01:46 | 9/9/17
Ξεκίνησε από τον Πειραιά για να κατακτήσει τον κόσμο αλλά η ζωή είχε άλλα σχέδια
Το αεροπλάνο φτάνει στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Η άφιξη της πτήσης ανακοινώνεται και ξαφνικά επικρατεί αναβρασμός. Οι ταξιδιώτες αλλά και όσοι περίμεναν τους δικούς τους ανθρώπους αναστατώνονταιόταν ξαφνικά ένα πλήθος φωτογράφων σπρώχνεται και αλληλοστριμώχνεται για το ποιος θα πάρει την καλύτερη θέση. Μια και μόνο φωτογραφία άξιζε «χρυσάφι» εκείνη την εποχή.
Οι επιβάτες του αεροπλάνου, αρχίζουν σταδιακά και κάνουν την εμφάνισή τους στην αίθουσα αφίξεων. Δείχνουν κι αυτοί σαστισμένοι. Μία ηλικιωμένη γυναίκα καθηλωμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο, έχοντας το κεφάλι της καλυμμένο με ένα σκούρο μαντίλι, περνάει ανάμεσα από το πλήθος χωρίς να δίνει την παραμικρή σημασία.
Ούτε και κανείς άλλος, βέβαια, δίνει σημασία στην εξαιρετικά λεπτή γυναίκα με το σκυφτό σχεδόν σκεβρωμένο σώμα. Μερικές στιγμές αργότερα με τη βοήθεια του άντρα που τη συνοδεύει, μπαίνουν σε ένα ταξί και εξαφανίζονται.
Το σχέδιο διαφυγής είχε πετύχει. Κανείς από το πλήθος των παπαράτσι που είχαν κάνει το Ελληνικό δεύτερο σπίτι τους αναμένοντας την επιστροφή του καταβεβλημένου από το AIDS Μπίλι Μπο από το Παρίσι, δεν πήρε χαμπάρι πως μόλις είχε περάσει κάτω από τη «μύτη» τους, μεταμφιεσμένος σε ηλικιωμένη γυναίκα.
Λίγους μήνες αργότερα ο διάσημος σχεδιαστής θα γινόταν ο πρώτος διάσημος Έλληνας που θα έφευγε από τη ζωή χτυπημένος από την αρρώστια.
Τα πρώτα χρόνια και το ξεκίνημα γεμάτο όνειρα
Γεννήθηκε το 1954 στα Καμίνια. Παιδί μιας πολύτεκνης και φτωχής οικογένειας ο Βασίλης Κουρκουμέλης, έδειξε από τα πρώτα του βήματα πως ήταν κάτι ξεχωριστό. Αν και μεγάλωνε στις αλάνες του Πειραιά, ουδέποτε έπαιξε μπάλα. Ήταν από μικρός ανήσυχο πνεύμα. Ίσως να γνώριζε και ο ίδιος πως ήταν κάτι το ξεχωριστό και το ιδιαίτερο.
Στα 16 του χρόνια θα κάνει μια γνωριμία που θα αλλάξει τη ζωή του. Θα συναντηθεί με τον κατά 10 χρόνια μεγαλύτερο του Μάκη Τσέλιο. Ανάμεσα στους δυο θα αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη σχέση μέσω της οποίας ο ένας έπαιρνε από τον άλλο δύναμη για να πραγματοποιήσουν το όνειρο τους: Να κατακτήσουν τον κόσμο της μόδας.
Ο Βασίλης προκειμένου να βγάλει τα πρώτα του χρήματα αρχικά δουλεύει ως χορευτής σε διάφορες μπουάτ της Πλάκας. Σε μια από αυτές χόρευε μαζί με τις αδελφές Μπρόγιερ. Άνθρωποι που τον είδαν να χορεύει θα πουν αργότερα πως την ίδια ποσότητα λουλουδιών που έριχναν στις αδελφές Μπρόγιερ έριχναν και στο νεαρό, ψιλόλιγνο πανέμορφο αγόρι που τραβούσε σα μαγνήτης τα βλέμματα ανδρών και γυναικών.
Μόλις συγκεντρώνει κάποια χρήματα γράφεται σε σχολές και καλλιεργεί το ταλέντο του. Σε συνδυασμό με την χαρισματική προσωπικότητα αλλά και τη σπάνια εξωτερική του ομορφιά, ο νεαρός Βασίλης Κουρκουμέλης μαζί με τον Μάκη Τσέλιο τολμούν και κάνουν το πρώτο μεγάλο βήμα.
Ανοίγουν την μπουτίκ «Μπίλι Μπο» στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Σόλωνος. Ο ίδιος το υιοθετεί άμεσα ως… επαγγελματικό ψευδώνυμο. Έτσι συστήνεται στο ευρύ κοινό.
Η εκτόξευση στ’ αστέρια της μόδας
Από το άνοιγμα εκείνης της μπουτίκ και έπειτα άρχισε η ξέφρενη πορεία προς την κορυφή. Ότι κι αν έκαναν Μπίλι Μπο και Τσέλιος είναι επιτυχία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας ανοίγουν το ένα μαγαζί μετά το άλλο. Μύκονος, Θεσσαλονίκη, Ψυχικό και δυο ακόμα στο κέντρο της Αθήνας.
Κερδίζουν διαγωνισμούς και γίνονται γνωστοί στο εξωτερικό. Φυσικά με τα ρούχα του ντύνονται όλες οι μεγάλες σταρ της εποχής, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Ζωή Λάσκαρη και η Έλενα Ναθαναήλ.
Το 1981 πάντα μαζί με τον Μάκη Τσέλιο αναλαμβάνουν να σχεδιάσουν τις στολές των αεροσυνοδών της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Η επιτυχία είναι πρωτοφανής και πλέον ο Μπίλι Μπο δεν είναι ένας απλά πετυχημένος σχεδιαστής μόδας. Είναι κάτι σαν ποπ σταρ. Είναι ο Έλληνας Άντι Γουόρχολ.
Είναι νέος, ωραίος, επιτυχημένος και τίποτα δεν δείχνει ικανό να εμποδίσει την πορεία του Μπίλι Μπο προς την κορυφή του κόσμου.
Ο σχεδιασμός των στολών της Ολυμπιακής ήταν αυτός που άνοιξε στον Μπίλι Μπο τις πόρτες για το εξωτερικό. Με την βοήθεια ενός Ελληνοαμερικανού ανοίγει μια μπουτίκ στη Νέα Υόρκη, κοντά στη φημισμένη Park Avenue. Η επιτυχία είναι ανεπανάληπτη. Δυο Έλληνες σχεδιαστές μόδας ανοίγουν μια μπουτίκ 370 τετραγωνικών στην «καρδιά» της αμερικάνικης μεγαλούπολης.
Τα εγκαίνια ήταν ένα σπουδαίο γεγονός. Ανάμεσα στους λαμπερούς καλεσμένους και ο Άντι Γουόρχολ ο οποίος θα μεσολαβούσε για συνέντευξη του Βασίλη στο φημισμένο περιοδικό «Interview». Εκείνη την εποχή αν έμπαινες στο Interview, ήσουν ήδη σημαντικός, σε είχε αποδεχθεί ένα ολόκληρο σύστημα.
Από τα εγκαίνια, ωστόσο, έλειπε ο Μπιλι Μπο…
Το AIDS και η πορεία προς το θάνατο
Όταν ακόμα οι εργασίες για το στήσιμο της μπουτίκ βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη και εκεί που όλα πήγαιναν καλά ο Μπίλι Μπο άρχισε να αισθάνεται αποδυναμωμένος, χωρίς ενέργεια. Συνεχώς αδυνάτιζε και σταδιακά έχανε τη διάθεση για να κάνει οτιδήποτε. Τον Σεπτέμβριο του 1986 αποφασίζει να κάνει εξετάσεις. Αυτό που όλοι φοβόντουσαν είχε συμβεί.
Η ασθένεια που εκείνη την εποχή θέριζε τους νέους ανθρώπους είχε «χτυπήσει την πόρτα» του Μπίλι Μπο. Το AIDS ήταν ακόμα μια άγνωστη ασθένεια η οποία ισοδυναμούσε με θάνατο. Σε μια συνέντευξη που έδωσε πριν από μερικά χρόνια ο Μάκης Τσέλιος τόνισε πως ποτέ δεν έμαθαν πως κόλλησε. «Τότε κανείς δεν έπαιρνε προφυλάξεις στο σεξ. Η πορεία της ασθένειας, έκανε τους πάντες να αλλάξουν μέσα στα επόμενα χρόνια» είχε πει.
Οι φήμες για την υγεία του σε συνδυασμό με την απουσία του από τα εγκαίνια, μετέτρεψαν τους ψιθύρους σε «κραυγές» οι οποίες γιγαντώθηκαν ακόμα περισσότερο με δεδομένο την έλλειψη πληροφόρησης της ελληνικής κοινωνίας για τη συγκεκριμένη ασθένεια.
Στις εφημερίδες της εποχής είχαν φιλοξενηθεί και δηλώσεις έντρομων μοντέλων που δεν ήξεραν αν είχαν κολλήσει και εκείνες επειδή έκαναν… πρόβες στα ρούχα του Μπίλι Μπο. Δημοσιογράφοι έφτασαν σε σημείο να γράφουν πως ο σχεδιαστής είχε πεθάνει, είχε αποτεφρωθεί και οι στάχτες του είχαν σκορπιστεί στο Αιγαίο. Κάποιοι από αυτούς, μάλιστα, έσπευσαν να ειδοποιήσουν και την οικογένεια του προκειμένου να αποσπάσουν μια δήλωση «πένθους»!
«Σας παρακαλώ να γράψετε ότι ζω»
Ο Μπίλι Μπο ζούσε τον δικό του Γολγοθά. Είχε να αντιμετωπίσει και την ασθένεια που σιγά- σιγά τον «έτρωγε» μετατρέποντάς τον σε ένα πλάσμα που λίγο θύμιζε τον πανέμορφο νέο που είχε κατακτήσει τον κόσμο της μόδας αλλά και τις φήμες που τον ήθελαν νεκρό.
Με τον Μάκη Τσέλιο να βρίσκεται πάντα στο πλευρό του, κάνουν (για όσο το επιτρέπει η κλονισμένη υγεία του) διαδοχικά ταξίδια στο εξωτερικό προκειμένου να υποβληθεί σε νέες θεραπείες. Εκείνη την εποχή, όμως, ο HIV έδειχνε ανίκητος.
Στην αυγή του 1987 ξεκινά για ένα ακόμα ταξίδι στην Αμερική. Δεν υπάρχει κανένα θετικό αποτέλεσμα και ο Μπίλι Μπο, δείχνει να αντιλαμβάνεται πως το τέλος είναι κοντά. Λίγο πριν την επιστροφή του στην Ελλάδα και ενώ ήταν ακόμα στο νοσοκομείο τηλεφωνεί στη δημοσιογράφο του περιοδικού «Ταχυδρόμος» Λένα Ζαννιδάκη και της ζητά να δώσει μια συνέντευξη.
«Γράψτε ότι ζω. Ότι ζω, αυτός είναι ο τίτλος, σας παρακαλώ. Κάποτε παρουσιάσατε στον Ταχυδρόμο το σπίτι μου στη Μύκονο και το ονομάσατε “Το καταφύγιο του Απόλλωνα”. Ήμουν ευτυχισμένος τότε, γεμάτος όνειρα και φιλοδοξίες. Φωτογραφίστε με και τώρα, απογυμνωμένο από όνειρα και φιλοδοξίες», αναφέρει στη τελευταία συνέντευξη που έδωσε ο Μπίλι Μπο.
Είχε ζητήσει να μην υπάρχει φωτογράφος στο ραντεβού. Τις φωτογραφίες της τράβηξε η ίδια η δημοσιογράφος, μετά από δική του άδεια, και προκάλεσαν αίσθηση διότι η σύγκριση με τις παλαιότερες φωτογραφίες του πανέμορφου άνδρα, έδειχναν για πρώτη φορά τι κάνει η συγκεκριμένη ασθένεια στον άνθρωπο.
Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του τις έζησε σε ένα σπίτι στο Καβούρι. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 13 Ιουνίου του 1987. Μόλις εννέα μήνες αφού είχε ανακαλύψει πως έπασχε από την ασθένεια που τελικά θα τον σκότωνε.
πηγή
Δείτε όλα τα θέματα του Weekend
Σχετικά άρθρα