Η γειτονιά του «μπακαλόγατου» που ξαναζεί τις δόξες του χθες (φώτο) | Greek-iNews


Έχετε φορτώσει την έκδοση για υπολογιστές, για καλύτερη εμπειρία χρήσης μεταβείτε στην έκδοση για κινητά με ένα
κλικ εδώ

Η γειτονιά του «μπακαλόγατου» που ξαναζεί τις δόξες του χθες (φώτο)

03:48 | 17/12/17

Μία βόλτα στη μεσοαστική περιοχή που αλλάζει πρόσωπο - Δείτε φωτογραφίες

Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης, Φωτογραφίες Γιάννης Κέμμος

Παλιότερα Βάθεια. Αργότερα Βάθη. Αυτή ήταν και είναι η ονομασία της περιοχής που περιβάλλει τη γνωστή σε όλους πλατεία Βάθης. Το επίσημο όνομά της ως πλατεία Ανεξαρτησίας, σε ελάχιστους
είναι γνωστό. Και ίσως αν δεν την είχε τραγουδήσει η Μπέλλου, η Βάθης να ήταν βυθισμένη στη λήθη κάποιου από τα βιβλία του Κώστα Μπίρη.

Κατά τον αρχιτέκτονα και λαογράφο, η ονομασία της Βάθης προέκυψε από το χαμήλωμα του εδάφους προς την κοίτη του ρέματος του Κυκλοβόρου, στο σημείο που διέσχισε ο δρόμος για το Μενίδι.


Μια ημιαστική περιοχή ως τον Όθωνα, καθώς βρισκόταν εκτός σχεδίου πόλης. Μετά την εγκατάσταση του Μολδαβού ηγεμόνα, Μιχαήλ Σούτσου, η Βάθη αναβαθμίστηκε. Ο ίδιος έχτισε εκεί το ανάκτορό του, στο κτίριο που σήμερα στεγάζεται το Άσυλο της Αγίας Αικατερίνης.

Η πλατεία Βάθης πέρασε πολλά. Λιγότερο καλά, λιγότερο άσχημα ή απλά καλά κι απλά άσχημα. Τα τελευταία χρόνια υπερίσχυσαν τα άσχημα. Πριν αποφασίσουν δύο νέοι άνθρωποι, ο Ηλίας Μοσχοντόπουλος και η Ευγενία Τρίγκα να επενδύσουν στην περιοχή, δημιουργώντας μία καφετέρια, ένα ταχυφαγείο και ένα εστιατόριο στην περιοχή.


Η Έλενα Γεωργιάδου, ιδιοκτήτρια καταστημάτων πώλησης ραπτομηχανών, δραστηριοποιείται στη Βάθης από το 1970.

Κι όπως λέει, η πλατεία ήταν πολύ άσχημη παλιότερα. «Πέρασε από πολλά διαφορετικά κύματα».

«Ζήσαμε την πλήρη κατάπτωση. Δεν μπορούσαμε να μπούμε στο μαγαζί μας το πρωί. Από τη στιγμή που δημιουργήθηκαν αυτές οι καφετέριες, έδωσαν φως και ζωντάνια σε ολόκληρη την περιοχή».


«Η εικόνα που σας περιγράφω, δημιουργήθηκε τον τελευταίο ενάμισι χρόνο. Έφυγαν οι ναρκομανείς, η πλατεία έγινε ξανά ανθρώπινη και βιώσιμη. Δίπλα μας βρίσκεται το σπίτι ενός από τους πλουσιότερους καπνεμπόρους της Ελλάδας, ντυμένο με πατώματα pitch pine. Τα ταβάνια είναι όλα ζωγραφισμένα στο χέρι. Πρόκειται ίσως για το μοναδικό ροκοκό κτίριο που έχει απομείνει σε όλη την Ελλάδα. Φανταστείτε ότι έρχονται οι φοιτητές του Πολυτεχνείου και κάνουν μάθημα εκεί. Η πλατεία Βάθης ήταν κάποτε το κέντρο της Αθήνας. Κι εδώ έμεναν πολύ αξιόλογοι άνθρωποι».

Καθώς μιλάμε, θέλει να κάνει μία μικρή παρένθεση ανάμεσα στα καλά που λέει για την περιοχή. Λέει ότι λίγο πιο κάτω, κοντά στα σχολεία, υπάρχει ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο, το οποίο έχει καεί τρεις φορές. «Επικρατεί μία τριτοκοσμική κατάσταση στο συγκεκριμένο χώρο. Έχουμε κάνει επανειλημμένα διαβήματα στο δήμο και κανείς δεν δίνει σημασία. Μία πραγματική εστία μόλυνσης. Πείτε κάτι γι’ αυτό...», προτρέπει.


Παραδέχεται όμως ότι οι υπόλοιποι δρόμοι εμφανίζουν σαφώς βελτιωμένη εικόνα. «Η περιοχή είναι πολύ ασφαλής πλέον. Ακόμα και τη νύχτα. Οι επιχειρηματίες που έχουν τα καφέ, λειτουργούν και βράδυ. Διαθέτουν προσωπικό φύλαξης. Κατά το παρελθόν βρίσκονταν διαρκώς έξω από το μαγαζί οι ναρκομανείς. Ωστόσο, επειδή τους φερόμαστε καλά όταν έρχονταν, σαν να ήταν άρρωστοι, δεν μας είχαν ενοχλήσει ποτέ».

Το μαγαζί του παππού

Μένει πολλά χρόνια στη Βάθης. Και το μαγαζί το κράτησε από τον παππού της. Παλιά το κατάστημα με τις ραπτομηχανές ήταν στη Βερανζέρου 43, πριν μεταφερθεί το 1970 στην πλατεία Βάθης. Που πάντοτε ήταν μία μεσοαστική περιοχή «με πολύ συμπαθητικό κόσμο», όπως λέει η Έλενα Γεωργιάδου. «Μετά άρχισε να αλλάζει και να χαλάει. Οι κάτοικοι άρχισαν σταδιακά να μετακομίζουν στα προάστια».

Πατησίων, το όνειρο κάθε μεσοαστού μεταπολεμικά

Εκείνη πρόλαβε την εποχή που τα σπίτια στο κέντρο, και κάτω από την Ομόνοια, ήταν περιζήτητα. Την εποχή που η Πατησίων ήταν το όνειρο κάθε μεσοαστικής οικογένειας και η Βάθη φιλοξενούσε στα ψηλά της ταβάνια και στα αραιοκατοικημένα στενά της, τα όνειρα της μεταπολεμικής γενιάς.

«Θυμάμαι τη μητέρα μου. Είχε κάνει φασαρία στον πατέρα γιατί δεν της είχε αγοράσει ένα τεσσάρι στην Πατησίων. Εκείνος αγόρασε τελικά ένα διαμέρισμα στην Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, λίγο πιο κάτω από ‘δω», λέει η κυρία Έλενα.

Ο Ακροβάτης του… Ζήκου

Λίγα στενά κάτω από την πλατεία, περνώντας το Εθνικό Ωδείο στη Μαιζώνος, αλλά και τα σχολεία της περιοχής, βρίσκεται ο Ακροβάτης. Μεγάλο μέρος της διάσημης ελληνικής ταινίας, του Μπακαλόγατου, γυρίστηκε εκεί. Λέγεται μάλιστα πως το θεατρικό -αρχικά- έργο των αδερφών Γιαννακόπουλων, βασίστηκε σε ένα λιτό σενάριο, μόλις εφτά σελίδων. Η ταινία γυρίστηκε παρά το ελλιπές σενάριο, βασιζόμενη στον αυτοσχεδιασμό του Χατζηχρήστου.

Μία από τις πρώτες επιγραφές στου Ακροβάτη, έγραφε «Οι Χρυσές Καρδιές». Ήταν η ταμπέλα που κρεμόταν έξω από το παλιό παντοπωλείο. Το μαγαζί είχε κλείσει ήδη από τη δεκαετία του 1980. Οι ιδιοκτήτες συνάντησαν ένα ερείπιο όταν πήγαν στην περιοχή. Χρειάστηκαν περίπου εννέα μήνες εντατικής εργασίας για να αναστηλώσουν το κτίριο.


Κάποια στιγμή πέρασε ένας κάτοικος της περιοχής, κι όταν είδε να το φτιάχνουν, φώναξε με ενθουσιασμό: «Α! Ανοίγει το μαγαζί του Ζήκου!». Τότε οι σημερινοί ιδιοκτήτες του Ακροβάτη έμαθαν ότι πρόκειται για το παντοπωλείο που είχε γυριστεί η γνωστή ελληνική ταινία. Πήγαν εκεί γιατί ερωτεύτηκαν το χώρο. Κυρίως τις ξύλινες σκαλιστές πόρτες του μαγαζιού. Τις κράτησαν όπως ήταν. Ψηλές πόρτες, βαμμένες βεραμάν. Τα τετράφυλλα παραθυρόφυλλα με το φεγγίτη, μνήμη μιας άλλης εποχής.

Η κυρία Μάρθα που ζει 55 χρόνια στη Βάθη


Καθώς επιστρέφουμε, συναντάμε την κυρία Μάρθα στη Μαιζώνος.

«Μπεσεξίδη», συστήνεται…

Είχε φύγει για λίγο, ίσως για να γλιτώσει τη γενικότερη κατάπτωση της περιοχής. Ξαναγύρισε στη Βάθη το 2010. «Επιστρέφοντας βρήκα μία Αθήνα διαφορετική. Η πλατεία Βάθης δεν έχει τα χάλια που είχε κάποτε. Τώρα είναι όμορφα…»

«Κυκλοφορούμε πιο άνετα. Πάμε στον Ακροβάτη, στο μαγαζί του Ζήκου. Πίνουμε το κρασί μας τα Σαββατοκύριακα. Διασκεδάζουμε. Ένα κέντρο φανταστικό. Χορεύουμε! Έχει αλλάξει πολύ η περιοχή!».


Της αρέσει ότι βρίσκεται στην καρδιά της πόλης. «Δεν φεύγω», λέει με στόμφο. Πενήντα πέντε χρόνια ζει εκεί.

«Όσοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι το κέντρο έχει τελειώσει, κάνουν λάθος», λέει καθώς μας αφήνει πίσω της, σέρνοντας το καροτσάκι με τα ψώνια της ημέρας.

Ο ψήστης από το Αγρίνιο

Ο Άρης Καρκαλής, δουλεύει υπάλληλος σε ένα από τα μαγαζιά των δύο νέων στην πλατεία. Του Χρήστου και της Ευγενίας. Τυλιχτής και ψήστης από τους λίγους. Με καταγωγή από το Αγρίνιο. Εργάζεται στην πλατεία Βάθης τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.


«Η εικόνα είναι πλέον αρκετά βελτιωμένη. Ξαναήμουν εδώ στη δεκαετία του ’80. Αυτό που είδα να αλλάζει στην καθημερινότητα, είναι ότι πλέον δεν φοβάμαι να ανοίξω το μαγαζί. Έρχομαι το πρωί και φεύγω το βράδυ με άνεση», λέει.


«Η πρέζα στην πλατεία δεν υπάρχει. Ίσως βέβαια να δείτε λίγα στενά παραπάνω. Αλλά όχι στην πλατεία. Οι κάτοικοι έχουν επιστρέψει. Έρχονται πίνουν τον καφέ τους. Ανακαλύπτουν τη δική τους χαμένη γειτονιά».

πηγή

Δείτε όλα τα θέματα του Weekend

Σχετικές ετικέτες:
Σχετικά άρθρα

Σχόλια αναγνωστών