20:13 | 6/2/17
Οι προτάσεις – μέτρα της Τράπεζας της Ελλάδος για την ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσαν να βελτιώσουν σημαντικά τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, ακόμη και με μια μείωση του δημοσιονομικού στόχου μετά το 2018 σε πιο ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2%
Το στίγμα αυτό έδωσε ο διοικητής της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρας, με αφορμή ομιλία του στην εκδήλωση για την έκδοση βιβλίου «Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας».Στους λόγους για τους οποίους η ελληνική κρίση είναι τόσο επώδυνη αναφέρθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας. Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, ο οποίος μίλησε σε εκδήλωση στην Αίθουσα της Γερουσίας της Βουλής για την παρουσίαση βιβλίου του Γραφείου Προϋπολογισμού, με τίτλο «Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας», η μεγάλη αύξηση του δημοσίου χρέους αποτελεί το σύμπτωμα μιας μακράς σειράς συσσωρευμένων προβλημάτων.
Μάλιστα, όπως σημείωσε “σε αντίθεση με άλλες οικονομίες της ευρωζώνης, στις οποίες το Δημόσιο βρέθηκε αντιμέτωπο με συγκυριακά αυξημένες δανειακές ανάγκες στη διάρκεια της κρίσης και χρειάστηκε να προσφύγει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), η συσσώρευση δημόσιου χρέους στην Ελλάδα δεν είναι αποτέλεσμα μιας δυσμενούς συγκυρίας. Το ελληνικό δημόσιο χρέος αποτελεί το σύμπτωμα διαχρονικών προβλημάτων δημοσιονομικής διαχείρισης και χαμηλής ανταγωνιστικότητας, τα οποία η συγκυρία απλώς έφερε στο προσκήνιο.
Το υψηλό δημόσιο χρέος σε συνδυασμό με το υψηλό εξωτερικό και δημοσιονομικό έλλειμμα και τις συσσωρευμένες διαρθρωτικές αδυναμίες της εγχώριας οικονομίας, είναι οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους η αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης δεν μπορούσε να είναι λιγότερο επώδυνη σε σχέση με άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, που προσέφυγαν σε παρόμοια προγράμματα” και συμπλήρωσε: “Η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ προσέφερε μια ιστορική ευκαιρία, προκειμένου οι παθογένειες της ελληνικής οικονομίας να αντιμετωπιστούν με το μικρότερο δυνατό κόστος, αλλά δυστυχώς παρέμεινε αναξιοποίητη.
Σας θυμίζω ότι η είσοδος της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ συνοδεύτηκε από σημαντική μείωση του κόστους δανεισμού, δημιουργώντας ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και για ταχεία αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Αξίζει να αναλογιστεί κανείς ότι τη δεκαετία 2000-2009, οι ετήσιες δαπάνες τόκων ήταν κατά μέσο όρο χαμηλότερες κατά 2,4% του ΑΕΠ σε σχέση με το 1999. Αυτό αντιπροσωπεύει δημοσιονομικό χώρο αντίστοιχο με περισσότερο από ‘ενάμιση ΕΝΦΙΑ’ κατ’ έτος”.
Σύμφωνα, όμως, με τον κ. Στουρνάρα “αντί η υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος να λειτουργήσει ως σημείο αφετηρίας για τη διασφάλιση μιας στέρεας δημοσιονομικής και μακροοικονομικής βάσης, αντιμετωπίστηκε ως νήμα τερματισμού της δημοσιονομικής προσαρμογής, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της ενταξιακής μας πορείας”, ενώ όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους το κόστος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας υπερέβη το αντίστοιχο κόστος άλλων κρατών-μελών σε πρόγραμμα, ανέφερε: “Οι παράγοντες, είναι χειρότερες αρχικές συνθήκες, αδυναμίες στο σχεδιασμό των προγραμμάτων, λανθασμένες εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις, κυρίως όμως διστακτικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να οικειοποιηθούν και να εφαρμόσουν με συνέπεια τα προγράμματα, ένα συγκρουσιακό κοινωνικό και πολιτικό κλίμα, που πολώθηκε από την απουσία συναίνεσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, κάτι που επιτεύχθηκε, αλλού σε μεγαλύτερο βαθμό, αλλού σε μικρότερο, σε όλα τα άλλα κράτη - μέλη της ευρωζώνης, που εφάρμοσαν ανάλογα προγράμματα.
Όλα αυτά, πράγματι, δυσχέραναν σημαντικά την προσαρμογή. Πιστεύω, όμως, ότι ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγων για την έξοδο από την κρίση ήταν η αδυναμία μας να αντιπαρατεθούμε στα λίγα μεγάλα και πολλά μικρά συμφέροντα, τα οποία αντιτάχθηκαν στις μεταρρυθμίσεις και ευνόησαν τη διαιώνιση διαρθρωτικών αποκλίσεων, που περιόρισαν την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής, σε τομείς όπως οι επενδύσεις, η φορολογία, το ασφαλιστικό, η απελευθέρωση των αγορών, ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα και, τελικά, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και ο ταχύς αναπροσανατολισμός της παραγωγής στις διεθνείς αγορές”.
Αναγκαία η λήψη μεσοπρόθεσμων μέτρων
Κατά τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας “τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης που εγκρίθηκαν από τον ESM στις 23 Ιανουαρίου 2016 συμβάλλουν στη βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους. Βρίσκονται, μάλιστα, και εντός του γενικού πλαισίου αναδιάρθρωσης, που έχει προταθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής του Ιουνίου του 2016. Εντούτοις, δεν επαρκούν για τη διασφάλιση της παραμονής των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών σε διατηρήσιμα επίπεδα μακροπρόθεσμα.Για το σκοπό αυτό” πρόσθεσε ο κ. Στουρνάρας “κρίνεται αναγκαία η λήψη των μεσοπρόθεσμων μέτρων, τα οποία, σύμφωνα με την ανακοίνωση του Eurogroup του Μαΐου του 2016, αφορούν:
(α) την κατάργηση του περιθωρίου επιτοκίου, που σχετίζεται με την επαναγορά χρέους του δεύτερου προγράμματος για το 2018,(β) τη χρήση των κερδών από τα χαρτοφυλάκια ANFA και SMP (πλην αυτών που αντιστοιχούν στα έτη 2015 και 2016 για τα οποία έχει αποκλειστεί ρητά η επιστροφή τους) για τη μείωση των μελλοντικών ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών,
(γ) την ενεργοποίηση αδιάθετων πόρων, στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM για πρόωρη, μερική εξόφληση των υφιστάμενων επίσημων δανείων προς την Ελλάδα και, κυρίως,
(δ) τη στοχευμένη αναδιάρθρωση των δανείων του EFSF (π.χ. επιμήκυνση της μεσοσταθμικής διάρκειας, περαιτέρω εξομάλυνση, αναβολή ή και μείωση των πληρωμών τόκων).
Τα μέτρα αυτά θα επέτρεπαν, υπό προϋποθέσεις, και τη μείωση του δημοσιονομικού στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος από 3,5% σε ένα πιο ρεαλιστικό 2% του ΑΕΠ μετά το 2018, χωρίς να διακινδυνεύει η βιωσιμότητα του χρέους”.
Οι λύσεις με βάση την ανάλυση της ΤτΕ
Σημειώνεται πως σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, τα εύλογα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, (α) μετάθεση των λήξεων, (β) διαχρονική εξομάλυνση των πληρωμών τόκων, και (γ) επανέναρξη της επιστροφής των κερδών της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος από τα χαρτοφυλάκια ελληνικών ομολόγων (ANFA και SMP). Τα μέτρα αυτά μπορούν να συνδυαστούν με μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα σε 2% του ΑΕΠ, η οποία θα μπορούσε να αντισταθμιστεί με περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις, προκειμένου να μην επιβαρυνθεί το χρέος.Οι δε προτάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, για την ελάφρυνση του χρέους περιλαμβάνουν μια αύξηση της μεσοσταθμικής διάρκειας των δανείων του EFSF και των διακρατικών δανείων (GLF) κατά 11 έτη, και μια εξομάλυνση των πληρωμών τόκων επί των δανείων EFSF, GLF και ESM σε διάστημα 20 ετών, γεγονός που αντιστοιχεί σε αύξηση της μεσοσταθμικής διάρκειας των αποπληρωμών τόκων για τα δάνεια αυτά κατά 8,5 έτη.
“Τα παραπάνω μέτρα εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να βελτιώσουν σημαντικά τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, ακόμη και με μια μείωση του δημοσιονομικού στόχου μετά το 2018 σε πιο ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ, αρκεί να υλοποιηθούν πλήρως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να εφαρμοστεί το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων που έχει συμφωνηθεί: Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αλληλεπιδρούν θετικά με πολιτικές δημοσιονομικής εξυγίανσης, με αποτέλεσμα να προκύπτουν μεσο-μακροπρόθεσμα συμπληρωματικά οφέλη για το ΑΕΠ και τα δημόσια οικονομικά” κατέληξε ο κ. Στουρνάρας.
Λίλυ Σπυροπούλου
Σχετικές ετικέτες:Γιάννης Στουρνάραςελληνικές τράπεζεςελληνικό χρέοςΟικονομίαΤράπεζα Ελλάδοςτράπεζες
Σχετικά άρθρα