητικές Επιτροπές Αγώνα) και Τοπικούς Συλλόγους, Στρατεύσεις Φοιτητών και την κατάληψη της Νομικής, ημιπαρανομίες και παρανομίες, αφίσες, εφημερίδες και περιοδικά για το ΜΑΗ του ’68, τον Τσε, τον Λούθερ Κινγκ, τον Μίκη, τους Μπιτλς, την Μπαέζ και τον Ντίλαν, για το Βιετνάμ, την Τσεχοσλοβακία, τη Χιλή, την Ταϊλάνδη, την Κίνα.
Τώρα μπορούμε να κάνουμε έναν απολογισμό για τα ξενύχτια και τις τρέλες, τους έρωτες και τους απωθημένους πόθους, τις παρέες και τις εκδρομές, τις ακτές και τις θάλασσες, τις διακοπές και τα ταξίδια στο εξωτερικό, τα πάθη, τις μικροπροδοσίες, τους χωρισμούς και τις φιλίες.
Σε όλες αυτές τις καταγραφές μιας εποχής, σ’ όλες αυτές τις εκφάνσεις της ζωής, η γενιά μας είναι πανταχού παρούσα με το δικό της ήχο, με τη δική της αντήχηση, με το δικό της απόηχο, με το δικό της χρώμα, με το δικό της πρόσωπο, με το δικό της βηματισμό, με τη δική της ευαισθησία, με τη δική της αγωνία και ελπίδα.
* * *
Ε. «… Τα καλύτερα παιδιά κουράστηκαν και γύρισαν στο σπίτι…»
«Κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατον εστί»19+1 χρόνια μετά και πάντα «εκ των υστέρων» ορισμένοι μπορεί να έχουν έτοιμες απαντήσεις. Μπορεί να έχουν λύσεις για όλα τα προβλήματα, με την προϋπόθεση ότι ο καθένας θα βρίσκεται στο «καβούκι» του. Με την προϋπόθεση ότι ο καθένας βλέπει τους άλλους και τον κόσμο μόνο μέσα από τη γυάλα του, όπως τα χρυσόψαρα από το ενυδρείο τους.
Από αυτούς άλλοι έχουν κλειδαμπαρώσει το είναι τους, άλλοι έχουν σβήσει με σφουγγάρι το παρελθόν τους και άλλοι έχουν θάψει ένα κομμάτι από τη ζωή τους. Παριστάνουν τους «ευτυχισμένους», ενώ δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά «χαζοχαρούμενοι», που πυροβολούν συνεχώς τις μνήμες και τις ευαισθησίες της νιότης τους.
Ίσως να είναι και αυτό ένα τίμημα, ένας όρος επιβίωσης μέσα στην οικογένεια, στη δουλειά, στο επάγγελμα, στην πολιτική και στην κοινωνία. Ίσως να κρύβονται. Ίσως να παριστάνουν τους μετανοημένους, χωρίς ποτέ να υπογράφουν την ομολογία τους, χωρίς ποτέ να «αποκηρύσσουν» με μετάνοια ή με άρνηση το παρελθόν.
Μπορεί πολλοί, μέσα στο ιλιγγιώδες κυνήγι της «επιτυχίας» τους, να έχουν «αγριέψει» και έχουν ξεχάσει το νεανικό τους ρομαντισμό, το νόημα και τις αξίες της ζωής. Βεβαίως η επιτυχία και η ευτυχία μπορεί να είναι δικαίωμα και κατάκτηση του ενός, αλλά όχι αυτοσκοπός του. Γιατί για να έχει σημασία και διάρκεια και η επιτυχία και η ευτυχία σου, πρέπει να τη μοιράζεσαι με τους άλλους, να διαχέεται και στους άλλους.
Οι πιο έξυπνοι, και ίσως οι πιο «ευαίσθητοι», διαβλέπουν ότι η άνευ όρων παράδοσή τους στην ιδιώτευση και η υποταγή τους στον κοσμοείδωλο και στο μικρόκοσμο του μικρομεσαίου ονείρου έχει τα όριά της, έχει τα δικά της αδιέξοδα. Μπορεί να εξελιχθούν σε μια διαρκή εξάρτηση, σε μια αλλοτρίωση. Αυτό το ατέλειωτο κυνήγι της ατομικής επιτυχίας και ευτυχίας είναι το «ναρκωτικό» του καταναλωτή και ο «αργός θάνατος» του ανήσυχου και ευαίσθητου πολίτη.
Γι’ αυτό πολλοί από αυτούς, μέσα στην πλήξη της «επιτυχίας» τους, για να μην πνιγούν, ψάχνουν εναγωνίως για κάποιες στιγμές, να αποδράσουν από τις φυλακές τους. Να ξεφύγουν από τις «τύψεις και τις ενοχές» τους. Να νιώσουν και πάλι ή να ξαναγίνουν ελεύθεροι και ανοιχτοί στους άλλους, ίσως για να επικοινωνήσουν και να συνεννοηθούν με τα παιδιά τους και τις νέες γενιές.
Όλοι αυτοί οι «νεκροζώντανοι», οι «εγκλωβισμένοι» στο σπίτι τους και στο εγώ τους, όλοι αυτοί οι «κοκουνιστές» (απ’ το cocooning) δεν είναι χαμένοι. Μπορεί να βρίσκονται μέσα τους οι πιο καλοί και οι απελπισμένοι μιας γενιάς. Αυτοί που επιθυμούν να δραπετεύσουν και περιμένουν ένα σινιάλο, ένα μήνυμα από τους «άλλους», τους απέξω.
Όμως όσο το σινιάλο καθυστερεί, όλοι αυτοί έχουν ένα άλλοθι για την καθήλωσή τους στο φαύλο κύκλο μιας προσμονής, μιας αργόσυρτης φθοράς.
Έτσι έρχεται το βασανιστικό και αναπάντητο μέχρι σήμερα ερώτημα.
Γι’ αυτή την απραξία φταίνε αυτοί που μένουν καθηλωμένοι ή αυτοί που δεν μπορούν να δώσουν το σινιάλο;
Φταίνε αυτοί που αναμένουν παθητικά ένα εγερτήριο μήνυμα ή αυτοί που, ακρωτηριασμένοι και ξέπνοοι πια, δεν μπορούν να τους εμπνεύσουν, να τους συγκινήσουν, για να μπουν όλοι μαζί σε μια τροχιά ανάτασης, δημιουργίας και ελπίδας;
Άλλωστε ας μην ξεχνάμε την πρόβλεψη ενός στίχου, που περιγράφει μια πραγματικότητα: «… Τα καλύτερα παιδιά κουράστηκαν και γύρισαν στο σπίτι…». Όμως κανείς δεν ξέρει πόσο θα κρατήσει η παραμονή σε αυτό τον ενδιάμεσο σταθμό, αυτή η βασανιστική και ιδιότυπη ομηρία των «μέσα» από τους «απέξω» και των «απέξω» από τους «μέσα»· για να ξεπεραστούν τα «χαρακώματα».
Μετά από 19+1 χρόνια, το 1993, σε μια νέα ρωγμή του χρόνου, σε ένα νέο μεταίχμιο της ιστορίας, μπορεί να μας συνδέουν μόνοι οι αναμνήσεις, μόνο «η μνήμη του παρελθόντος»;
Μήπως το 1993 έχει ωριμάσει μια άλλη «οριακή στιγμή» που μας προκαλεί, να βρούμε την τόλμη και τη δύναμη να φανταστούμε και να δημιουργήσουμε τη «μνήμη του μέλλοντος»;
Η «εκρηκτική ύλη» υπάρχει όχι μόνο στη «γενιά» μας αλλά και στις άλλες «γενιές», σε όλη την Ελληνική κοινωνία. Μένει ανοιχτό μόνο το ποιοί, πώς και πότε θα ανάψουν το «φιτίλι», όπως τότε, το 1973, γιατί «κοινή γάρ η τύχη και το μέλλον αόρατον εστί». Ίδωμεν..
ΣΤ. 19+1 ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ
19+1 Υστερόγραφα με ομολογίες, ερωτήματα και συμπεράσματα. Υστερόγραφα «ατάκτως ερριμμένα», χωρίς καμία χρονική σειρά, χωρίς καμία αξιολόγηση και ιεράρχηση.Υ/Γ. 1: Ένα, δύο, τρία… πολλά ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΑ.
Το Πολυτεχνείο δεν ήταν ένα, αλλά χιλιάδες.
Όσοι οι νέοι μιας γενιάς.
Όσα τα λεπτά των τριών ημερών.
Όσες οι ημέρες μιας ολόκληρης επταετίας.
Προέκυψε μέσα από χιλιάδες αλήθειες, χιλιάδες γιατί και πώς, χιλιάδες μικρές ιστορίες και μικρές αφηγήσεις πολλών χιλιάδων ανθρώπων. Προέκυψε από τη φαντασία και την τόλμη των νέων, κυρίως φοιτητών, μαθητών και εργαζομένων, από τη δίψα τους για ζωή, για ελευθερία.
Υ/Γ. 2: Η Μεγάλη Εξέγερση, το ορόσημο, είναι μια δημιουργία.
Μια αρμονική σύνθεση χιλιάδων μικρών γεγονότων. Χιλιάδων πράξεων αντίστασης και απελευθέρωσης, χιλιάδων επαναστάσεων με επαναστάτες με αιτία και χωρίς αιτία, όπου το καθετί έχει τους δημιουργούς του και τους πρωταγωνιστές του.
Υ/Γ. 3: Το Πολυτεχνείο δεν έγινε από το ίδιο ύφασμα, δεν είχε ποτέ το ίδιο χρώμα.
Δεν σφύριζαν ποτέ όλοι μαζί την ίδια στιγμή τον ίδιο σκοπό και δε φώναζαν το ίδιο σύνθημα. Εκτός από μία και μόνο στιγμή, την ύστατη στιγμή.
Το Πολυτεχνείο έμοιαζε και κυρίως ήταν μια «πολύχρωμη κουρελού», που όλοι είχαν το δικαίωμα και την υποχρέωση να βάζουν και έβαζαν ένα κομμάτι διαφορετικό ύφασμα και όλοι ύφαιναν μαζί τον ιστό μιας γενιάς.
Υ/Γ. 4: Ένα είναι σίγουρο και αναμφισβήτητο γεγονός, ότι το Πολυτεχνείο δεν έγινε από «κατοικίδιους», από εκπροσώπους του τίποτα, από αντικειμενικούς παρατηρητές και δογματικούς αναλυτές.
Η εξέγερση δεν έγινε από πανταχού απόντες. Δεν έγινε από αφυδατωμένους και φυγόμαχους, από καιροσκόπους και χαμαιλέοντες.
Όλοι αυτοί δεν κυκλοφορούσαν τότε στους δρόμους, γιατί όλα «… τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά …».
Υ/Γ. 5: Οι παρόντες, οι δημιουργοί, οι εμψυχωτές και οι ψυχικά συμμετέχοντες ήταν όλοι αυτοί που ένιωθαν πυρπολημένοι.
Όλοι αυτοί που πίστευαν ότι τα πολτοποιημένα και τα λεηλατημένα όνειρα από τη Δικτατορία, τους Αμερικανούς και τους νατοϊκούς Συμμάχους έπρεπε να λάβουν «εκδίκηση».
Όλοι αυτοί που θεωρούσαν και θεωρούν την Ελευθερία, τη Δημοκρατία, την Ανεξαρτησία, την Κοινωνική Δικαιοσύνη και την Αλληλεγγύη υπέρτατες και ζωτικές αξίες.
Όλοι αυτοί που θεώρησαν και θεωρούν τη λαϊκή κυριαρχία και τον αυτοπροσδιορισμό ενός λαού ως αναφαίρετο δικαίωμά του, τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά ως υποχρέωσή τους και την πολιτική ενασχόλησή τους ως ολοκλήρωση του ανθρώπου.
Τότε όλες αυτές οι λέξεις είχαν αντίκρισμα αλήθειας και ζωής. Πάντα μέσα σ’ αυτές τις αντίξοες συνθήκες αυτές οι λέξεις προϋποθέτουν μεγαλείο και γενναιότητα ψυχής. Σε ωθούν να αγωνίζεσαι και ίσως κάποτε να πεθαίνεις για τον ΑΛΛΟΝ και για τους ΑΛΛΟΥΣ, προτάσσοντας το ΕΜΕΙΣ από το ΕΓΩ.
Υ/Γ. 6: Ορισμένοι, και μάλιστα «επώνυμοι», έχουν αρχίσει τα τελευταία χρόνια μια περίεργη περιπλάνηση. Ψάχνουν τα τελευταία χρόνια για τις «Μαύρες Τρύπες» της Ιστορίας και της γενιάς μας.
Αναρωτιέμαι μήπως πρέπει, πριν αρχίσουν κάποιοι να αραδιάζουν «μαύρες τρύπες» του μυαλού και της ψυχής τους, να γίνει λεπτό προς λεπτό η περιγραφή της «φάσης». Να ολοκληρωθούν όλες οι αναλύσεις και οι περιγραφές, από το Α μέχρι το Ω της κατάληψης του Πολυτεχνείου.
Ποιά ήταν η σπίθα, πώς, πότε και ποιοί άναψαν τη φωτιά. Ποιοί και γιατί πήραμε την ευθύνη.
Εν ονόματι ποιών ανθρώπων και ποιών δημοκρατικών διαδικασιών. Εν ονόματι ποιών στόχων, ποιών αξιών και ποιών ιδανικών.
Υ/Γ. 7: Αναρωτιέμαι μήπως ήρθε η ώρα να συζητηθούν ανοιχτά «εν δήμω» τα «εν οίκω» μιας εξέγερσης.
Για να γίνω πιο σαφής: Ποιές ήταν οι θέσεις, οι προτάσεις και οι πρωτοβουλίες των Κομμάτων, των Πολιτικών Οργανώσεων, των Παρατάξεων και των στελεχών τους;
Ποιοί θεωρούσαν τότε το Πολυτεχνείο μια «στημένη προβοκάτσια».
Ακόμα πώς και γιατί, ενώ μιλούσαν για «προβοκάτσια», αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση καμάρωναν σαν «παγώνια» μέσα στις πλουμιστές φορεσιές του ΜΥΘΟΥ τους για το Πολυτεχνείο, διεκδικώντας ακόμα και το μονοπώλιο της κατάληψης;
Όλοι θυμούνται ένα στίχο με πολύ πικρό χιούμορ: «Κάποιος αόμματος είναι στην κορυφή του Κόμματος …».
Υ/Γ. 8: Επίσης πότε θα συζητήσουμε νηφάλια τι θα είχε γίνει εάν είχε πετύχει το παιχνίδι του Παπαδόπουλου και του Μαρκεζίνη, με τις «δημοκρατικές ρωγμές» του Δικτατορικού καθεστώτος;
Πόσο θα είχαν προχωρήσει ορισμένες πολιτικές δυνάμεις και ορισμένοι μεμονωμένοι πολιτικοί, εάν δεν είχε μεσολαβήσει το Πολυτεχνείο;
Πόσο θα άντεχαν να λένε όχι στους πειρασμούς, στις προσδοκίες και στις φρούδες ελπίδες των «δημοκρατικών ρωγμών»;
Υ/Γ. 9: 19+1 χρόνια μετά και ορισμένα Κόμματα, όπως και ορισμένοι «Επώνυμοι», δε βρήκαν το θάρρος να ξεπλύνουν την ντροπή τους, ζητώντας μια δημόσια συγνώμη για τις βάναυσες και άδικες κατηγορίες εναντίον του συναγωνιστή μας Διονύση Μαυρογένη και πολλών άλλων. Μήπως είκοσι χρόνια μετά έχουν να μας πουν κάτι;
Έτσι απλά για την Ιστορία και την αλήθεια, έτσι απλά για να μην έχουν βάρος στην ψυχή τους.
Μήπως έχει έρθει η ώρα να αποκαλυφθούν και να έρθουν στο φως οι θυελλώδεις συζητήσεις, οι αντιπαραθέσεις και οι συγκρούσεις των μελών της Συντονιστικής Επιτροπής του Πολυτεχνείου στην πρώτη και μάλλον τελευταία συνάντησή μας μετά τη Μεταπολίτευση στο σπίτι του Κυριάκου Σταμέλλου;
Υ/Γ. 10: Το «βιντεοκλίπ» μιας γενιάς.
Τρεις μέρες το ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ήταν ένας ιερός και τελετουργικός χώρος, ένα όνομα με μαγεία και σαγήνη, ένας σταθμός ζωντανών και νέων ανθρώπων με παλμό, φαντασία και πάθος.
Η κατάληψη ήταν τα πάντα.
Ήταν, με μια «μικρή» καθυστέρηση πέντε ετών, ο απόηχος της μεγάλης πολιτισμικής έκρηξης, της μεγάλης Επανάστασης των νέων του ’68 στη Δύση και στην Ανατολή, στο Βορρά και στο Νότο, με τα Κινήματα Ειρήνης, Δημοκρατίας και Δικαιωμάτων, με τα Αντιδικτατορικά, Αντιφασιστικά και Αντιιμπεριαλιστικά Κινήματα, με τα Κινήματα κριτικής, αμφισβήτησης και χειραφέτησης σε κάθε γωνιά του κόσμου. Η κατάληψη ήταν τα πάντα. Τρεις μέρες προσδοκιών, ελπίδων, ερώτων και ονείρων μιας «μεθυσμένης», ελεύθερης και ριζοσπαστικής νέας γενιάς.
Υ/Γ. 11: Ξέρουμε ότι ξεκινήσαμε με αντιθέσεις, με καταγγελίες, με ριζικές διαφωνίες. Ξέρουμε ότι ήμασταν μια σύγχρονη ΒΑΒΕΛ, με πανσπερμία θέσεων και συνθημάτων, σκοπών και προοπτικών.
Ξέρουμε ακόμα πώς τελειώσαμε, πως ήμασταν την ύστατη, την αξέχαστη ώρα της Διαπραγμάτευσης, της Εισβολής και της Παράδοσης.
Ήμασταν ενωμένοι και αλληλέγγυοι, αγκαλιασμένοι και άοπλοι.
Υ/Γ. 12: Ξέρουμε ποια ήταν τα τελευταία λόγια της συλλογικής μας φωνής, της συλλογικής μας σκέψης και της αφυπνισμένης συνείδησής μας, τα λόγια του Μήτσου, του Νίκου και της Μαρίας από το Ραδιοφωνικό Σταθμό του Πολυτεχνείου, το Σταθμό των Ελεύθερων Ελλήνων …
«… Στρατιώτες Αδέλφια μας ….
… Είμαστε άοπλοι …
… Εθνικός Ύμνος … Σε γνωρίζω από την κόψη … »
Υ/Γ. 13: Ξέρουμε ποια ήταν τα τελευταία σύμβολα που σηκώσαμε:
«… Η Ελληνική Σημαία, σύμβολο μιας νέας Πίστης …
… Η λευκή σημαία… Μια φανέλα… Ένα άσπρο πουκάμισο… σύμβολο μιας αθωότητας, για να αφοπλίσουμε και να αιχμαλωτίσουμε τους φορείς της βίας και της βαρβαρότητας».
Υ/Γ. 14: Ξέρω γιατί σήκωσα τη Λευκή Σημαία…
Θυμάμαι ποιους και γιατί αποχαιρέτησα (…γεια σου, Μανώλη, Κυριάκο, Μήτσο, Στέφανε και Μιχάλη… γεια σας, φίλοι μου…), πριν κάνω το «σάλτο μορτάλε», το άλμα πάνω από την πόρτα του Πολυτεχνείου, για να βρεθώ έξω στην Πατησίων, για να διαπραγματευτώ δίπλα από τα ΤΑΝΚΣ με τους Στρατηγούς, εξ ονόματος της Συντονιστικής Επιτροπής Κατάληψης, εξ ονόματος μιας εξεγερμένης γενιάς.
Για να διαπραγματευτούμε μαζί με τον Κυριάκο με μοναδικό ατού την ηθική υπεροχή των αθώων και των αποφασισμένων. Για να κερδίσουμε, διαπραγματευόμενοι, μερικές ώρες μέχρι να ξημερώσει.
Για να «επιβάλουμε», έστω την ύστατη στιγμή, τους όρους μας έντιμης παράδοσης, μιας τιμητικής εξόδου με το κεφάλι ψηλά, γιατί είχαμε μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο νεκρούς, τραυματίες και χιλιάδες εφήβους και μαθητές, φοιτητές, εργάτες και πολίτες στους δρόμους.
Υ/Γ. 15: Ξέρουμε ότι ήμασταν μόνοι μας, εμείς και οι «Σιδερόφραχτοι».
Οι εκκλήσεις μας προς την πολιτική και την πνευματική Ηγεσία, προς τη Δικαιοσύνη και το Στρατό, προς το Διπλωματικό Σώμα, προς την Εκκλησία και προς τους Πολίτες, δυστυχώς ήταν εκκλήσεις χωρίς καμία ανταπόκριση.
Ηχεί ακόμα στ’ αφτιά μας η πνιχτή και στρίγγλικη φωνή ενός αξιωματικού: «Τσογλάνια», «Ο Στρατός δεν ξευτελίζεται», «Ο Στρατός δε διαπραγματεύεται…».
Και μετά η «Διαταγή». Ένα «Νεύμα» για την ΕΙΣΒΟΛΗ.
Υ/Γ. 16: Προβολείς. Εκτυφλωτικό φως. Διαβολικοί ήχοι από τις μηχανές και τις ερπύστριες των τανκς. Κλαγγές όπλων. Υστερικές και τρομαγμένες φωνές των Ελεύθερων Πολιορκημένων.
Μετά το νεύμα του Αξιωματικού η ΕΙΣΒΟΛΗ. Μαζί με την πόρτα του Πολυτεχνείου, όλα γκρεμίστηκαν μέσα μου, έγιναν συντρίμμια.
Δε φοβήθηκα για την τύχη μου. Όμως ψυχικά ήμουν ένα ράκος, ένας αλλοπαρμένος, γιατί με είχαν κυριεύσει, με είχαν καταπλακώσει οι ευθύνες, οι ενοχές και οι τύψεις μου, τα «Γιατί» για το αίμα, τους νεκρούς, τους τραυματίες, τους συλληφθέντες για την έξοδο, για το μετά.
Αρνήθηκα να με «φυγαδεύσουν» κάποιοι Αξιωματικοί του στρατού. Ένιωθα το χρέος και το καθήκον να απαιτήσω να τηρηθούν τουλάχιστον ορισμένοι όροι για την παράδοσή μας, έτσι, για την τιμή της εξέγερσής μας.
Αμέσως μετά την «παράδοση του χώρου», με συνέλαβαν και με οδήγησαν για πολύμηνη φυλάκιση στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου βίωσα μαζί με άλλους φίλους και εκλεκτούς αγωνιστές της γενιάς μας τι σημαίνουν βασανιστήρια, άγριο ξύλο και «φάλαγγα».
Τι σημαίνουν, ως μαρτύριο, συνεχής αϋπνία και ορθοστασία, χωρίς φαγητό και ελάχιστο νερό, τι σημαίνει σωματική και ψυχική βία, με όλες τις συνακόλουθες κτηνώδεις ανακριτικές μεθόδους στο κελί της φυλακής ή στο δωμάτιο του αναρρωτηρίου.
Τι σημαίνουν όρια αντοχής, ψυχικά αποθέματα και αξιοπρέπεια ενός ανθρώπου, τι σημαίνουν πίστη σε ιδανικά και ιδέες, απόλυτη ταύτιση με μυστικά και κώδικες μιας οργάνωσης, απόλυτη αλληλεγγύη προς τους άλλους…
Υ/Γ. 17: Μπήκα από την Κεντρική Πύλη μαζί με τους Αξιωματικούς μετά το τανκς. Η πρώτη εικόνα που αντίκρισα, το πρώτο σοκ, ήταν ένα μελαχρινό κορίτσι, ήταν η Πέπη Ρηγοπούλου, πλακωμένη από τα συντρίμμια της πόρτας του Πολυτεχνείου. Σχεδόν δεν κατάλαβα τίποτα, εκτός από μια διαπεραστική έκκλησή της και μια κοφτερή ματιά της…
Κοντοστάθηκα για να τη βοηθήσω, αλλά με τράβηξαν οι Αξιωματικοί του Στρατού. Έπρεπε να πάμε στο πρόχειρο Ιατρείο, εγώ, ως εκπρόσωπος της Συντονιστικής Επιτροπής, να τους παραδώσω μέσα σε λίγα λεπτά τους νεκρούς και τους τραυματίες, μέσα σε λίμνες από αίμα και κραυγές πόνου και απελπισίας, και να απαιτήσω από αυτούς να τηρήσουν τους όρους για μια αναίμακτη έξοδο των φοιτητών.
Πέρασαν από τότε δεκαεννιά χρόνια για να βρω το κουράγιο να μιλήσουμε με την Πέπη γι’ αυτή τη σκηνή, αν και γνωριζόμαστε προσωπικά κάπου δώδεκα χρόνια.
Τώρα, αγαπητή μου Πέπη, ασφαλώς και ξέρεις πια γιατί σου λέω και τι εννοώ με τους στίχους:
« …μη με ρωτάς, δε θυμάμαι,
μη με κοιτάς, σε φοβάμαι,
μη με ρωτάς, μη με κοιτάς… »
Υ/Γ. 18: Τώρα ξέρουμε πια ότι οι «Εκρήξεις» και οι «οριακές στιγμές» λάμπουν για πάντα, αλλά δυστυχώς διαρκούν λίγο.
Τώρα ξέρουμε πια ότι Σταυροφορίες χωρίς πίστη και Σταυρό δε γίνονται. Οι «Σταυροφορίες» για κάθε άνθρωπο, και κυρίως για τους νέους, είναι αυστηρά μια προσωπική υπόθεση, με ξεχωριστό ήθος και αξιοπρέπεια.
Για κάθε άνθρωπο η πίστη του, ο σταυρός των ιδεών του, του «μαρτυρίου» του και της λύτρωσής του έχει ένα ιδιαίτερο σχήμα, έχει το δικό του «Ειδικό Βάρος».
Αυτό το «Ειδικό Βάρος» του σταυρού μάς θύμιζε πάντα, ο αξέχαστος Μανώλης Ψωμιάδης, μνημονεύοντας τις αυτοθυσίες του Τσεχοσλοβάκου ΓΙΑΝ ΠΑΛΑΤΣ και του δικού μας ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΑΚΗ, όπως και τον ηρωισμό του ΑΛΕΚΟΥ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗ.
Υ/Γ. 19: Τώρα ξέρουμε πια ότι πέρα από τα «φετίχ» και τους «μύθους» υπάρχει η πραγματικότητα, το όραμα και οι δημιουργικές ουτοπίες.
Τώρα ξέρουμε πια ότι πέρα από το φαίνεσθαι υπάρχει και το είναι ενός Έθνους, ενός Λαού, μιας «αστικής» και μιας «εργατικής τάξης». Υπάρχει το φαίνεσθαι και το είναι της Πολιτικής, των Κομμάτων, των Πολιτισμών και των Πολιτών. Υπάρχει το φαίνεσθαι και το είναι των ανθρώπων σε κάθε έκφανση της ζωής τους.
Τώρα ξέρουμε πια. Μετά από είκοσι χρόνια, μπορούμε με ειλικρίνεια να ομολογήσουμε ότι ενώ διαβάσαμε τον Μαρξ, αγαπήσαμε τον Φρόϊντ. Να ομολογήσουμε, χωρίς ενοχές, ότι πέρα από τα μεγάλα ιδανικά υπάρχουν οι μικροχαρές της ζωής και οι αντιφάσεις και οι αδυναμίες των ανθρώπων. Πέρα από τα υψιπετή πετάγματα των φιλοσόφων και των πολιτικών υπάρχουν και οι χαμηλές πτήσεις, οι μικρές ιστορίες των ανθρώπων. Είχε απόλυτο δίκιο ο αξέχαστος Νίκος Μεγγρέλης που έλεγε, χαμογελώντας, ότι κάποτε όλοι οι «μπολσεβίκοι» θα γίνουν «ντολτσεβίκοι».
Ας φωνάξουμε, επιτέλους, το στίχο: « …Κάρολε Μαρξ, μας έφαγε η σάρξ …». Όσοι δυσπιστούν γι’ αυτό το υστερόγραφο είναι χρήσιμο να δουν ή να ξαναδούν την ταινία του Λώρενς Κάσναντ «Μεγάλη Ανατριχίλα».
Υ/Γ. 20: Αναρωτιέμαι πότε θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου, για να βρεθεί ένας συγγραφέας, για να γράψει με ενάργεια το βιβλίο, το σενάριο και την αφήγηση μιας γενιάς σε μια ανεπανάληπτη και δύσκολη εποχή. Ένας σκηνοθέτης για να αναπαραστήσει με αντικειμενικότητα τους αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες, τη διαδρομή των εξεγερμένων και την εποχή μας, τα «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά», τα «Βαμμένα Πράσινα Μαλλιά», τα «Βαμμένα Ροζ και Μπλε Μαλλιά» της πολυσυζητημένης «γενιάς του Πολυτεχνείου», όπως είχαν κάνει με επιτυχία ο συγγραφέας Κ.Μουρσελάς και ο σκηνοθέτης Κ.Κουτσομύτης για τις προηγούμενες γενιές.
Να γράψουν για τα «Μυαλά και τα Μαλλιά μας», για τα «ρούχα και το είναι μας», για «ένα πουκάμισο αδειανό…, για μια Ελένη…», που λέει και ο ποιητής.
Σ’ αυτό το συγγραφέα και σ’ αυτό το σκηνοθέτη θα χρωστάμε μια αιώνια ευγνωμοσύνη… Ελπίζουμε να αποκαλύψουν τους μύθους και τις μισές αλήθειες μας, το φαίνεσθαι και το είναι μας, να δώσουν χρώμα στα όνειρα, στα σύμβολα και στα μηνύματα μιας γενιάς, να φωτίσουν τις αλήθειες μιας γενιάς, που έτσι κι αλλιώς βάφτηκαν με αίμα…
Σχετικές ετικέτες:Κώστας ΛαλιώτηςΠολιτικήΠολυτεχνείο
Σχετικά άρθρα