10:48 | 17/10/16
Ένας μεγιστάνας των καζίνο και των ακινήτων μοιράζεται διδάγματα για την οικονομική χειραφέτηση στη διάρκεια του πολέμου στο Χονγκ Κονγκ
Ο Λούι Τσε Γου έβγαλε δισεκατομμύρια και είναι ιδιοκτήτης ενός ομίλου ετερογενώνδραστηριοτήτων που εκτείνονται από την ακίνητη περιουσία και τα τυχερά παιχνίδια μέχρι τα ξενοδοχεία. Το όνομά του φιγουράρει σε όλα τα πανεπιστημιακά κτίρια. Έχει τιμηθεί από τη βασίλισσα Ελισάβετ. Και, για ένα διάστημα, είχε τον τίτλο του δεύτερου πλουσιότερου ανθρώπου της Ασίας.
Αλλά ο 87χρονος μεγιστάνας του Χονγκ Κονγκ θέλει να μιλήσει για κάτι άλλο, κάτι που λέει ότι του έχει αποτυπωθεί από την παιδική ηλικία.
Όπως λέει, η σημασία του παγκόσμιου πολιτισμού, η θετική ενέργεια και η ηθική εκπαίδευση – ένα από τα μαθήματα που έλαβε μεγαλώνοντας στο υπό ιαπωνική κατοχή Χονγκ Κονγκ – είναι και ο λόγος που αποφάσισε να τιμήσει τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ αυτή την εβδομάδα με το βραβείο Λούι Τσε Γου, μια ετήσια πλέον παράδοση που λέει ότι θα συνεχιστεί μέσω των παιδιών του.
Οι βραβευθέντες του φετινού έτους: ο Πρόεδρος Κάρτερ, ο κινέζος γεωπόνος Γιουάν Λόνγκπιν, και η οργάνωση Γιατροί Χωρίς Σύνορα. Καθένας θα λάβει 20 εκατομμύρια δολάρια Χονγκ Κονγκ (2.560.000 δολάρια Αμερικής) για τη συμβολή του στα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα, την ασφάλεια του εφοδιασμού τροφίμων, και τις θεραπείες κατά της χολέρας και του ιού Έμπολα, αντίστοιχα.
Ήταν μικρό παιδί, όταν πρωτοείδε πτώματα, το ένα πάνω στο άλλο, στους δρόμους κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν ακόμα νέος, λέει, όταν είδε κανονικούς ανθρώπους «να πεθαίνουν από την πείνα». Και δεν μπορεί ποτέ να ξεχάσει την ημέρα που είδε μια πράξη κανονικού κανιβαλισμού.
«Είδα τις δυσκολίες που αντιμετωπίζανε οι άνθρωποι εκείνη την περίοδο», λέει στο Fortune. «Τα θυμήθηκα όλα αυτά».
Ήταν, μεταξύ άλλων, ένα διαφωτιστικό μάθημα σχετικά με την έννοια της οικονομικής χειραφέτησης. Ειδικότερα, λέει ο Λούι, αναρωτήθηκε γιατί οι «Κινέζοι έτυχαν κακομεταχείρισης από τους Ιάπωνες».
«Έλεγαν, ‘οι Κινέζοι είναι φτωχοί και αγράμματοι’» λέει. «Το θυμάμαι ξεκάθαρα, ακόμη και μέχρι σήμερα».
Ο Λούι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο στην έκτη τάξη. Ως έφηβος, έβγαζε τα προς το ζην πουλώντας φιστίκια και φιστικέλαιο σε ανθρώπους που προσπαθούσαν να φύγουν από το Χονγκ Κονγκ.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο Λούι εργάστηκε ως φύλακας μαζί με το θείο του σε μια εταιρεία εμπορίας ανταλλακτικών αυτοκίνητων. Αργότερα άρχισε να επεκτείνεται, αγοράζοντας μια επιχείρηση σε ηλικία περίπου 20 ετών. Τότε άρχισε να ακούει για όλα τα απομεινάρια στρατιωτικού εξοπλισμού των ΗΠΑ που εκποιούνταν στην Οκινάουα της Ιαπωνίας.
Οι μπουλντόζες που αγόρασε από εκεί του άνοιξαν την πόρτα για την κλειστή και προσοδοφόρα κατασκευαστική αγορά του Χονγκ Κονγκ, σε μια εποχή που η πόλη «εξακολουθούσε να βασίζεται στη χειρωνακτική εργασία», θυμάται. Η αυτοκρατορία του Λούι σταδιακά επεκτάθηκε στο χώρο των δομικών υλικών, της ανάπτυξης ακινήτων, και των ξενοδοχείων.
Περίπου πριν από 60 χρόνια, όταν άρχισε να βγάζει χρήματα, συνεχώς θυμόταν το γεγονός ότι «υπήρχαν λίγες ευκαιρίες για τους ανθρώπους για να σπουδάσουν. Γιατί έγινε αυτό; Δεν είχαν τις εγκαταστάσεις, δεν είχαν πανεπιστήμια, ούτε σχολεία, τίποτα».
Ξεκίνησε να κάνει δωρεές για να συμβάλει στη κατασκευή σχολείων στην Κίνα. Αργότερα, συμπεριέλαβε τα πανεπιστήμια στις δωρεές του, επιστρέφοντας στην πατρίδα απ’ όπου έφυγε σε ηλικία 4 ετών, την Γιάνκγμεν, για να χτίσει το κτίριο του τοπικού Πανεπιστημίου Wuyi.
«Κάνω φιλανθρωπίες και δωρίζω χρήματα όταν και όπου πιστεύω ότι είναι αναγκαία και σωστά», λέει. «Αυτή ήταν πάντα η πρόθεσή μου».
Ο Λούι τηρεί σχετικά χαμηλό προφίλ έξω από την Κίνα. Το πιο χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι ένα καπέλο εφημεριδοπώλη που φοράει παντού, ακόμα και όταν συναντιέται με διεθνείς ηγέτες. Ερωτηθείς γιατί ποτέ δεν είναι χωρίς καπέλο, ο Λούι χαμογελάει: «Είμαι φαλακρός και μπορεί να κρυολογήσω εύκολα», λέει.
Πηγή: fortunegreece.com
Σχετικές ετικέτες:επιχειρήσειςΟικονομίαΧονγκ Κόνγκ
Σχετικά άρθρα
Ροή ειδήσεων