20:28 | 5/9/17
«Δεν φαίνονται ασήμαντες για εκείνον που με κριτική διάθεση παρατηρεί τις σύγχρονες τάσεις της κοινωνίας, η απαξίωση, αδιαφορία, περιφρόνηση και μαζί με αυτά η μειούμενη αυτονομία και κύρος (θρησκευτικό, διανοητικό, καλλιτεχνικό), των έργων που ονομάζουμε πνευματικά, σε σχέση με εκείνα που ονομάζουμε χειρωνακτικά και της θετικής επιστήμης-τεχνικής που συνεπάγονται»
Του Ιταλού φιλόσοφου Μπενεντέτο ΚρότσεΜετάφραση στα ελληνικά: Δημήτρης Δακρότσης, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Read in italian
Δεν φαίνονται ασήμαντες για εκείνον που με κριτική διάθεση παρατηρεί τις σύγχρονες τάσεις της κοινωνίας, η απαξίωση, αδιαφορία, περιφρόνηση και μαζί με αυτά η μειούμενη αυτονομία και κύρος (θρησκευτικό, διανοητικό, καλλιτεχνικό), των έργων που ονομάζουμε πνευματικά, σε σχέση με εκείνα που ονομάζουμε χειρωνακτικά και της θετικής επιστήμης-τεχνικής που συνεπάγονται. Το ότι οι δύο κατηγορίες αποτελούν ενότητα ή συμπλέγματα ενοτήτων του πνεύματος είναι δεδομένο: αλλά η ενότητα, ούσα ζωντανή, διαλεκτική και περιέχουσα τη στιγμή της αντίθεσης και της δυσαρμονίας τονίζεται ιστορικά, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε, περισσότερο, όπως συμβαίνει σήμερα.
Η αντίθεση και η δυσαρμονία εκδηλώθηκαν ως θεμελιώδεις διακρίσεις μεταξύ της εργασίας που σχετίζεται με τη διατήρηση και ανάπτυξη της φυσικής, οικονομικής ή υλιστικής όπως λέγεται, ζωής και της εργασίας που αντανακλά την υπεροχή της ζωής που θεωρείται πνευματική• μεταξύ των τεχνών που η αρχαιότητα χαρακτήρισε «βάναυσες» και των ανώτερων, που θαυμάστηκαν και θεωρήθηκαν άξιες να μονοπωλούν τον χαρακτηρισμό «καλές» ως συνώνυμο του καλλιτεχνικά ωραίου. Και επειδή οι αντιθέσεις και η διαλεκτική των κατηγοριών του πραγματικού καθοδηγούν τη διαφορετικότητα τάσεων και συμπεριφορών, η παιδεία και ό,τι ονομάζεται προσωπικότητα, που είναι επίσης παιδεία, προαγωγή, ιστορική κατάρτιση και προσανατολίζει τις προτιμήσεις υπέρ της μίας ή της άλλης μορφής έργου, χειρωνακτικού και πνευματικού, στρέφει την πλειοψηφία των προτιμήσεων υπέρ της πρώτης, συγκριτικά με τη μειοψηφία που επιλέγει τη δεύτερη.
Μειοψηφία άλλης νοοτροπίας, πλην ωστόσο αναμφισβήτητα αναγνωρισμένη ως αδιαχώριστη, απαραίτητη και ενότητα του πνεύματος θετικά προδιατεθειμένη με εκείνη της πλειοψηφίας, όχι ανταγωνιστική, αντίπαλη, που την εκβιάζει και εκμεταλλεύεται για πνευματική αδυναμία ή ανεπάρκεια ρητορικής δεινότητας, όπως κάποτε ανεπιτυχώς δηλώθηκε ή πιστεύτηκε. Καταπιέσεις επωφελείς, παραγωγικές, εναρμονισμένες με τηνεκάστοτε ιστορική συγκυρία, εννοημένες όχι αρνητικά, αλλά σύμφωνα με τη χαρακτηριστική πνευματική συγκυρία του τόπου και της στιγμής, οι οποίες θα θεωρούνταν τυραννικές, αβάσταχτες, εχθρικές, αποκρουστικές και ηθικά επιλήψιμες, σε διαφορετικούς τόπους και στιγμές. Ιδού η «μεγάλη τραγωδία της εργασίας», για την οποία, ο AntonioLabriola εύγλωττα, μου παρουσίασε ένα είδος ιστορικού έπους που επιθυμούσε να συνθέσει, στο οποίο θα ανυψώνονταν οι διαφορετικές πλην ωστόσο παρόμοιες στην μοίρα και τον πόνο, φιγούρες γενεών εργατών από την Αρχαία Αίγυπτο και τη Βαβυλώνα, έως τη σύγχρονη Αγγλία και Γερμανία: τραγωδία με την έννοια ότι η ανθρώπινη ιστορία είναι πάντα τραγωδία. Αλλά το περιβάλλον της ιστορίας των εργατών που διαμορφώνεται μέσα από τρία στάδια, τα οποία είναι χρήσιμο να χωρίσουμε σε δουλεία, δουλοπαροικία και μισθωτή εργασία, δεν ήταν έργο της πνευματικής μειοψηφίας, αλλά μάλλον μίας άλλης μειοψηφίας, που προέκυψε στο εσωτερικό της πλειοψηφίας των ίδιων των χειρώνακτων, με τις ίδιες συμπεριφορές, ομοιογένεια αντιλήψεων, πεποιθήσεων και μεθόδων, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές κατευθύνσεις τους.
Η σύνθεση αυτής της διαφορετικής μειοψηφίας προέκυψε ιεραρχικά ως συνέχεια όσων ονομάστηκαν και τιμήθηκαν ως ήρωες, πατριώτες και πατέρες, αριστοκράτες και βαρόνοι φεουδάρχες, οι οποίοι εδραίωσαν και έως και σήμερα εδραιώνουν και κυβερνούν δημοκρατίες ή κράτη: είναι οι δίπλα ή κάτω από αυτούς κρατούντες τη βιομηχανία και το εμπόριο, οι επιχειρηματίες με μία λέξη, οι οποίοι οφείλουν να ελέγχουν την κοινωνική πρόοδο, κατευθύνοντας τα πλουτοπαραγωγικά μέσα, και που ενίοτε ταυτίζονται με την αριστοκρατία ή τη μοντέρνα φεουδαρχία ως συνέχεια της Αρχαιότητας.
Παρόλο που αυτή η μειοψηφία δεν εξυπηρετούσε ένα έργο αρνητικό και αντίθετο προς το πνεύμα των όρων, στους χρόνους του Rousseau και των διαφωτιστών θα τοποθετούνταν ανενδοίαστα πλάι στους μυθικούς προπάτορες, που τρώγοντας τον απαγορευμένο καρπό, έχασαν τον επίγειο παράδεισο και εδραίωσαν επάνω στη γη τη λουσμένη στον ιδρώτα, εργασία. Ωστόσο, ακόμη και η μειοψηφία για την οποία μιλάμε, εκπλήρωσε και εκπληρώνει ένα έργο απαραίτητο και θετικό• και δεν θα μπορούσε να φέρει σε πέρας αυτό το αποτέλεσμα, μη υποτάσσοντας, υποχρεώνοντας, εξωθώντας και πειθαρχώντας την πλειοψηφία στην εργασία προκειμένου να της επιβληθεί, με ό, τι δυσκολία και κίνδυνο συνεπάγετο η σύνδεση αυτής της επιβολής (τα μέλη της ήταν κοινοί θνητοί με αδυναμίες και όχι άγιοι ή ασκητές) με την ηδονή της πλούσιας και άνετης ζωής, που τα μέλη της απολάμβαναν σε εκείνες τις δεδομένες συνθήκες, ως αντάλλαγμα για το σθένος, το κουράγιο και τις υπηρεσίες τους στην κοινωνία, οφέλη τα οποία αποσύρονταν μόνον εφόσον οι υπηρεσίες αυτέςέπαυαν να εξυπηρετούν τις απαιτήσεις εκείνων που τους κατέστησαν κυρίαρχους. Κάθε άλλος τρόπος ερμηνείας της συγκεκριμένης πραγματικότητας είναι απότοκο φαντασίας και όχι λογικής• και τέτοιο είναι (όπως σήμερα έχει αναγνωριστεί) το ψευδές οικονομικό δόγμα του Μάρξ, το οποίο θεωρεί το κέρδος ως απλήρωτη εργασία, ερμηνεία καθόλα συμβολική του κοινωνικού συσχετισμού μιας εποχής, η οποία έχει αποδειχθεί ξεπερασμένη και πρέπει να αλλαχθεί ή να ανασκευαστεί.
Από αυτή την ιστορική κίνηση προκύπτει η ανάγκη ανάλυσης του νοήματος της φράσης «χειραφέτηση των εργατών», που επίσης χρήζει σαφούς ερμηνείας. Γιατί, την αληθινή και ορθά εννοημένη χειραφέτηση, ο άνθρωπος δεν αποκτά εάν δεν την επιθυμήσει ο ίδιος για τον εαυτό του, εάν δεν την διεκδικήσει ως ηθικό αίτημα της αδάμαστης εσωτερικής ελευθερίας του, σύμφωνα με τη χριστιανική εκδοχή, η οποία έχει σαφώς μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε αυτό το επίπεδο από εκείνη των διδασκαλιών της Αρχαίας φιλοσοφίας. Ο Χριστιανισμός αναγνωρίζει την χειραφέτηση ως κατάσταση άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανθρώπινη φύση, καθόλα προερχόμενη από το αίμα του Χριστού και σε αντίθεση προς τον συναλλακτικό-οικονομικό προσανατολισμό της Αρχαιότητας, ο οποίος στόχευε στην αργή φθορά και αποσύνθεσή της. Η χριστιανική διδασκαλία κατήργησε τη δουλεία και ήρε την απαξίωση με την οποία Έλληνες και Ρωμαίοι συνέδεαν την ιδέα αλλά και τα αποτελέσματα της χειρωνακτικής εργασίας. Από την άλλη, η χειραφέτηση των εμποδίων που τίθενται στις πράξεις μας είναι μόνο σχετική, ιδιάζουσα, ανεφάρμοστη, αντίθετη στη ζωή, γιατί οι πράξεις και η ενεργητικότητά μας έχει δικά της ελατήρια και δικό της υλικό εμποδίων: αν το δούμε καλύτερα, όσοι διαμέσου αυτής της απόλυτης κατάργησης των εμποδίων εφαρμόζουν το δικό τους φανατικό πρόγραμμα είναι αναρχικοί ή εγωπαθείς. Γι’ αυτό, η λεγόμενη χειραφέτηση των εργατών (θα έπρεπε να αναφέρεται στους ανθρώπους γενικότερα), έχει αξία και νόημα μόνο μέσα στην ιδιαιτερότητα της ιστορίας, σύμφωνα με τους τόπους και τις στιγμές• είναι δε το τρίτο από τα προαναφερθέντα στάδια διαδρομής εκείνο που αποκτά κύρος ιστορικής προόδου εφόσον σε αυτό της μισθωτής εργασίας, οι χειρώνακτες διοικούνται χωρίς διακρίσεις σε καθεστώτα δικαιοσύνης και ελευθερίας, συμμετέχουν στα κοινά μαζί με όλους, αυτοκαθορίζονται και επιλέγουν τις τύχες τους.
Δεν αντέχει σε αντίλογο και ως εκ τούτου είναι ψευδής και μαζί αδιάφορη η διαφορετική κρίση, σύμφωνα με τη οποία οι σκλάβοι της Αρχαιότητας απολάμβαναν καλύτερης ποιότητας ζωή από τους σημερινούς μισθωτούς ή λαϊκούς ανθρώπους, επειδή οι άρχοντες τους παρείχαν προστασία και εξασφάλιση από την αγωνία της αβεβαιότητας του σήμερα και του αύριο, προβλέποντας τη διατροφή, την ένδυση και τηστέγασή τους, δηλαδή ό,τι αρμόζει ως μεταχείριση σε πράγματα ή κατοικίδια. Τίθεται ωστόσο το ερώτημα, η χειραφέτηση, η κατάσταση προοδευτικής ελευθερίας από ενοχλητικά εμπόδια της ηθικής εξύψωσης των εργατών, πού βρήκε τα συναισθήματα, τον τρόπο σκέψης, τα λόγια, αν όχι στην άλλη μειοψηφία που δεν ανατράφηκε στο εσωτερικό της; Της μειοψηφίας η οποία έχει το ηγετικό πρωτείο των εργατών του πνεύματος, δηλαδή των ανθρώπων της θρησκείας, της φιλοσοφίας, της ποίησης; Των ανθρώπων της θρησκείας που εξέφρασαν μεγάλα λόγια προκαλώντας τους ισχυρούς και τις συνειδήσεις τους; Των φιλοσόφων, που επικαλούμενοι την κοινή λογική είναι από τη φύση τους δημοκρατικοί και «ab optimatibus non iniuriasibiexistimatipericulosi»; Των ποιητών, που μέσα στην αγάπη και τον πόνο, την αλήθεια και το λάθος, τον θαυμασμό και τη λύπη αγκάλιασαν όλο τον κόσμο, τους πιο υπερόπτες και τους πιο ταπεινούς, όπου ο πιο άξιος για συμπόνια αποκαλύφθηκε ακόμη και μέσα από τον βίαιο Αχιλλέα, τον κακοποιό Macbeth αλλά και μέσα από την γενναιόδωρη καρδιά του παράφρονα Δον Κιχώτη; Τούτο έκαναν και κάνουν, όχι για να εξαναγκάσουν, εξαπατήσουν και παραπλανήσουν, αλλά κινούμενοι από ελατήρια δικαιοσύνης, αλήθειας ομορφιάς και λειτουργώντας έξω από κάθε πρόσκαιρη ιδιοτέλεια ακριβώς γιατί το ενδιαφέρον τους ήταν καθολικό. Ούτε αντιτάχθηκαν προς τις άγονες και ξένες προς την πραγματικότητα ουτοπίες, αλλά θεώρησαν τα ουτοπικά δρώμενα παραγωγούς καταστάσεων, που σταδιακά παγιώθηκαν ως επιδιώξεις της ανθρώπινης ψυχής και που εξαιτίας τούτων κρατούνταν ζωντανές και παραγωγικές.
Σε αυτή τη στενή αντιστοιχία και συμπάθεια μεταξύ των δραστηριοτήτων της μιας πλευράς και της άλλης, της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας, δεν παρατηρείται απέχθεια ή δυσπιστία από μέρους των χειρώνακτων, των εργατών «λαού» -όπως συνηθίζονται να αποκαλούνται-, προς τους Αποστόλους της θρησκείας, τους στοχαστές, τους ποιητές. Οι ταπεινοί, οι καταπιεσμένοι, έχουν όλους αυτούς δίπλα στις λαϊκές θρησκευτικές πίστεις τους, πίστεις στη γενικότητά τους θεωρούμενες πολιτισμικά κατώτερες σε σχέση με εκείνες από τις οποίες προέρχονται, άφθονες σε θρύλους και προλήψεις, ωστόσο συνεπείς προς τη διατήρηση του πνεύματός τους. Πρέπει να αφαιρεθεί ο «παγανισμός», χαρακτηρισμός της ρηχής προτεσταντικής αντίληψης της θρησκευτικότητας και να αποκαλυφθεί το είδος και η ποιότητα του θησαυρού που περικλείει ο εκφρασμένος από τα πλήθη των Ισπανών ή Ναπολιτάνων Χριστιανισμός, ο οποίος αρκείται στην ευγένεια της λατρείας της πονεμένης Παναγίας. Αυτά τα πλήθη εκδηλώνουν πίστη σύμφωνα με μία δική τους λαϊκή λογοτεχνία, όχι απαραίτητα δημιουργημένη μέσα στους δικούς τους κόλπους, αλλά περισσότερο διαμέσου προσαρμογής και μίμησης οικείων σε αυτούςσυνθέσεων, όπως αρμόζει περισσότερο στην αφοσίωση και πνευματικότητα από την οποία εκχέονται τα συναισθήματα αγάπης, πόνου, αλλά και θάρρους, ηρωισμού, ανδρείας, διαβάζοντας ή ακούγοντας κατά τον ίδιο τρόπο με τους κυρίους τους, και όχι με διαφορετικό ζήλο και ενθουσιασμό, τα επιτεύγματα της ανθρώπινης αξίας μέσα από τα επικά και ιπποτικά ποιήματα. Ακόμη και οι παροιμίες, η λαϊκή σοφία, διαμορφώθηκε στο ευρύτερο περιβάλλον προβληματισμού, σκέψης και γνώσης. Ένα αίσθημα δέους περιέβαλλε το πρόσωπο του πολυμαθή, του ανθρώπου της γνώσης, εκείνου που γνώριζε περισσότερα από τους λαϊκούς, όταν εκείνοι αδυνατούσαν να κατανοήσουν τις ερμηνείες των εννοιών που εκείνος ανέλυε.
Και αντίθετα από πού προέρχονται η αδιαφορία, ανησυχία, δυσπιστία, αποστροφή προς την κυριαρχούμενη και οριζόμενη μάλιστα ως σφετερίστρια μειοψηφία, που σε συγκεκριμένες στιγμές της ιστορίας χαρακτηριζόταν ως καταπιεστής και εκμεταλλευτής των άλλων εργατών, αν όχι από τον κύκλο των συμφερόντων, μεγάλων ή μικρών, των ισχυρών, των κυρίαρχων πολιτικής και οικονομικής σκηνής; Υπάρχει όχι μόνο μία τραγωδία της εργασίας, αλλά και μία «τραγωδία της σκέψης», που αριθμεί πολλούς μάρτυρες όπως όλοι ξέρουν• ένας κατατρεγμός διαρκώς ανανεώσιμος των ανθρώπων του πνεύματος, ενάντια στους οποίους εκείνοι οι ισχυροί της γης, μη προσκεκλημένοι από τα συνηθισμένα δικά τους όργανα του πολέμου και της αστυνόμευσης, παρασέρνουν συχνά όχλους ανυποψίαστους και παραστρατημένους. Ούτε λοιπόν, προέρχονται τα παραπάνω από εύνοια, που σε άλλες περιπτώσεις οι ισχυροί προέκριναν ως πρότυπα σοβαρής διαφώτισης και βαθιάς ψυχικής κίνησης, δημιουργώντας μέσα από αδιαμφισβήτητες επιτυχίες, ανάπαυλες, ψυχαγωγίες και διασκεδάσεις έδαφος γόνιμο σε αυτά να αλληλο-ορίζονται ποιητές, καλλιτέχνες, διανοούμενοι και πολυμαθείς εκμεταλλευόμενοι τη λάμψη που απέπνεαν στα πρόσωπα τα οποία τους εμπιστεύονταν και τις αυλές τους. Μια αλληλο-είσδυση ψυχών, η οποία στην πραγματικότητα δεν συνέβαινε• και ήταν σπάνιες, ακόμη στο μεγαλείο των δικών μας αυλών του Διαφωτισμού οι αρχές που περιείχαν ειλικρινή αγάπη και ευφυία για την τέχνη. Και εξάλλου, καλλιτέχνες σαν τον Ariosto και τον Tasso και πάρα πολλοί άλλοι, μας έχουν πει τις απόψεις τους, όσον αφορά στις αρχές προς τις οποίες εναντιώθηκαν και των συσχετισμών αυτών των αρχών με τις αυλές. Ούτε εν τέλει, προέρχονται από περιπτώσεις εξαναγκασμού για παρείσφρηση ή αλλοίωση του δικού τους έργου, πράγμα εντελώς ξένο για τους καλλιτέχνες, οι οποίοι, ό,τι προσπαθούσαν στον βαθμό που ήταν δυνατό ήταν να προσαρμόσουν στα έργα τους προσωπικούς τους πολιτικούς σκοπούς, προβάλλοντας τους εαυτούς τους ως αγγελιοφόρους επαίνων καιαναγνώρισης. Η εύνοια των κανόνων, ως κατάσταση επιβολής προς τους ανθρώπους των γραμμάτων, κίνησε τη γενναία αγανάκτηση του VittorioAlfieri να εμπνευστεί την πραγματεία Del principe e dellelettere, στην οποία δεν συγχωρεί ούτε στον Βιργίλιο να αφεθεί να διατρέξει τη χρυσή φλέβα των στίχων του για να γιορτάσει τον Αύγουστο και την οικογένειά του. Με τον Alfieri και έχοντας υψωμένα και προσηλωμένη ματιά στη μεγάλη εικόνα του Δάντη, οι Ιταλοί διανοούμενοι έσπασαν τον δεσμό τους με τους ισχυρούς, τους κυρίαρχους και τους επιχειρηματίες και ασπάστηκαν συνήθειες και ζωές σύμφωνα με την ανωτερότητα των δικών τους υπηρεσιών, υποστηρίζοντας την ανεξαρτησία τους προς κάθε άλλη δύναμη που δεν ήταν εκείνη της σκέψης και της ομορφιάς. Και καθώς μαζί με την ελευθερία, με την οποία οι διανοούμενοι ταυτίζονταν, υπήρχε μία άλλη δύναμη, παρόμοια και ταυτόχρονα διαφορετική, η δημοκρατία ή προτίμηση από την έννοια της ποσότητας στην έννοια της ποιότητας, όταν κρίνονταν απαραίτητο υποβιβάζονταν οι ειδικές πολιτικές απόψεις, οι υψηλές εμπνεύσεις της από το επίπεδο των σκοπών στο επίπεδο των μέσων (την φράση του Mazzini που ίσως ειπώθηκε ατυχώς και περιέγραφε τον Shakespeare ως ποιητή του μεμονωμένου ατόμου και όχι της κοινωνίας, ξαναβρήκα στα χείλη ενός ανθρώπου από το σοβιετικό κράτος, όταν σε μεταξύ μας συζήτηση απαξίωσε έναν λαμπρό σύγχρονο Ρώσσο ποιητή ως «ψυχολογικό» και όχι φωνή εκπροσώπησης του προλεταριάτου).
Αλλά η απαξίωση της πνευματικής εργασίας αντίθετα με την υλιστική, και η προσπάθεια ενσωμάτωσής της στην πολιτική, σήμερα προέρχεται, όχι τόσο από τις επονομαζόμενες δημοκρατίες, που έχασαν το κύρος τους περνώντας από το ένα αντίπαλο κόμμα στο άλλο: αλλά από ό,τι ονομάζουμε «κομμουνισμό», παρόλο που το νόημά του πλέον δεν παραπέμπει σε κανένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό, αλλά μάλλον σε μία ιδιαίτερη εθνικιστική και κλασικιστική δομή μέσα στη νέα ιστορική συνθήκη, που εκπροσωπεί ένα εκτενές μέρος της Ευρώπης ικανό για μεγάλες μεταρρυθμίσεις, στο οποίο θα άρμοζε τώρα πια ένα όνομα κατάλληλο και μοναδικό και όχι εκείνο του κομμουνισμού, που είναι ακατάλληλο ή λάθος. Ακόμη ακούγεται στα αφτιά μας η οξυδερκής κριτική του Lenin, στην αρχή της Ρωσικής επανάστασης, ενάντια στην πνευματική εργασία προς όφελος της χειρωνακτικής, που μόνο αυτός προσέγγισε με σοβαρότητα. Και εάν αυτή η αυθεντική προσέγγιση φαίνεται σήμερα αλλαγμένη και η πνευματική εργασία αναφέρεται λιγότερο ή περισσότερο εκεί, η αρχή που την κυβερνά είναι πάντα εκείνη της αιχμαλωσίας. O Μαρξ, μέσα στους μεταφυσικούς σχεδιασμούς της νεότητάς του, οι οποίοι συνδέθηκαν με τον ίδιο και έγιναν a priori αποδεκτοί χωρίς μετέπειτα αυτοκριτική, είχεφανταστεί φιλοσοφία, τέχνη και θρησκεία, ως ταξικές κατευθύνσεις ωθούμενες από οικονομικά και ειδικότερα καπιταλιστικά συμφέροντα, τα οποία εκπροσωπούσαν την οικεία σε αυτόν πραγματικότητα και προς τα οποία ο ίδιος εναντιώνονταν. Και οι σημερινοί απλοϊκοί δογματικοί ερμηνευτές του, υιοθετώντας αυτολεξεί αυτό το φιλοσοφικό συμπέρασμα και την ιδιαίτερη την ερμηνεία της ιστορικής στιγμής, έστρεψαν το νόημα αντίθετα διατυπώνοντας ότι θρησκεία, ποίηση και φιλοσοφία, είναι δυνάμεις του προλεταριάτου στο όνομα των οποίων γίνεται πολιτική, εκβιάζοντάς τες σαφώς να γίνουν κανόνες αυτής της μορφής. Η παρανόηση της ποίησης και της τέχνης, της φιλοσοφίας, των ηθικών και θρησκευτικών ζητημάτων, η προχειρότητα της διαπραγμάτευσης ή μη γνώσης τους, έχουν περάσει πλέον τα όρια της Ρωσίας και έχουν διατρέξει ακόμη και τις δικές μας χώρες της Δύσης, όπου ευτυχώς βρέθηκαν επάνω σε άλλες εμπειρίες, παραδόσεις και πιο συνετές κριτικές, δημιουργώντας παρόλα αυτά ένα παρακμιακό νοτιοανατολικό ρεύμα στο εσωτερικό της. Ακόμη και στην Ιταλία είναι ήδη διαμορφωμένη (αλλά φαίνεται ότι δεν μπόρεσε να βρει το σθένος να εμφανιστεί στη σκηνή) μία συμμαχία από ορκισμένους ή μηχανορράφους «αριστερούς συγγραφείς», δημοκράτες ή κομμουνιστές, διαθέσιμους να εξυπηρετούν την κατεύθυνση αυτή.
Και είναι περίεργο ότι αυτές οι προσπάθειες, αυτοί οι τρόποι σκέψης, τα συναισθήματα, σφετερίζονται την πλευρά των «νεανικών τάσεων», όταν μάλιστα όλο αυτό επιτίθεται σε μία κίνηση πραγμάτων με ιστορία αιώνων, η οποία εγκαταλείφθηκε ως αποκλίνουσα από το μοντέρνο, ελεύθερο και αξιοπρεπές πνεύμα των συγγραφέων. Αλλά οι παλιοί, ενάντια στους οποίους στρέφεται ακόμη και σήμερα η τολμηρή νεολαία, ό,τι τουλάχιστον γνωρίζουν, ό,τι η ματιά τούς δείχνει καθαρά είναι πόσο μακριά, λευκά, αν και λίγο γερασμένα είναι συχνά τα γένια των λεγόμενων νεανικών ιδεών. Και ως τέτοια, συγκεκριμένα, εγώ συνηθίζω να επαναλαμβάνω στον εαυτό μου διασκεδάζοντάς τον, ένα απόσπασμα του πατέρα Δουμά, που μου ακούγεται όχι μόνο έξυπνο αλλά ξεκάθαρη αληθές: ότι οι νέοι έρχονται στη ζωή με μία γριά γυναίκα να τους κρατά στο χέρι και μία γριά ιδέα να υπάρχει μέσα στον εγκέφαλό τους.
10 Απριλίου, 1945 - B. C.
Italian
BenedettoCroceLavoro manuale e lavoro spirituale
«Quaderni della critica», diretti da Benedetto Croce, Bari, Gius. Laterza e Figli, Agosto 1945. pg. 10-16.
Non pare che si possa disconoscere da chi osserva non certo lieto le condizioni odierne della società umana la schemata dignità, quando non addiritura la noncuranza e il dispregio, e con ciò la schemata indipendenza ed energia dell’ opera spirituale (religiosa, intelletuale, artistica) nel confronto del lavoro che si chiama manuale e della correlativa scienza positiva e della tecnica che lo dirige. Che i due siano inscindibili e tra loro connessi nella inscindibile unità o relazione di unità dello spiritο, è assimatico: ma l’ unità, che è vivente e dialettica, ha in sè il momento del contrasto e della disarmonia che storicamente si accentua or meno or più, e oggi par che siamo nel più e non nel meno.
La possibilità del contrasto e della disarmonia nasce dalla fondata disntinzione tra il lavoro rivolto al mantenimento e accrescimento della vita fisiologica, economica o materiale che si diga, e quello rivolto allo stesso fine nella vita che si considera per eminenza spirituale, tra le arti che l’ antichità disse “banausiche” e quelle che tenne superiori e ammirò, con riferenza a un gruppo di esse, “belle” e che nei fatto sinonimo di bellezza. E poichè le distinzioni e la dialettica delle categorie del reale inducono la diversità delle disposizioni e attidudini, l’ educazione, e quella che si chiama la natura ed è anch’ essa educazione e svolgimento e formazione storica, producono uomini disposti e addetti particolarmente all’ una o all’ altra di queste due forme di lavoro, il manuale e lo spirituale, grandemente più estensivo il primo a paragone della minoranza che intende all’ altro. Minoranza diversamente intonata, ma per la già ricordata inscindibile unità spirituale, necessaria a quella maggioranza e a lei amica e non già sua concorrente e avversaria, che la opprima e la sfrutti, come solo per infermità di mente o per storditezza di retoriche parole si e’potuto talvolta immaginare e darsi a credere e dire. Oppressioni, approfittamenti, sfruttamenti sono stati e sono nella storia e secondo tempi e luoghi non sentiti così ma rassegnatamente accettati come necessarii e legittimi, che periciò relamente non erano i medesimi che in altri tempi e luoghi, quando per mutate condizioni, furono sentiti tirannici e insopportabili, e meritarono nomi odiosi, diventando nella nova situazione morale nemici e rivoltanti. É cotesta la «grande tragedia del lavoro», della quale un giorno Antonio Labriola eloquentemente mi tratteggiò una sorta di storia-poema che vagheggiava di comporre, in cui si levavano e susseguivano le figure diverse, e pur le medesime nel destino e nel dolore, delle generazioni di lavoratori, da quelle dell’ antico Egito o di Babilonia a quelle moderne d’ Inghilterra, d’ Italia e di Germania: tragedia che tale era solo nel senso che la storia umana è sempre tragedia. Ma la configurazione che prese la storia dei lavoratori nei tre stadii in cui si usa dividerla della schavitù, della servitù e del salariato, non fu opera della minoranza spirituale, sibbene di un’ altra che sorge nell’ interno della maggioranza, tra gli stessi e dagli stessi lavoratori manuali, e che ha le loro stesse attitudini, e con loro omogenità di intenti, di pensieri e di metodi sebbene diversamente indirizzati.
Compοnenti di questa diversa minoranza sono anzitutto coloro che vennero denominati e celebrati eroi e patres, e aristocrati e barini feudali, i quali fondarono e ancora fondano e governano le repubbliche o gli stati; e sono, accanto o sotto di essi, i conduttori d’ industrie e di commerci, gli uomini d’ affari in una parola, a cui si devono i progressi della società umana nei mezzi e nella comunicazione della ricchezza, e che talora vengolo considerti come l’ aristocrazia o la feudalità moderna, che ha preso il luogo del’ antica. Anch’ essi non vennero al mondo per compiervi un opera negativa, che sarebbe contradizione in termini, quantunque piacesse ai tempi del Rousseau e degli illuministi trasferirli al posto già tenuto dai due mitici progenitori che, mangiando il frutto proibito, persero il paradiso terreste e inaguarono sulla terra il lavoro bagnato dal sudore. Anch’ essi compierono e compiono un’ opera necessaria e positiva; e compierla non poterono se non sottomettendo gli altri a sè , astringendoli e costingendoli a lavorare, dirigendoli e disciplinandoli nel lavoro, e per tal via, fatti loro dominatori, con le fatiche e i rischi del dominio congiunsero (poichè uomini carnali erano e non santi e non asceti) il godimento di agi e di ricchezze, il che rappresentava, in quelle date condizioni, il prezzo del loro ardimento e coraggio e dei servigi socilali da loro prestati, il quale cominciò a sentirsi prezzo indebito solo quando non più essi resero servigi o non ci fui piùbisogno di essi che li rendessero. Ogni altro modo d’ interpretare la realtà di questi fatti è fantastico e non logico; e fantastica (come ora è risaputo) è la pseudodottrina economica del Marx che fa del profitto un lavoro non pagato, la quale, tutt’ al più, vale da drastico simbolo di un’ età in cui quell rapporto sociale si venne dimostrando antiquato e da mutare o riformare.
Da questo moto storico è venuta la richiesta che si esprime nella formula della “emancipazione dei lavoratori”, circa la quale anche bisogna intendersi con chiarezza. Perchè l’ emancipazione vera e propria l’ uomo non la ottiene, quando l’ ottiene, se non da sè stesso e in se stesso, nella sua indomabile libertà e valore morale, e il cristianesimo, che con efficacia assai maggiore delle antiche filosofie l’ annunziò e la promosse, riconoscendola a ogni creatura umana, tutte redente dal santue di Cristo, in questo senso, e non già negli effettuali rapporti economici che richiesero ben diversi e più lenti processi di corrosione e di dissoluzione, abolì la schiavitù, abolendone l’ idea, e tolse dal disprezzo, in cui greci e romani lo tenevano, il lavoro manuale e l’ artigianato. Daltro canto, l’ emancipazione dagli ostacoli frapposti al nostro fare è solo relativa e particolare, e in assoluto non solo è inattuabile, ma indesiderabile come contaria alla vita, perchè il nostro fare e il nostro progredire ha il suo stimolo e la sua materia negli ostacoli: tanto vero che i soli che di quella assoluta abolizione degli ostacoli facciano il loro fanatico programma sono gli anarchici o egoarchici. Perciò la cosidetta emancipazione dei lavoratori (e bisogherebbe dire degli uomini in genere) ha importanza e significato solo nella particolarità della storia, secondo luoghi e tempi, ed ha luogo come storico progresso e come tale è segnata nei tre stadii anzidetti del suo corso, nel terzo dei quali i lavoratori manuali si vedono governati, al pari degli altri uomini, dalle stesse leggi, e taffi tutti giuridicamente liberi e partecipi della cosa pubblica e con ciò fabbri delle loro fortune. Non merita confutazione, tanto è falso e insieme basso, il diverso guidizio, che gli schiavi antichi stessero meglio dei salariati o proletarii moderni, perche’ i padroni li preservavano dall’ afannosa incertezza dell’ oggi e del domani, provvedendo a nutrirli e a vestirli e a dar loro un tetto, ossia perchè li trattavano come res o come animali domstici. Ma questa emancipazione, questa sempre progrediente liberazione da ostacoli offensivi della personalità morale dei lavoratori, dove mai ha trovato il suo sentimento, il suo pensiero, la sua parola, se non proprio nell’ altra minoranza, che qui prende il primato, dei lavoratori spirituali, degli uomini delle religioni, dei folosofi, dei poeti? Negli uominidi religione che dissero gravi parole sfidando i potenti e direttamente operarono nelle loro coscienze; Nei filosofi che richiamando alla comune facoltà di pensare, sono di natura loro demorcartici e “ab optimatibus non iniuria sibi existimati periculosi”; Nei poeti che nell’ amore e nel dolore, nella virtù e nell’ errore, nell’ ammirazione e nel compianto abbracciarono gli uomini tutti, i più superbi e in più umili, e l’ uomo degno di pietà scopersero perfino nel violento Achille e nel delittuoso Macbeth e il cuore generoso nel folle don Chisciotte? Cio essi hanno fatto e fanno, non già con lo sforzare o con l’ illudere e ingannare, ma mercè del sentimento della giustizia, della verita, della bellezza, essi pienamente disinteressati appunto perchè universalmente interessati; nè già attaccandosi alle utopie, alle sterili utopie foggiate fuori e contro della realtà, ma attendendo che dagli eventi stessi so producano le condizionei che rendano via via praticametne attuabili le perpetue aspirazioni dell’ animo umano che essi tengono vive ed efficienti.
Per questa intima corrispondenza e simpatia tra l’ opera degli uni e degli altri, della maggioranza e di questa miniranza, non si avverte avversione o sospetto nei lavoratori manuali, contadini, artigiani, operai -nel “popolo”, come si suole designarlo, - contro gli apostoli religiosi, i pensatiro, i poeti. Gli umili, gli oppressi li hanno accompagnati con le loro religioni popolari, cutluramente inferiori a quelle da cui derivavano, e abbondanti di favole e di superstizione, ma che pur serbano lo spirito di quelle. Έ da lasciare alla superficiale polemica dei protestanti la qualificazione di “paganesimo” data alla religiosità, poniamo, delle plebi spagnuole o di quelle napoletane, nelle quali basta la gentilezza del culto della pietosa Madonna a comprovare quale e quanto tesoro di cristianesimo si racchiuda. Li hanno accompagnati con una loro letteratura popolare, non propriamente dai popolani stessi creata ma piuttosto da loro scelta e adattata e imitata come più confacente ai loro affetti e al loro grado mentale, nella quale essi non effondono solo i loro sentimenti di amore e di doloroe, ma anche tando al pari dei loro signori, e con non dissimile fervore ed entusiasmo, le gesta dell’ umano valore nei poemi epici e cavallereschi. Anche i proverbi, la cosiddetta sapienza del popolo, si sono formati con l’ esempio e col conftibuto del corcostante mondo di riflessione, di pensiero e di sapere. Un senso di riverenza ha da parte dei popolani circondato la persona del dotto, dell’ uomo che sa, che sa più di loro, ancorchè rinunziino a intendere i suoi concetti, troppo difficili per loro. E, per contrario, donde veramente si originano l’ indifferenza, il fastidio, il sospetto, l’ avversione alla minoranza dominatrice, fattasi usurpatrice, se non proprio dalla cerchia degli interessi, alti o bassi, dei potenti, dei dominatori nel campo politico e economico, di coloro dhe in particolari ricorsi dello svolgimento storico prendono il volto di oppressori e sfruttatori degli altri lavoratori? C’ è stata non solo una tragedia del lavoro, ma una “tragedia del pensiero”, che conta innumeri martiri, come tutti sanno, una sempre rinnovantesi persecuzione degli uomini spirituali, contro cui quei potenti della terra, non paghi dei loro ordinarii strumenti di guerra e di polizia, aizzarono sovente plebi ignare e traviate. Nè il favore che in altri casi presso di loro essi trovarono è da intendere come un serio riconoscimento e come un profondo moto dell’ anima, giacchè, se nelle loro assodate fortune, nei loro riposi e svaghi e trastuili, quelli chiamarono intorno a sè poeti e artisti e letterti e dotti, il motivo ne era il lustro che conferivano alle loro persone e alle loro corti. Una compenetrazione di anime quie non accadeva e rari furono, anche nello splendore delle nostre corti del Rinscimento, i principi che avessero sincero amore e intelligenza d’ arte; e, del resto, gli artisti, gli Ariosti e i Tassi e innumeri altri, ci hanno detto che cosa sia da pensare dei principi che li protessero e delle loro corti. Ne’ solo si mantenevano quelli interamente estranei all’ intima opera loro, ma procuravano, per quel tanto che potevano di piegarla ai loro fini politici, valendosene da banditori di lodi e di adulazioni. Siffatta condizione che il favore dei principi imponeva agli uomini di lettere mosse lo sdegno generoso di Vittorio Alfieri, e gli detò il trattato Del principe e delle lettere, neil quale non perdono neppure a Virgilio di aver lasciato scorrere l’ aurea vena dei suoi versi per celebrare Augosto e la famiglia di costui. Con l’ Alfieri, e levando e tenendo fissi gli occhi alla grnde immagine di Dande, i letterati italiani si vennero sciogliendo dal levame coi potenti, coi aovrani e con gli uomini d’ affari, e adottarono costume e vitaconforme alla nobilità del loro ufficio, gelisi della loro indipendenza verso ogni altra forza che non fosse quella del pensiero e della bellezza. E poichè tra le forze nouve c’ era insieme con quella della libertà alla quale essi si unirono, l’ altra affine e diversa insieme della democrazia o della preferenza della quantità alla qualità, anche a questa, quando fu necessario, resisterono, non prestando ascolto neppure alla grande autorità morale di un Giuseppe Mazzini, che li voleva guadagnare alla sue particolari concezioni politiche, per altramente ispirate che fossero, e abbassarli dafini a strumenti. (La parola del Mazzini, sia detto per incidente, che tacciava Shakespeare di essere il poeta dell’ individuo isolato e non della società, l’ ho rotrovata sulle labbra di un uomi di stato sovietico che spregiò in mia presenza un geniale poeta russo contemporaneo come puramente “psicologico” e non voce specifica del proletariato.)
Ma la mancanza di riverenza al lavoro spirituale e lo svilimento suo al confronto di quello materiale e il tentato asservimento alla politica, provengono ai nostri giorni, non tanto da quelle che ancora si chamano democrazie, che hanno perduto il loro spirito prepotente, quanto da un altro partito nel quale è passato e che vuoi essere loro rivale e successore: a quello che ancora si chiama “comunismo”, sebbene dell’ ideale comunistico non serbi nessun tratto essenziale, ma sia una particolare formazione nazionalistica e classistica, rappresentata bensì nella nuova età storica di una vasta parte dell’ Europa e capace di grandi imprese, ma che meriterebbe ormai un nome proprio ed univoco e non già l’ altro che punto più non le spetta o che è equievoco. Ancora si ricorda la sentenza pronunziata da Lenin, all’ inizio della rivoluzione russa, contro il lavoro intellettuale a vantaggio di quello manuale, che solo egli stimava serio; e se questo atteggiamento originario sembra che si sia ora modificato e al lavoro intellettuale si facia anche colà una parte più o meno larga, il principio che lo vogerna è sempre quello dell’ asservimento. Il Marx, nelle sue improvvisazioni metafisiche giovanili, che in lui si solidificarono senza ulteriore esercizio di autocritica, aveva teorizzato filosofia, arte e religione nient’ altro che esponenti di classi e di rapporti economici, e segnatamente del capitalismo, che era il più attuale e quello contro cui egli combatteva; e gli odierni suoi ingenui ripetitori dottrianarii, adottando come intangibile questa deduzione filisofica e questa interpretzione storica, l’ hanvolta al contrario e imposto che religione, poesia e filosofia siano esponenti del proletariato ossia di coloro che fanno politica in suo nome, sicchè le violentano per disciplinarle in questa forma. L’ incomprensione della poesia e dell’ arte, della filosofia, dei problemi morali e religiosi, e la rozzezza nel trattarli o nell’ ignorarli, hanno varcato ora i confini della Russia e penetrano anche nei nostri paesi d’ occidente, dove per fortuna trovano altre esperienze, altre tradizioni e più avveduta critica; Ma con tutto ciò pur fanno sentire il loro soffio sciroccale e inaridente. Perfino in Italia si è profilata (ma pare che poi non abbia avuto l’ animo di comparire sulla scena) una setta di giurati o congiurati “scrittori di sinistra”, democratici o comunisti che vogliano essere disposti a servire.
Ed è curioso che questi tentativi, questi modi di pensare, questi sentimenti, usurpano l’ aspetto di “molti giovanili”; quando ciò che sono venuto esponendo sopra morsta che son cose che hanno una storia de secoli, e che erano state dismesse come difformi dallo spiritο modernο di libertà e di dignità degli scrittori. Ma i vecchi , contro i quali s’ invoca e si concita ancor oggi la baldanzosa gioventù , questo per lo meno sanno, questo il loro sguardo chiaramente scorge, quanto lunghe e quanto candide, se anche poco venerande, siano sovente le barbe delle dosiddette idee dei giovani; E, per quell che è di me in particolare , io soglio ripetere a me stesso, allegrandomi, un motto dei padre Dumas, che mi suona non solo arguto, ma pieno di schietta verità: che i giovani entrano sempre nella vita con una donna vecchia al braccio e un’ idea vecchia lel cervello.
10 aprile 1945 - B. C.
Σχετικές ετικέτες:Δημήτρης ΔακρότσηςΕλλάδαφιλοσοφία
Σχετικά άρθρα