03:25 | 8/7/17
«Ολόκληρη η ζωή μας είναι ένας διαρκής αγώνας ενάντια στα λάθη της κληρονομικότητας. Εάν το αντιληφθούμε, θα πάψουμε να αναζητούμε τη μάταιη ευτυχία, να χαιρόμαστε από τα λάθη των άλλων, να αισθανόμαστε μεγάλοι, ένδοξοι, αθάνατοι»
Γράφει στο Greek-iNews.gr ο Δημήτρης Δακρότσης, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας – Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Πανεπιστημίου ΑθηνώνΟλόκληρη η ζωή μας είναι ένας διαρκής αγώνας ενάντια στα λάθη της κληρονομικότητας. Εάν το αντιληφθούμε, θα πάψουμε να αναζητούμε τη μάταιη ευτυχία, να χαιρόμαστε από τα λάθη των άλλων, να αισθανόμαστε μεγάλοι, ένδοξοι, αθάνατοι.
Έχουμε διδαχθεί, οι Χριστιανοί, ότι είμαστε πλάσματα δημιουργημένα από τον Θεό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν του, δηλαδή εν δυνάμει Θεοί και πως ο δρόμος του υπέρτατου μετασχηματισμού μας περνά μέσα από την ταπεινοφροσύνη και την αγάπη. Πώς όμως μπορεί κανείς να είναι ταπεινόφρων τη στιγμή που επιθυμεί ο ίδιος να γίνει Θεός; Γιατί η θέση του Θεού είναι μία, ενώ οι άνθρωποι είμαστε πολλοί και εξαιρετικά διεκδικητικοί, δηλαδή αλαζόνες. Ο ταπεινός είναι ταπεινός, ο αλαζών είναι αλαζών. Μέση οδός δεν υπάρχει, δεδομένου ότι η ταπεινοφροσύνη, στη Χριστιανική ηθική θεωρείται αρετή, ενώ η αλαζονεία, υπερβολή. Ωστόσο, ο άνθρωπος δεν δικαιούται να είναι αλαζών, εφόσον η κληρονομικότητα περιορίζει την παντοδυναμία του. Και η αγάπη; Αγάπη είναι ένα συναίσθημα που δεν εξαγοράζεται. Προσφέρεται χωρίς ιδιοτέλεια μεταξύ ανθρώπων, συχνά και ζώων ή σε συνδυασμό. Καμία υπόσχεση για «θεοποίηση» σε ένα άλλο σύμπαν, σε μία υπερβατική πραγματικότητα πέρα από την τρισδιάστατη στην οποία ζούμε, δεν μπορεί να μας πείσει να αγαπούμε περισσότερο ή λιγότερο έναν από κάποιον άλλον.
Η βαριά ατμόσφαιρα των συνεπειών της αμαρτίας είναι ό,τι μας έχει απομακρύνει από τη φύση μας: φύση Θεία δοσμένη και ταυτόχρονα Θεία καταπιεσμένη. Η ντροπή της βιολογίας ενάντια στο επιθυμητικό μέρος του νου, λειτουργεί καταστροφικά. Τι αγαθό μπορείς να πράξεις όταν ντρέπεσαι; Στο όνομα τίνος και με ποιο σκοπό; Η παρότρυνση για Θεοποίηση, αναφέρεται ακριβώς στο ξύπνημα της εγγενούς ανθρώπινης προδιάθεσης,που περιγράφει ο Νίτσε ως εκδηλωμένη θέληση για δύναμη.
Δεν αποτελούν, οι σκέψεις αυτές, λόγο αθεΐας ή αντιχριστιανικού φρονήματος. Ούτε υποστηρίζω ότι τα Ιερά Κείμενα διδάσκουν την υποκρισία. Η διάσταση ανάμεσα στις Γραφές και την πραγματικότητα, κατά τη γνώμη μου, είναι συνέπεια του ότι, τα Ιερά Κείμενα δεν γράφτηκαν για εμάς, αλλά τους ανθρώπους των κοινωνιών της εποχής εκείνης. Είναι λάθος να μεταφέρουμε ατόφιο τον συμβολισμό άλλων εποχών στο σήμερα και να κατασκευάζουμε δόγματα, δεδομένου ότι ο άνθρωπος έχει προοδεύσει αρκετά, ώστε να μη στηρίζεται στη μεταφυσική απειλή.
Δεν είμαστε λοιπόν, Θεοί. Ό,τι είμαστε συνδέεται με τις ανάγκες, τη βιολογία, την κληρονομικότητά μας. Η δε αγάπη, ως αγαθό, είναι ό,τι πιο μεγαλειώδες μας έχει προσφέρει αυτή η κληρονομικότητα για να ζούμε με νόημα. Ας τη δίνουμε απλόχερα λοιπόν, όπως και όπου μπορούμε, χωρίς υποκρισία. Και τι είναι υποκρισία; Είναι ακριβώς η απογύμνωση του καταναγκαστικού τρόπου να δείχνουμε ότι αγαπούμε: ένα από τα μεγαλύτερα «παράπονα» του ανθρώπου για τον συνάνθρωπο, κυρίως στην εποχή μας.
Ας επανεξετάσουμε τους συμβολισμούς, ας γνωρίσουμε την ουσία τους, ας κοιτάξουμε στο βάθος των πραγμάτων: το είναι, δηλαδή το γεγονός και όχι το φαίνεσθαι, το «καθώς πρέπει». Και αν θέλουμε να μάθουμε από τα Ιερά Κείμενα ας μην τα «διαβάζουμε» απλώς για να μεταφέρουμε ατόφια την πληροφορία ενός άλλου καιρού στις μέρες μας, αλλά ας τα μελετούμε. Και η μελέτη δεν βρίσκεται στις λέξεις-φράσεις, αλλά πίσω από αυτές.
Σχετικές ετικέτες:Δημήτρης ΔακρότσηςΕλλάδαθρησκείαφιλοσοφία
Σχετικά άρθρα