04:05 | 9/7/17
Έτσι είναι η ζωή στον καταυλισμό των σεισμοπλήκτων
Γράφει ο Γιώργος ΛαμπίρηςΦωτογραφίες Γιάννης Κέμμος
Δύο γυναίκες διαζευγμένες και μία εθελόντρια. Οι δύο πρώτες ζουν με τα 200 ευρώ του επιδόματος αλληλεγγύης στον καταυλισμό Καποτά στο Μενίδι από το 1999 όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός στην Αθήνα.
Η μεγαλύτερη από τις τρεις γυναίκες, η Μάχη Σιολή, ζει εκεί 18 χρόνια. Ο λόγος της ρέει αβίαστα, καθώς κάθεται στον απέναντι καναπέ. Η μόνη στιγμή που χάνει τα λόγια της είναι όταν θυμώνει. «Αλλά ποτέ μου δεν αισχρολογώ, είμαι άνθρωπος του Θεού. Και το μόνο που περιμένω είναι ο μισθός που θα πάρω φεύγοντας από τη γη».
Η οργή της γεννιέται από την προσπάθεια κάποιων, οι οποίοι όπως λέει στοχοποίησαν τους κατοίκους του καταυλισμού.
Κάτω από τσίγκινες στέγες, πίσω από ευάλωτες στο άγγιγμα πόρτες. Σε απόσταση αναπνοής από το γείτονά τους, ζουν 4.500 άτομα. Ανάμεσά τους βρίσκεται ένας μεγάλος αριθμός ανέργων και ρακοσυλλεκτών, που κυνηγούν να μαζέψουν από τους κάδους ότι άφησε πίσω του ο πολιτισμός. Πολλοί λιγότεροι είναι εκείνοι που βρίσκουν σκόρπια κανένα μεροκάματο αρκετό για να βγάλουν μερικές μέρες.
«Υπάρχει σχέδιο να κλείσουν τον καταυλισμό. Αν όμως έχει ποινικοποιηθεί η φτώχεια, ας μας το πουν», είναι μία από τις πρώτες κουβέντες της.
«Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν κακοποιά στοιχεία όπως συμβαίνει σε όλες τις κοινωνίες, μικρές ή μεγαλύτερες. Θα μπορούσαν όμως να κάνουν οι αρχές έναν έλεγχο και να διαχωρίσουν την ήρα από το στάρι. Δεν γίνεται να βρομίζουν την πορεία της ζωής μας και να μας χαρακτηρίζουν όλους εμπόρους ναρκωτικών. Με έχουν απειλήσει ότι θα με σκοτώσουν. Ήμουν από εκείνες που ήθελαν να αλλάξουν την εικόνα του Καποτά. Αυτή τη στιγμή ντρέπομαι να πω που βρίσκεται το σπίτι μου. «Πού, στον Καποτά μένεις; Εκεί με τους εμπόρους ναρκωτικών;», λένε όσοι μαθαίνουν που ζω».
«Στα σχεδόν 20 χρόνια που ζω εδώ, διδάχτηκα να συνεχίσω να είμαι άνθρωπος. Να μην αποκτηνωθώ από τις συνθήκες του καταυλισμού και από τις συνθήκες που επικρατούν έξω».
Καταγγέλλει παράνομες ενέργειες, όταν κάποιοι κάτοικοι εκδιώχθηκαν από τα λυόμενα που κάποιοι άλλοι καρπώθηκαν και τα πούλησαν σε νέους ιδιοκτήτες.
«Δεν είναι όλοι οι κάτοικοι του οικισμού σεισμοπαθείς. Κάποιοι φρόντισαν να διώχνουν συστηματικά τους σεισμόπληκτους από τα λυόμενα, ενώ οι ίδιοι τα πουλούσαν σε νέους ενοίκους. Η επιχείρηση γινόταν από μέλη του προηγούμενου Συλλόγου Σεισμοπλήκτων Καποτά. Όσα μέλη δεν συμμετείχαν στις αγοραπωλησίες παραιτήθηκαν. Ωστόσο δεν ήταν μόνοι τους σε ό, τι έκαναν. Συμμετείχαν και πρώην υπάλληλοι του δήμου, καθότι επρόκειτο για μία κερδοφόρα επιχείρηση».
Το τοπίο όμως φαίνεται να αλλάζει, όπως εκτιμά. «Σιγά σιγά αρχίζουν και ανοίγουν τα στόματα των κατοίκων. Μέχρι πρότινος όλοι φοβούνταν. Δεν ήταν λίγο να βλέπει κανείς τη δημοτική αστυνομία να συνοδεύει τους ανθρώπους που πουλούσαν τα λυόμενα. Εμείς μεταφερθήκαμε από έναν υποδειγματικό οικισμό το «Άξιον Εστί», ο οποίος παρέδιδε έργο στο διάστημα της ύπαρξής του. Στη συνέχεια τον έκλεισαν κι αυτόν. Θυμάμαι πως είχαν κανονίσει να μεταφέρουν τα λυόμενα από το Άξιον Εστί στο οικόπεδο ενός άλλου ιδιοκτήτη. Ο τότε δήμαρχος έστελνε άτομα που ισχυρίζονταν ότι το οικόπεδο ήταν δικό τους. Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο ένας από τους κατοίκους και μου είπε τι συνέβαινε. Τον προέτρεψα να δει τα συμβόλαια. Συμβόλαια δεν υπήρχαν πουθενά. Το αποτέλεσμα ήταν ότι λίγο καιρό πήρε φωτιά το λυόμενο του ανθρώπου. Η πυροσβεστική έβγαλε πόρισμα πως επρόκειτο για εμπρησμό. Λίγο αργότερα μας μετέφεραν εδώ. Όλη αυτή η ιστορία με τις πωλήσεις λυόμενων έγινε το 2005».
Το οικόπεδο που τους φιλοξενεί συνορεύει με το στρατόπεδο Καποτά. Περιουσία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
«Υπολογίστε ότι εδώ βρίσκονται συνολικά, περίπου 900 λυόμενα. Εάν κοστολογήσουμε κατ’ ελάχιστο 1.000 ευρώ το καθένα από αυτά, κάντε το λογαριασμό και θα καταλάβετε το μέγεθος της απάτης. Αναλογιστείτε ότι τουλάχιστον τα μισά έχουν πουληθεί.
Ευαγγελία Κωνστανταράκη, εθελόντρια
Η κυρία Κωνστανταράκη δηλώνει «εθελόντρια στον καταυλισμό υπό την ευλογία του δεσπότη».Συνταξιούχος της Τράπεζας της Ελλάδος προσφέρει αφιλοκερδώς κοινωνικό έργο στους κατοίκους του καταυλισμού. «Τα κακοποιά στοιχεία στα οποία κάποιοι αναφέρονται πολλοί, δεν πλήρωσαν για να μπουν στον οικισμό. Ωστόσο υπάρχουν και πρόσφυγες, πόντιοι και ρωσοπόντιοι που μένουν εδώ. Υπάρχουν άνθρωποι που πλήρωσαν για να βρουν μία στέγη. Η εγκληματικότητα είναι υπαρκτή. Ωστόσο αποτελεί τη μειοψηφία των κατοίκων».
«Πολλοί με ρώτησαν γιατί μπλέκομαι. Τι τον θέλω τον εθελοντισμό. “Τι θες και τρέχεις στον καταυλισμό;”, αναρωτήθηκαν κάποιοι. Ωστόσο δεν χάνω την ώρα μου ερχόμενη εδώ, όπως πολλοί πιστεύουν. Γεμίζει η ψυχή μου. Γνώρισα αγίους εδώ μέσα».
Τα παιδιά χωρίς ευκαιρίες που δέχονται τη ματαίωση
Μιλάει για τα παιδιά που μειονεκτούν σε ερεθίσματα και ευκαιρίες. «Όταν βγει ένα παιδί από εδώ υστερεί. Δεν ξέρει πως είναι ο κόσμος. Αυτό που με συγκινεί στα παιδιά είναι ότι δέχονται πολύ εύκολα τη ματαίωση. Αν πείτε σε ένα παιδί του καταυλισμού ότι δεν θα το πάτε βόλτα, θα το δεχτεί στωικά. Αν κάνετε κάτι αντίστοιχο σε ένα άλλο παιδί, θα αντιδράσει. Θα βάλει τις φωνές. Αυτό μου σπάει την καρδιά. Ένα παιδί εδώ έχει την αίσθηση ότι δεν το δικαιούται αυτό που του προσφέρεται. Κάποια από αυτά βγάζουν μία επιθετικότητα, γιατί έτσι μεγαλώνουν. Τσακώνονται γιατί δεν ξέρουν τρόπο να λύσουν τις διαφορές τους».Η κυρία Μάχη ξαναπαίρνει το λόγο. Επιδιώκει να απαντήσει σε όσους χαρακτηρίζουν τον οικισμό «άβατο» και «άνδρο ναρκωτικών». «Δεν νιώθουμε ότι ζούμε βουτηγμένοι στην εγκληματικότητα. Περισσότερο κινδυνεύουμε στο κέντρο του Μενιδίου, παρά εδώ.
Τα βράδια του καλοκαιριού κοιμάμαι έξω. Χωρίς να ανησυχώ καθόλου μήπως συμβεί κάτι. Βρίσκομαι εδώ το ένα τρίτο της ζωής μου. Και είμαι πλέον εξήντα χρονών. Ο ερχομός μου στον καταυλισμό ήταν πολύ δύσκολος. Θυμάμαι τον πρώτο καιρό μετά το σεισμό, όταν είχαμε φτιάξει μία παράγκα έξω από το σπίτι μας για να προστατευτούμε. Έβρεχε συνεχώς τις μέρες που ακολούθησαν. Δεν θέλαμε να εγκαταλείψουμε το σπίτι μας. Αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Ο άντρας μου κουβάλησε κρυφά τα πράγματα από το σπίτι στον καταυλισμό την ώρα που δούλευα. Για καιρό έβλεπα εφιάλτες. Ότι ήμουν σε ένα υπόγειο, είχαν πέσει χώματα από το σεισμό και δεν μπορούσα να απεγκλωβιστώ. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω…».
«Θυμάμαι πως όταν έγινε ο σεισμός είχαν ανοίξει οι τοίχοι του σπιτιού. Είχα ανέβει στο πατάρι να κατεβάσω κουβέρτες. Έπεσε η σκάλα και έμεινα μετέωρη στο πατάρι να προσπαθώ να κατέβω».
Ελένη Σιολή
Η κόρη της Ελένη δούλευε ως βοηθός μάγειρα. Μητέρα ενός παιδιού, χωρισμένη. Δεν έφυγε ούτε εκείνη ποτέ από τον οικισμό από το 1999.«Απέκτησα μεγάλη φοβία από το σεισμό. Δεν ήθελα, ούτε θέλω να φύγω από εδώ. Ακόμα και σήμερα δεν έχω ξεπεράσει το σοκ. Εκτός από το φόβο, οι ίδιες οι συνθήκες και η οικονομική μου κατάσταση δεν μου επέτρεψαν να τον εγκαταλείψω. Αυτή τη στιγμή είμαι άνεργη».
«Όταν συνέβη ήμουν ήδη αρκετά μεγάλη. 21 ετών. Ρωτήστε όμως το γιο μου… Γεννήθηκε στον οικισμό, μεγάλωσε και συνεχίζει να μένει εδώ».
Μιλώντας για την παραβατικότητα στον οικισμό υποστηρίζει ότι «κάποια στιγμή χάθηκε εντελώς η μπάλα στον καταυλισμό. Δεν υπήρχε κανείς υπεύθυνος για το τι συνέβαινε εδώ. Όποιος ήθελε έμπαινε, έβγαινε, έδιωχνε κόσμο και ξεπουλούσε τα λυόμενα».
«Όμως δεν είμαστε όλοι παραβατικοί. Υπάρχουν κάποιοι που νοίκιασαν λυόμενα για να τα κάνουν αποθήκες κλοπιμαίων. Δημιουργήθηκε για εμάς μία εικόνα που απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Δεν είμαστε άβατο, όπως κάποιοι πιστεύουν. Και αν κάνεις μία βόλτα στον οικισμό θα δεις ότι ελάχιστες πόρτες είναι κλειστές. Οι κλειστές πόρτες είναι για εκείνους που έχουν κάτι να κρύψουν».
«Τον πρώτο καιρό πάθαινα καταθλίψεις μετά το σεισμό και δεν ήθελα να φύγω από το σπίτι. Σιγά σιγά συνάδελφοι και φίλοι άρχισαν να απομακρύνονται. Η καθημερινότητα είναι κάπως παράξενη εδώ. Σαν μικρό χωριό. Βγαίνω από το σπίτι και ο ένας μετά τον άλλο μου φωνάζουν να πιούμε καφέ. Να κάνουμε ένα τσιγάρο».
Η ζωή το χειμώνα
Το χειμώνα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι καιρικές συνθήκες δυσχεραίνουν τη διαβίωσή τους. Μια σόμπα αλογόνου πασχίζει να ζεστάνει ολόκληρο το σπίτι. «Καλύπτουμε με πανιά τις χαραμάδες για να μη μπαίνει το νερό της βροχής. Μπαλώνουμε με σιλικόνη όπου πρέπει», λέει η κυρία Μάχη, παρεμβαίνοντας στη συζήτηση.
«Αν με ρωτούσατε ποιοι μένουν εδώ, ένα πράγμα θα σας έλεγα: “ΑΝΘΡΩΠΟΙ!”. Οι περισσότεροι δεν έχουν δώσει ποτέ τους δικαίωμα».
πηγή
Δείτε όλα τα θέματα του Weekend
Σχετικές ετικέτες:ΑττικήΕλλάδακαταυλισμός τσιγγάνωνΜενίδιWeekend
Σχετικά άρθρα
Ροή ειδήσεων