02:46 | 4/2/18
Η απαιτητικά όμορφη και ζόρικη καθημερινότητα ενός μεταλά στην επαρχία
Γράφει ο Γαβριήλ Φιλιππόπουλος«Ρε φίλε δεν μπορώ να το βγάλω με τίποτα το riff του Ace Of Spades». «Γιατί αγόρι μου; Να, κάνεις αυτό, είναι πολύ εύκολο».
Ο καλός φίλος Γιάννης προσπαθεί μάταια να δείξει σε έναν πιτσιρικά 15 στα 16 να βγάλει στο μπάσο που μόλις αγόρασε (με καθυστέρηση καθώς είχε μπει χέρι στην μπάνκα για να αγοραστούν κάποια cd των Metallica) το εναρκτήριο riff ενός τραγουδιού που έχει στιγματίσει τουλάχιστον 3 γενιές (μην σας πω και 4).
Η εικόνα δύο παιδιών, εφήβων, κολλητών όπως θέλετε πείτε το, να προσπαθούν να παίξουν αυτά που ακούνε στις χιλιοπαιγμένες τους κασέτες, δεν είναι πολύ ξένη. Αρκεί να την τοποθετήσουμε στο πλαίσιο που πραγματικά συνέβη. Στα μέσα των 90s, στην Πάτρα, η οποία μπορεί να μην είναι κάποιο απομακρυσμένο χωριό 200 κατοίκων, αλλά δεν ήταν και το κέντρο των εξελίξεων όσον αφορά το heavy metal και την σκληρή μουσική εν γένει.
Το αντίθετο θα μπορούσα να πω. Για να μπορέσει κάποιος να πιει μπύρα και να ακούσει Scorpions, Led Zeppelin, Deep Purple ή ακόμα και Iron Maiden, Metallica, Saxon, Judas Priest, Slayer και πόσα άλλα, έπρεπε να κάνει μία ειδική αίτηση στους ντιτζει των «ροκάδικων» καφετεριών. Όπου «ροκάδικες καφετέριες» μπορείτε να βάλετε τα μέρη όπου σύχναζαν φοιτητές και δεν ακολουθούσαν το lifestyle των μπουζουκιών.
Ή να πάει στο ένα και μοναδικό μαγαζί που λογιζόταν ως ροκ μπαρ, το «Μέμφις» ή αργότερα το «Συνεργείο» (σε αυτό είχαν γίνει και κάποιες συναυλίες). Εκεί ήταν το σημείο συνάντησης. Αν ήσουν πιτσιρικάς και μεταλάς και πήγαινες σχολείο σε έτρωγε η μαρμάγκα.
Για ζωντανές εμφανίσεις heavy metal συγκροτημάτων ούτε λόγος. Άρα; Τι έμενε; Μουσική στο σπίτι ή με παρέα ή μόνος. Κάποιες φορές και στο σχολείο, αλλά δεν το λέμε φωναχτά γιατί οι γονείς μας ακόμα και 17-18 χρόνια μετά νομίζουν ότι παρακολουθούσαμε.
Κεφάλαιο εμφάνιση
Κάθε υποκουλτούρα, όσο μικρή ή μεγάλη και αν είναι, έχει τους δικούς της κανόνες συμπεριφοράς και εμφάνισης. Μεταλάς, πιτσιρικάς, στην επαρχία στα μέσα των 90s ήταν ένα θέαμα κάπως… σπάνιο. Όπως οι εξερευνητές ανακαλύπτουν μία καινούρια φυλή στον Αμαζόνιο που δεν έχει έρθει ποτέ σε επαφή με άλλους ανθρώπους και προσπαθεί να επιτεθεί με τα τόξα της. Φαντάζομαι ότι για κάποιον στα 80s θα ήταν μία απόκοσμη εμπειρία. Για όλους τους εμπλεκομένους.Τα «τόξα» τα δικά μας ήταν τα μπλουζάκια με τις πεντάλφες με τα λογότυπα που δεν διαβαζόταν από κάποιον «άνιωθο» και η προσπάθεια να αφήσουμε μακριά μαλλιά. Για κάποιους αυτό ήταν μία επιτυχία. Για κάποιους σαν το γράφοντα ήταν μία διαδικασία που πρόσφερε άφθονο γέλιο στους γύρω του. Τουλάχιστον η προσπάθεια έγινε και το headbanging είχε άλλη βαρύτητα.
Ιστορικές συναυλίες οι οποίες ήταν μία περιπέτεια για να τις παρακολουθήσει κάποιος
Τα μπλουζάκια αυτά ήταν κάτι σαν ιερό δισκοπότηρο. Συναυλίες στην πόλη για να πάρουμε από εκεί δεν γινόντουσαν. Μαγαζιά ειδικά δεν υπήρχαν. Άρα το φόρτωμα στους ταξιδιώτες της πρωτεύουσας ήταν μονόδρομος.
Κεφάλαιο πρόσβαση σε υλικό
Ένα πανέμορφο ταξίδι, δύσκολο, ζόρικο και απαιτητικό. Το να είσαι οπαδός αυτής της μουσικής είναι μία πρόκληση. Η πρόσβαση στη μουσική δεν ήταν ένα κλικ μακριά σου. Ήταν κάποιες βδομάδες ή ακόμα και μήνες, μέχρι να φέρει το ένα ενημερωμένο (σχετικά είναι όλα) δισκάδικο κάτι που είχες παραγγείλει. Σε ακόμα πιο μικρές πόλεις, όπως η Άρτα, τα πράγματα ήταν σχεδόν οικογενεικά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο (έτερος) φίλος Γιάννης για την εμπειρία του από την γενέτειρά του:«Τρία δισκάδικα υπήρχαν όλα κι όλα στην Άρτα. Και από αυτά, μόλις το ένα είχε μια πιο ευρεία γκάμα ροκ και μέταλ δίσκων. Και για αυτό πηγαίναμε πηγαίναμε σχεδόν κάθε μέρα εκεί για να χαζεύουμε εξώφυλλα, να αγοράζουμε από ένα CD όποτε μπορούσαμε, να συζητάμε για ποιο διαβάσαμε στο «Metal Hammer». Μόνη μας χαρά ήταν όταν πηγαίναμε οικογενειακά ταξίδια ή κάποια εκδρομή με το σχολείο στην Αθήνα και μαζεύαμε λεφτά μήνες πριν για να ξαμολυθούμε στα μεγάλα δισκάδικα και να αγοράσουμε 10-10 τα CD. Βλέπεις, στο τοπικό δισκάδικο η μέση τιμή ήταν 15+ ευρώ. Στα λυκειακά μου χρόνια (2001-2004) ζήτημα να ήμασταν 15 άτομα που ακούγαμε ροκ/μέτα στην πόλη. Άντε μετά να ανταλλάξεις έτσι ιδέες και δίσκους...»
Το περιοδικό «Metal Hammer» ήταν μία βίβλος για όσους και όσες δεν μπορούσαν απλώς να πάρουν ένα τρόλεϊ και να χαθούν στο μαγικό κόσμο των μέταλ δισκοπωλείων. Από εκεί διάβαζες τι έλεγαν τα αγαπημένα σου συγκροτήματα. Εκεί ανακάλυπτες τα νέα αγαπημένα σου συγκροτήματα και από εκεί έπαιρνες ιδέες.
Υπάρχει ακόμα εκείνη η βίντεο κασέτα (ναι VHS) που γράφαμε με τον έτερο die hard μεταλά, κολλητό το Jammin, που έπαιζε τα μεσημέρια στην ΕΡΤ3 με τους Στάθη Παναγιωτόπουλο και Σωτήρη Βακάρο. Εκείνο το βίντεο κλιπ του «Tunes of War» των Grave Digger πρέπει να το έχω δει τόσες πολλές φορές που ξέρω απέξω τα κάθε λεπτό. Ή την εκπομπή του «metalzone» που εξέπεμπε, αν θυμάμαι καλά μέσω του σταθμού του ΚΚΕ, κάθε Κυριακή βράδυ 22:00 – 00:00.
Δυσκολία πρώτη: Ποικιλία δίσκων. Δεν υπήρχαν δισκάδικα που θα έπαιρναν το ρίσκο να φέρουν στα ράφια τους κάτι underground αφενός γιατί θα κόστιζε μία περιουσία, αφετέρου θα έμενε εκεί για μια αιωνιότητα.
Δυσκολία δεύτερη: Κόστος. Όταν το εβδομαδιαίο χαρτζιλίκι σου ήταν κάτι λιγότερο από 2.000 δραχμές (κάποιες φορές κάτι περισσότερο), το να αγοράσεις έναν δίσκο που κόστιζε 7.000 και 8.000 δραχμές ήταν τρελή πολυτέλεια. Οπότε «μπάνιζες» κάτι, περίμενες καρτερικά τα βδομαδιάτικα και τα έδινες χωρίς δεύτερη σκέψη στο δισκάδικο. Το συναίσθημα που γύρναγες σπίτι, άνοιγες την συσκευασία και έμενες εκεί μελετώντας λες και θα σε εξέταζαν στις πανελλήνιες δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα εκείνης της εποχής. Και ας έτρωγες καβατζωτά από τους άλλους στο σχολείο.
Δυσκολία τρίτη: Επιρροές. Να’ ναι καλά ο μαθηματικός μου ο Αποστόλης που μαζί με τις ασκήσεις που μου έφερνε για να λύσω και τις σιχαινόμουν έφερνε και μία χούφτα με cd τα οποία μου είχε γράψει. Όπως επίσης να είναι καλά και ο συμμαθητής μου που ήταν ο πρώτος στο σχολείο που οι γονείς του αγόρασαν cd recorder και μπορούσαμε να γράψουμε cd. Ένας καινούριος κόσμος άνοιξε μπροστά μας. Ήταν τόσο μερακλής που μου σχεδίαζε με το χέρι με μολύβι ή στυλό τα εξώφυλλα των δίσκων που του πήγαινα. Κάποια από αυτά έχουν μείνει έτσι ακριβώς όπως μου τα έδωσε τιμής ένεκεν.
Υπήρξε και ένα μαγαζί στην πόλη το οποίο φιλοδοξούσε να μεταφέρει την αισθητική του Μοναστηρακίου και εν μέρει τα κατάφερε καθώς για χρόνια εκεί έβρισκες t-shirt, φούτερ μουσική παράνομα ή νόμιμα. Τα λεφτά που είχαν φύγει σε μπλουζάκια και λοιπά παραφερνάλια θα μπορούσαν να μου είχαν αποφέρει μεταφορικό μέσο. Χαλάλι τους.
Καλό θα ήταν να υπενθυμίσω ότι μιλάμε για μία εποχή όπου βρισκόμασταν στο μεταίχμιο των δυσκολιών της επικοινωνίας αλλά και της τεχνολογικής εξέλιξης (που ήρθε και κατέκτησε τα πάντα κάποια χρόνια αργότερα). Δεν υπήρχε αυτή η εύκολη πρόσβαση στη μουσική και στην πληροφορία.
Κεφάλαιο συναυλίες
Αυτό το σημείο θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Μηδαμινές έως μηδενικές. Για να μπορέσουμε να έχουμε πρόσβαση σε ροκ μουσική και ηλεκτρικές κιθάρες παίρναμε κουπόνια και πηγαίναμε στο φεστιβάλ της ΚΝΕ και του «Οδηγητή». Παρόλο που πολιτικά δεν είχαμε καμία σχέση. Έπρεπε να σπρωχτούμε λίγο, να ιδρώσουμε. Και ας ήταν με Βασίλη Παπακωνσταντίνου…Κάτι που προφανώς ίσχυε και εκτός Αχαΐας: «Ευτυχώς είχαμε τις σχολικές γιορτές και τα διάφορα ροκ μαθητικά συγκροτήματα έπαιζαν κανά Deep Purple ή Τρύπες και ξεδίναμε. Διαφορετικά, μόνο σε DVD θα βλέπαμε ροκ συναυλία. Α, να πούμε και ένα ευχαριστώ στην ΚΝΕ που έφερνε Βασίλη Παπακωνσταντίνου και ήταν μια κάποια μουσική όαση», σχολιάζει χαρακτηριστικά ο Γιάννης δίνοντας το στίγμα για το ποια θα μπορούσε να ήταν η διέξοδός μας (μουσικά) στην τιμημένη επαρχεία.
Για όσους από εμάς (δεν είμασταν και τόσοι πολλοί αλλά κουβέντα να γίνεται), τα γούστα ήταν πιο βαριά και θέλαμε το metal μας πιο βάρβαρο και πιο γρήγορο δεν υπήρχε μέλλον. Θυμάμαι ακόμα την συναυλία των Χάσμα, οι οποίοι ήταν από τα πρώτα punk συγκροτήματα στην Ελλάδα που έβαλαν metal επιρροές στον ήχο τους, στην κατάληψη του «Παραρτήματος» και τον πανικό που είχαμε κάνει. Μοϊκάνες, μέταλ μπλούζες, πανκιά, μεταλάδες, μπύρες να ίπτανται.
Το ταξίδι στην Αθήνα για να παρακολουθήσουμε κάποια συναυλία ήταν μία διαδικασία εξαιρετικά περίπλοκη. Αφενός έπρεπε να βρούμε τα χρήματα. Το εισιτήριο του κτελ θα μας κόστιζε περίπου 5.000 με 6.000 δραχμές μπρος πίσω, άλλα 7.000 με 9.000 το εισιτήριο της συναυλίας (ανάλογα το όνομα). Θα θέλαμε και κάτι να φάμε.
Μετά ήταν το σχολείο. Αν ήταν καθημερινή η συναυλία ήταν απαγορευτικό. Αν ήταν σαββατοκύριακο έπαιζε η διαμάχη της διαμονής και της επιστροφής. Κάπως έτσι την πατήσαμε με τον Γιάννη και στο ιστορικό λάιβ των Αμερικανών Iced Earth, στο ακόμα πιο ιστορικό «Ρόδον». «Που θα μείνετε;», «μα στη γιαγιά στους Αμπελόκηπους», «και θα φύγετε μετά τις 00:00 με ταξί μόνοι σας να πάτε Αμπελόκηπους;», «εντάξει να γυρίσουμε αυθημερόν;», «θα πάτε μόνοι σας μέχρι τα κτελ να πάρετε νυχτερινό λεωφορείο; Ξέχασέ το».
Ευτυχώς που μετά βγήκε σε τριπλό cd και δεν μείναμε τελείως με τη χαρά…
πηγή
Δείτε όλα τα θέματα του Weekend
Σχετικά άρθρα