03:52 | 9/7/17
>
Πώς ένας συνταξιούχος ελαιοχρωματιστής ζωντανεύει με τα πινέλα του τη «Λόλα, το Μίμη, την Έλλη και την Άννα» στους τοίχους των σχολείων
Γράφει η Μαργαρίτα ΤζαγκαράκηΔύο παιδάκια αγκαλιασμένα να διαβάζουν, ντυμένα με τις σχολικές ποδιές, με το χαρακτηριστικό μπλε
και άσπρο. Αν μια εικόνα συνοδεύει τη συλλογική μνήμη από τα μαθητικά χρόνια των προηγούμενων γενιών, αυτή σίγουρα είναι το εξώφυλλου του αλφαβητάριου του Δημοτικού.
Για τα «πρωτάκια» εκείνης της εποχής που το διδάχτηκαν σημαίνει πολλά: σχολείο, μπλε ποδιά, κοτσιδάκια στα μαλλιά, σοσονάκια, αυστηροί δάσκαλοι, καθαρεύουσα, οξείες και περισπωμένες, μαυροπίνακες, κιμωλίες, μπλε τετράδια, ξύλινα θρανία, διάλειμμα για κυνηγητό, σχοινάκι ή κουτσό, μήλα, πολλές και γλυκές αναμνήσεις!
Η πρώτη επαφή των μικρών μαθητών με τη μαγεία της γλώσσας μέσω των γραμμάτων και των συνδυασμών τους, γινόταν με τα λεγόμενα αλφαβητάρια. Ήταν τα σημερινά βιβλία της Γλώσσας.
Το 1919, κυκλοφόρησε το πρώτο αναγνωστικό με το όνομα, Αλφαβητάριο, και ήταν μέρος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Ελευθέριου Βενιζέλου. Έμεινε γνωστό σαν «το Αλφαβητάρι με τον Ήλιο», λόγω του εξωφύλλου του που επιμελήθηκε μαζί με την υπόλοιπη εικονογράφηση ο Κ. Μαλέας. Η συντακτική ομάδα αποτελούνταν από τους Δ. Ανδρεάδη, Αλ. Δελμούζο, Μ. Τριανταφυλλίδη, Π. Νιρβάνα και Ζ. Παπαντωνίου και χρησιμοποιήθηκε για σχεδόν 30 χρόνια.
Το 1949, η πρώτη τάξη του δημοτικού απέκτησε το αναγνωστικό «Τα καλά παιδιά», με ήρωες τον Ρήγα, την Νίνα, την Άννα. σε κείμενα του Επαμεινώνδα Γεραντώνη και σε εικονογράφηση του Κωνσταντίνου Γραμματόπουλου.
Το 1955 τη θέση του πήρε το «Αλφαβητάριο», σε κείμενα των Γιαννέλη, Σακκά, Συκώκη, με εικονογράφηση πάλι του Κωνσταντίνου Γραμματόπουλου και με πρωταγωνιστές την Άννα, τον Μίμη, την Έλλη, την Λόλα. Εκδόθηκε από τον Οργανισμό Εκδόσεων Σχολικών Βιβλίων και διδάχθηκε μέχρι και το 1978, με εξαίρεση την περίοδο της δικτατορίας. Υπήρξε το πιο γνωστό, αγαπημένο και μακροβιότερο αναγνωστικό μέχρι να αντικατασταθεί από το «Η γλώσσα μου».
Το «Αλφαβητάριον» απεικονίζει στο εξώφυλλό του δυο παιδάκια αγκαλιασμένα να διαβάζουν. Τα παιδάκια στο εξώφυλλο είναι ντυμένα με την τότε σχολική ενδυμασία, με το χαρακτηριστικό μπλε και άσπρο. Η ποδιά δηλαδή και ο γιακάς αντιστοιχούσαν στα χρώματα της ελληνικής σημαίας.
Ξεφυλλίζοντάς το παρακολουθεί κανείς τη ζωή μιας μικροαστικής οικογένειας. Ο μπαμπάς Θωμάς, η μητέρα Φανή, η Άννα, ο Ρήγας, Νίνα, είναι μερικοί από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου. Η πιο διάσημη βέβαια είναι η Λόλα, η αγαπημένη ηρωίδα των μαθητών, αλλά και το μήλο της. Η Λόλα ήταν η πρωταγωνίστρια του προηγούμενου αναγνωστικού του 1949, με τίτλο «Τα καλά παιδιά» αλλά διατηρήθηκε και στις δύο εκδόσεις.
«Έλλη, να ένα μήλο. Λόλα να ένα άλλο, Άννα να μήλα» έγραφε το Αλφαβητάριο στη σελίδα που οι μικροί μαθητές διδάσκονταν το γράμμα «μ». Η Άννα, η Λόλα, η Έλλη και ο Μίμης θα συντροφέψουν χιλιάδες παιδιά και μέχρι σήμερα παραμένουν οικείοι και αγαπητοί, ακόμα και για όσους δεν το διδάχτηκαν.
Και τα δύο αναγνωστικά, το «Αλφαβητάριον» και «Τα Καλά Παιδιά» τα φιλοτέχνησε ο ίδιος άνθρωπος, ένας σπουδαίος Έλληνας ζωγράφος και χαράκτης, ο Κώστας Γραμματόπουλος.
Ο Κώστας Γραμματόπουλος, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1916 και καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1934-1940, έχοντας καθηγητή ζωγραφικής τον Ουμβέρτο Αργυρό και χαρακτικής τον Γιάννη Κεφαλληνό. Το 1949 αναλαμβάνει να εικονογραφήσει το «Αλφαβητάριο - Τα Καλά Παιδιά» του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, για το οποίο πήρε το πρώτο βραβείο, μεταξύ 44 χωρών, στη Διεθνή Έκθεση Διδακτικού Βιβλίου στο Λέκεν του Βελγίου και το 1955 το «Αλφαβητάριο».
Ο ίδιος θα πει στην τελευταία του συνέντευξη στον Ντίνο Γιώτη: «… Τα αλφαβητάρια μιλάνε στην ψυχή των ανθρώπων. Αν τα ανοίξετε, θα καταλάβετε».
Με το αλφαβητάρι οι μαθητές της πρώτης τάξης του δημοτικού μάθαιναν να συλλαβίζουν τις πρώτες τους λέξεις και να μπαίνουν στο μαγικό κόσμο της γλώσσας και από αυτήν στον κόσμο της γνώσης και της σκέψης. Ο μαθητής μαθαίνει τα γράμματα, τις συλλαβές, τους φθόγγους για να φτάσει τελικά στην ίδια τη λέξη και στη σημασία της.
«Μου, μου... η αγελάδα, Μου... έκανε η αγελάδα, σαν να έλεγε: "Θέλω το φαγητό μου"».
Ο μαθητής πρώτα θα μάθει να αναπαράγει τη λέξη προφορικά πρώτα, ύστερα και γραπτά. Και κάπως έτσι περνάει από τη λέξη στη φράση, από τη φράση στην πρόταση κι από εκεί στην παράγραφο.
Εκτός από ανάγνωση, το αλφαβητάριο αποτύπωνε την ελληνική καθημερινότητα εκείνης της εποχής. Τα παιδιά μάθαιναν ακόμα κανόνες καλής συμπεριφοράς, αλλά και πώς είναι η οικογενειακή ζωή. Σε ένα σκίτσο βλέπουμε όλη την οικογένεια να είναι μαζεμένη γύρω από το οικογενειακό τραπέζι και να ετοιμάζεται για φαγητό.
Οι ιστορίες με τη Λόλα, την Έλλη, το Μίμη είναι ακόμη ζωντανές, με τις προηγούμενες γενιές να έχουν ταυτιστεί πολλάκις μαζί τους. Κι αν το Αλφαβητάριο καταργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '70 ωστόσο όλο και σε κάποια βιβλιοθήκη σπιτιού θα το δεις σαν ενθύμιο μιας άλλης νοσταλγικής εποχής…
Η Λόλα, η Άννα, η Έλλη, ο Μίμης πήγαν και πάλι σχολείο!
Είναι 72 ετών, συνταξιούχος ελαιοχρωματιστής και λατρεύει τη ζωγραφική και τα παιδιά. Ο Γιώργος Κατσίποδος θα μπορούσε να περνάει την ώρα του σε κάποιο καφενείο ή σε κάποια πλατεία. Εκείνος όμως προτιμάει να δίνει ζωή στους άτονους τοίχους των σχολείων της Πάτρας.
Ζωντάνεψε την Λόλα και την Άννα αλλά και άλλους ήρωες των σχολικών χρόνων στους τοίχους των δημοτικών σχολείων και μάλιστα εθελοντικά.
Οι μικροί μαθητές τον λατρεύουν, για αυτούς είναι ο κ. Γιώργος, ο παππούς. Οι γονείς των παιδιών τον ευγνωμονούν αλλά και οι δάσκαλοι των σχολείων τον καλούν να ομορφύνει και τα δικά τους σχολεία.
«Έχω φτιάξει 20 σχολεία μέχρι τώρα εδώ και 8 χρόνια. Το σχολείο που πηγαίνανε τα εγγόνια μου ήταν σε κακά χάλια και είπα να το φτιάξω. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Το είδαν ορισμένοι εκπαιδευτικοί και τώρα με φωνάζουνε να ζωγραφίζω σχολεία» λέει στο newsbeast.gr.
Μία από τις τελευταίες του δημιουργίες φιγουράρει στους τοίχους του δημοτικού σχολείου στο Σούλι της Πάτρας, το οποίο πλέον φιλοξενεί την τοιχογραφία με το αναγνωστικό που συνόδευε πολλές προηγούμενες γενιές στα θρανία της πρώτης τάξης. Η Λόλα και η Άννα ζωντανεύουν μέσα από τα πινέλα του κ. Γιώργου.
«Έχω φτιάξει εικόνες από το παλιό αναγνωστικό τον Μίμη και την Άννα με τις τσάντες τους που πάνε στο σχολείο και από την άλλη μεριά να βγαίνουν τρέχοντας και πιο πέρα να τους περιμένει η μαμά τους» μας λέει.
Ο κ. Κατσίποδος ζωγραφίζει ακόμα αρχαία ιστορία μινωικό πολιτισμό, ήρωες Ντίσνεϊ, Μίκι Μάους. Από μικρός του άρεσε να ζωγραφίζει. Εργάστηκε ως ελαιοχρωματιστής. Όταν βγήκε στη σύνταξη έφτιαξε την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης στην περιοχή του. Μετά μπήκαν στη ζωή του τα σχολεία.
«Μιλάμε για 8 χρόνια, 20 σχολεία. Το λιγότερο που μου παίρνει είναι 10 μέρες για ένα σχολείο και το περισσότερο 2 μήνες. Είναι κουραστικό αλλά εάν συνεχίζω να το κάνω είναι για την χαρά και την περιέργεια που έχουν τα παιδιά, να μάθουν τι συμβολίζει το ένα και τι το άλλο. Ήρθε ένα παιδί, ο Νικόλας, εκεί που ζωγράφιζα και μου λέει "δεν βγάζω το όνομά σας. Του είπα πως είναι το όνομά μου και μου έγραψε γράμμα ευχαριστώντας με που του ζωγράφισα το σχολείο του. Παίρνω χαρά και δύναμη από τα παιδιά. Αλλά και από τους εκπαιδευτικούς και από τους γονείς» λέει και συνεχίζει:
«Όσο μπορώ και περπατάω, θα ζωγραφίζω. Πρέπει να αγαπάς αυτό που κάνεις. Το κάνω για τα παιδιά. Είμαι 72 ετών. Ξυπνάω στις 5:30 το πρωί, στις 6 πάω το σκύλο μου βόλτα μισή ώρα, φοράω τα ρούχα της δουλειάς, φορτώνω το αυτοκίνητό μου πάω στο σχολείο και έρχομαι στις 2:30 σπίτι μου. Όταν γυρνάω σπίτι μου και κάθομαι καταλαβαίνω πόσο πονάνε τα πόδια μου. Το απόγευμα φτιάχνω τα σχέδια της δουλειάς που θέλω για την άλλη μέρα, μπορεί να πάω να πάρω χρώματα, θα πάω το σκύλο μου βόλτα και επιστροφή στο σπίτι. Μετά τις 9 το βράδυ κάθομαι και ησυχάζω λιγάκι.Έχω προτάσεις και εκτός Πάτρας, στην Καλαμάτα, στην Αθήνα αλλά δεν μπορώ να πάω, είναι μακριά. Ταυτόχρονα παίζω και καραγκιόζη σε ένα παιδικό σταθμό».
Ο κ. Γιώργος Κατσίποδος έχει γίνει αποδέκτης και αρνητικής κριτικής: «Πολλοί λένε ότι συνταξιούχος είναι δεν έχει τι να κάνει. Γιατί δεν έχω; Τα καφενεία είναι γεμάτα, οι ακροθαλασσιές είναι γεμάτες από συνταξιούχους που ψαρεύουν, οι πλατείες είναι γεμάτες από συνταξιούχους που κάθονται. Ενώ λέω ότι το κάνω αφιλοκερδώς πολλοί δεν το πιστεύουν. Τους φαίνεται παράξενο» μας λέει.
Η κουβέντας μας ολοκληρώνεται σιγά σιγά κι εκείνος κρατάει το καλύτερο για το τέλος: «Εάν μπορούσε ο καθένας από αυτό που ξέρει ή αυτό που μπορεί, να προσφέρει ίσως η κοινωνία μας να ήταν καλύτερη».
πηγή
Δείτε όλα τα θέματα του Weekend
Σχετικά άρθρα
Ροή ειδήσεων