10:28 | 30/1/19
Τι ζητούν για μισθολογικό κόστος, αφορολόγητο και ασφαλιστικές εισφορές
Τη συμφωνία τους με την αύξηση του κατώτατου μισθού, στην οποία προχωρεί από 1η Φεβρουαρίου η κυβέρνηση, εκφράζουν εργοδοτικές οργανώσεις, διευκρινίζοντας ωστόσο πως θα πρέπει νασυνοδεύεται και από άλλες κινήσεις που αφενός δεν θα περιορίσουν τον θετικό αντίκτυπο του μέτρου αφετέρου δεν θα επιβαρύνουν περαιτέρω τις επιχειρήσεις.
Σε ανακοινώσεις τους, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων και η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος, επισημαίνουν πως η αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει, χαρακτηρίζουν όμως και επιτακτική ανάγκη να γίνουν επιπλέον ενέργειες καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα υπάρξουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Όπως τονίζουν ΣΕΒ και ΣΕΤΕ, «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κατώτατος μισθός των εργαζομένων πρέπει να βελτιωθεί». Προσθέτουν όμως ότι για να συμβεί αυτό χωρίς επιπτώσεις στην ανάκαμψη της οικονομίας και της απασχόλησης, ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη να μειωθεί η φορολογία της εργασίας, να συγκρατηθεί το μη μισθολογικό κόστος με τη μείωση των εισφορών και να αποσυνδεθεί η αύξηση του κατώτατου μισθού από τον μέσο μισθό, με τον εξορθολογισμό της υποχρεωτικής διαιτησίας.
«Το ύψος των μισθών που μπορεί να πληρώνει μία οικονομία και μια κοινωνία στα εργαζόμενα μέλη της δεν είναι κάτι που εξαρτάται από τις επιθυμίες ή τις καλές προθέσεις της Κυβέρνησης. Η πραγματικότητα είναι ότι το ύψος των μισθών, και μεταξύ αυτών το ύψος των κατώτατων μισθών, που μπορεί να αντέξει η οικονομία, συνδέεται με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά της, το μέγεθος της ανεργίας και της αδήλωτης εργασίας» καταλήγουν.
Από την πλευρά της η ΓΣΕΒΕΕ υπενθυμίζει πως είχε ταχθεί υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της κοινωνίας, των επιχειρήσεων και της εισόδου της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο κύκλο ανόδου.
«Είχαμε ωστόσο επισημάνει ότι μία αύξηση του κατώτατου μισθού χωρίς την λήψη άλλων ελαφρυντικών μέτρων για μισθωτούς και επιχειρήσεις, δεν θα έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα» προσθέτει.
Κατά την ΓΣΕΒΕΕ, η εξαγγελία του πρωθυπουργού για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ θα πρέπει να συνοδευτεί με πρωτοβουλίες προς δύο κύριες κατευθύνσεις. «Η πρώτη σχετίζεται με τη διεύρυνση του αφορολογήτου ποσού για τους μισθωτούς έτσι ώστε το διαθέσιμο εισόδημα τους να ανταποκρίνεται σε αυτή την αύξηση. Η δεύτερη πρωτοβουλία σχετίζεται με την μείωση του μη μισθολογικού κόστους, όπως για παράδειγμα η άμεση κατάργηση της επιπλέον εισφοράς 1% επί των ασφαλιστικών εισφορών του άρθρου 97 του Ν. 4387/2016» εξηγεί.
«Για τη ΓΣΕΒΕΕ η οποιαδήποτε αύξηση στους μισθούς των εργαζομένων δεν θα πρέπει να εξουδετερώνεται από μια επιπλέον διεύρυνση της ‘φορολογικής σφήνας’, η οποία στην χώρα μας είναι ήδη πολύ υψηλή.
Υπενθυμίζεται ότι πάγια θέση της ΓΣΕΒΕΕ είναι η αποκατάσταση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων μέσω της επαναφοράς της αποφασιστικής συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων (εργοδοτών και εργαζομένων) στον καθορισμό του κατώτατου μισθού.
Σημειώνουμε ότι ο μηχανισμός καθορισμού του κατώτατου μισθού (ν.4172/2013) με τον οποίο ουσιαστικά αντικαταστάθηκε ο κοινωνικός διάλογος θα ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμος υπό την προϋπόθεση ότι θα αποτελούσε εργαλείο των κοινωνικών εταίρων και όχι των κυβερνήσεων.
Τέλος, ένα ακόμα ζήτημα που πρέπει να διευθετηθεί, αφορά στις ασφαλιστικές εισφορές των μη μισθωτών που υπολογίζονται με βάση τον εκάστοτε κατώτατο μισθό. Αυτό σημαίνει ότι εάν δεν υπάρξει σχετική μέριμνα περίπου 1 εκατομμύριο μη μισθωτοί θα κληθούν να καταβάλουν αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές το επόμενο διάστημα» καταλήγει η ΓΣΕΒΕΕ.
πηγή
Σχετικές ετικέτες:Ελλάδαεργασίακατώτατος μισθόςμισθοίΟικονομία
Σχετικά άρθρα
Ροή ειδήσεων