21:59 | 19/3/18
Αναγνωρίζοντας ότι η χώρα βρίσκεται σήμερα στην ιστορική πρόκληση να επανέλθει στην κανονικότητα , ο διοικητής της ΤτΕ, κ. Γ. Στουρνάρας, ρίχνει φως στα σημεία εκείνα που απαιτούνται προκειμένου να καταφέρει η Ελλάδα να γίνει ξανά φιλική προς το επιχειρείν, στηρίζοντας τις παραγωγικές επενδύσεις και σημειώνοντας ένα άλμα παραγωγικότητας
Μιλώντας σε εκδήλωση του ΙΟΒΕ και του Χρηματιστηρίου Αθηνών, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γ. Στουρνάρας, αναφέρθηκε στους τρόπους με τους οποίους η χώρα θα θεμελιώσει το νέο αναπτυξιακό πρότυπο, προσελκύοντας επενδύσεις.Η Ελλάδα- είπε χαρακτηρηρτικά ο κ. Στουρνάρας - βρίσκεται σήμερα μπροστά στην ιστορική πρόκληση να επανέλθει στην κανονικότητα και σε πορεία σύγκλισης με τους Ευρωπαίους εταίρους. Η επιστροφή σε ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη απαιτεί πρωτίστως τη διατήρηση και εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη νομοθετηθεί, καθώς και ουσιαστικές αλλαγές σε τομείς που εξακολουθούν και σήμερα να υστερούν, όπως είναι το φορολογικό σύστημα, η δημόσια διοίκηση, η απονομή δικαιοσύνης, η σύνδεση της παραγωγής με την έρευνα και την εκπαίδευση, το νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο ειδικά σε ότι αφορά τις χρήσεις γης, οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Είναι προφανές ότι μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση μπορεί η Ελλάδα να καταστεί ξανά φιλική προς το επιχειρείν, να υποστηρίξει ουσιαστικά τις παραγωγικές επενδύσεις και να επιτύχει ένα άλμα στη συνολική παραγωγικότητά της.
Η αύξηση των επενδύσεων σε βάθος χρόνου προϋποθέτει αύξηση των αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριών και μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων), οι οποίες όπως προαναφέρθηκε έχουν μειωθεί θεαματικά, κατά 11,5 ποσοστιαίες μονάδες, σε μια δεκαετία. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η συρρίκνωση των αποταμιεύσεων τη διετία 2015-2016 τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις. Είναι γεγονός ότι η επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων σε συνδυασμό με την αυξημένη φορολόγηση οδήγησαν νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε ανάλωση των αποταμιευτικών τους πόρων, προκειμένου να ανταποκριθούν στις τρέχουσες ανάγκες τους.
Επενδύσεις όμως χωρίς εγχώρια αποταμίευση, ή εναλλακτικά συνεχιζόμενη χρηματοδότηση από το εξωτερικό, δεν μπορούν να υπάρξουν, για αυτό είναι σημαντικό σε βάθος χρόνου να αποκατασταθεί η δυνατότητα αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάπτυξη του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα ασφάλισης, όχι μόνο θα εξασφαλίσει καλύτερες προϋποθέσεις βιωσιμότητας για το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, αλλά θα δώσει επίσης κίνητρα στα νοικοκυριά για αποταμίευση και ένα νέο κανάλι χρηματοδότησης των επιχειρήσεων για επενδύσεις. Έτσι η Ελλάδα θα καταφέρει, στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις, να αυξήσει το παραγωγικό της δυναμικό και να θεμελιώσει το νέο αναπτυξιακό πρότυπο σε γερές βάσεις.
Πιο εύρωστο τραπεζικό σύστημα – Πλειστηριασμοί
Σήμερα, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε σαφώς πιο εύρωστη θέση σε σύγκριση με την αρχή της κρίσης. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών έχουν διαμορφωθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα, υψηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, έχουν βελτιωθεί οι δείκτες κερδοφορίας και αποδοτικότητας, ενώ οι ενέργειες που γίνονται στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων φαίνεται ότι άρχισαν να αποδίδουν καρπούς, καθώς παρατηρείται συνεχής μείωση του αποθέματος σε συνάφεια με τους τεθέντες στόχους. Ήδη κατά τη διάρκεια του 2017 το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών μειώθηκε κατά περίπου 11 δισεκ. ευρώ. Παρ’ όλα αυτά, το συσσωρευμένο υπόλοιπο παραμένει υψηλό (περίπου 95 δισεκ. ευρώ στο τέλος του 2017).
Στην περαιτέρω αποκλιμάκωση θα συμβάλει, εκτός από την παγίωση θετικών ρυθμών ανάπτυξης, η επιτάχυνση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων, η οποία θα συνεισφέρει στη βελτίωση της τιμολόγησης των υπό ρευστοποίηση εξασφαλίσεων που αναπόφευκτα χάνουν την αξία τους όσο αναβάλλεται η εκποίησή τους. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει την ανάπτυξη μιας ενεργούς δευτερογενούς αγοράς δανείων, αλλά και την υλοποίηση άλλων μέτρων που θα επιτάχυναν τις δικαστικές διαδικασίες και θα διευκόλυναν την ενεργητική διαχείριση, μέρους τουλάχιστον, των μη εξυπηρετούμενων δανείων που τελούν υπό καθεστώς νομικής προστασίας, ιδίως δε εκείνων που κατά τεκμήριο συνδέονται με στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Η μείωση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων θα επιδράσει θετικά στην οικονομική δραστηριότητα και την παραγωγικότητα μέσω δύο διαύλων: (α) την αύξηση της προσφοράς τραπεζικών δανείων και (β) την αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα. Όπως προκύπτει από εκτιμήσεις και μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συμβάλει στη μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των τραπεζών και την αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησής τους, καθώς και την αύξηση της κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Ως αποτέλεσμα, θα υπάρξει σταδιακή αύξηση της προσφοράς δανείων και μείωση των επιτοκίων δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Παράλληλα, αναμένεται μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών καθώς η οικονομία θα ανακάμπτει με αποτέλεσμα την αύξηση της αποτίμησης των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων τους λόγω των υψηλότερων αποδόσεων του κεφαλαίου και των ακινήτων. Συνεπώς, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις σταδιακά καθίστανται πιο αξιόχρεα, επιτρέποντας την περαιτέρω τόνωση της επενδυτικής ζήτησης. Τέλος, κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα απελευθερωθούν παραγωγικοί πόροι, που εφόσον αναδιανεμηθούν προς τις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις και κλάδους, θα οδηγήσουν σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας. Καίριας σημασίας είναι η διευκόλυνση της παροχής οικονομικής στήριξης σε νεοφυείς επιχειρήσεις (start-ups), οι οποίες παρουσιάζουν υψηλότερη δυναμικότητα σε σύγκριση με τις ήδη εδραιωμένες και δύνανται να συμβάλουν σημαντικά στην αύξηση της απασχόλησης.
Εκτός προς τις παραδοσιακές µορφές χρηματοδότησης των επενδύσεων, όπως ο τραπεζικός δανεισµός και τα προγράµµατα εγγυήσεων, θα µπορούσαν να αξιοποιηθούν σε µεγαλύτερο βαθµό οι δυνατότητες που προσφέρουν οι κεφαλαιαγορές ή η εναλλακτική χρηματοδότηση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων μορφών χρηματοδότησης αποτελούν:
1) τα εργαλεία “συνεπένδυσης” (equity funding), στα οποία περιλαµβάνονται µεταξύ άλλων τα κεφάλαια επιχειρηµατικών συµµετοχών (venture capital), η συµµετοχική χρηµατοδότηση (equity crowdfunding) και οι εξειδικευµένες χρηµατιστηριακές πλατφόρµες αγορών µετοχών μικρομεσαίων επιχειρήσεων (specialised platforms for public listing of SMEs),
2) τα υβριδικά εργαλεία, όπως π.χ. οι µετατρέψιµες οµολογίες (convertible bonds) και το mezzanine finance, τα οποία κατά κανόνα αφορούν δανεισµό που υπό προϋποθέσεις µπορεί να µετατραπεί σε µετοχική συµµετοχή, και
3) ο δανεισµός εκτός τραπεζικού συστήµατος, π.χ. μέσω έκδοσης εταιρικών ομολόγων, τιτλοποιημένου χρέους (securitised debt) και καλυμμένων ομολογιών (covered bonds).
Όπως διευκρίνισε ο διοικητήςτ ης ΤτΕ, ε εξαίρεση την αγορά εταιρικών ομολόγων, η χρηματοδότηση μέσω άλλων εργαλείων της κεφαλαιαγοράς είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη στην Ελλάδα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως άλλωστε καταδεικνύει και η μελέτη του ΙΟΒΕ, ενώ ιδιαίτερα περιορισμένη είναι και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην ΕΕ η χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τις κεφαλαιαγορές ανέρχεται σε λιγότερο από 15% της συνολικής τους χρηματοδότησης, ενώ η άντληση κεφαλαίων μέσω αυτών των καναλιών είναι ιδιαίτερα κοστοβόρα. Ένα βασικό πρόβλημα είναι η έλλειψη πληροφόρησης στη διάθεση των επενδυτών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 25% όλων των επιχειρήσεων και το 75% περίπου των διαχειριζόμενων από τους ιδιοκτήτες τους εταιριών στην Ευρώπη δεν διαθέτει πιστοληπτική διαβάθμιση, όπως αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Πράσινη Βίβλο για την οικοδόμηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών.
Καθώς λοιπόν το πρόβλημα είναι γενικότερο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταστρώσει από το 2015 και υλοποιεί ένα φιλόδοξο σχέδιο για την οικοδόμηση ενιαίας αγοράς κεφαλαίων στην ΕΕ έως το 2019. Στόχος του σχεδίου είναι η βελτίωση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση για όλες τις επιχειρήσεις στην Ευρώπη, η αύξηση και η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης και η αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη λειτουργία των αγορών με στόχο την άρση των εμποδίων που δυσχεραίνουν το βαθμό και το κόστος πρόσβασης επενδυτών και επιχειρήσεων στις αγορές.
Η ανάπτυξη των κεφαλαιαγορών έχει σημαντικά οφέλη για τους συμμετέχοντες και την οικονομική δραστηριότητα γενικά.
Η πορεία προς τη δημιουργία Ένωσης Κεφαλαιαγορών είναι σταθερή αλλά σχετικά αργή.
Με την ολοκλήρωση και υλοποίηση όλων των νομοθετημάτων εκτιμάται ότι θα αρθούν οι φραγμοί που αποτρέπουν τους επενδυτές από τη γεωγραφική διαφοροποίηση των χαρτοφυλακίων τους, περιορίζοντας τη ρευστότητα της αγοράς και δυσχεραίνοντας την επέκταση των επιχειρήσεων.
Αναγκαία η επιθετική πολιτική προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και οι Αποκρατικοποιήσεις
Συνολικά πάντως, καθώς οι τραπεζικές πιστώσεις και η άντληση κεφαλαίων μέσω εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης δεν αναμένεται να αυξηθούν, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, σε επαρκή βαθμό για ένα σημαντικό άλμα των επιχειρηματικών επενδύσεων που απαιτείται για βιώσιμη ανάπτυξη, είναι αναγκαία μια επιθετική πολιτική προσέλκυσης στρατηγικών ξένων άμεσων επενδύσεων. Η ανάγκη αυτή γίνεται ακόμα πιο επιτακτική αν αναλογιστούμε ότι η εγχώρια αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα έχει μειωθεί σημαντικά στη διάρκεια της κρίσης, από 15,3% του ΑΕΠ το 2007 σε 3,8% τα πρώτα τρία τρίμηνα του 2017.
Για να προσελκύσει η χώρα άμεσες ξένες επενδύσεις, προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια και η αστάθεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, το μη προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, η ελλιπής προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών. Μολονότι οι ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα παρουσιάζουν μια αυξητική τάση τα δύο τελευταία χρόνια, έχοντας βεβαίως ξεκινήσει από χαμηλή βάση, υπολείπονται σημαντικά ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σύγκριση με ανταγωνίστριες χώρες στη Νότια και Ανατολική Ευρώπη, καθώς και με το μέσο όρο της ΕΕ και της ευρωζώνης.
Επίσης, έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην προώθηση των συγχρηματοδοτούμενων έργων και στη συστηματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων των διαρθρωτικών ταμείων στο πλαίσιο του νέου ΕΣΠΑ 2014-2020, καθώς και άλλων προγραμμάτων όπως αυτά του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνει επίσης ότι σημαντική για την ενίσχυση των επιχειρηματικών επενδύσεων είναι η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων. Η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων αναμένεται να επηρεάσει ευνοϊκά τη συνολική ζήτηση και την παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα και να δημιουργήσει κίνητρα για την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών.
Το κυριότερο όμως είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και των αποκρατικοποιήσεων, με πρώτο βήμα την άρση των προσκομμάτων σε μεγάλες επενδύσεις που έχουν ήδη αποφασιστεί αλλά καθυστερούν, και η εμπέδωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών ότι η δημοσιονομική και μεταρρυθμιστική πολιτική δεν θα διολισθήσει εκ νέου σε λάθος κατεύθυνση παρασυρόμενη από πελατειακές πρακτικές και εναγκαλισμό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από το κράτος. Αυτό θα επηρεάσει θετικά τους όρους εξόδου στις αγορές, θα βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα και θα ενισχύσει την προσέλκυση επενδύσεων. Επιπλέον, θα διευκολύνει την επιστροφή καταθέσεων στις τράπεζες και θα ενδυναμώσει την πιστοδοτική τους ικανότητα. Τα παραπάνω θα θέσουν σε κίνηση έναν ενάρετο κύκλο στην οικονομία και στο τραπεζικό σύστημα και θα διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν την χρηματοδότηση των επενδύσεων και την αποκατάσταση βιώσιμων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης.
Αν η εμπέδωση της εμπιστοσύνης είναι η κύρια και ουσιαστική προϋπόθεση για να συμβούν τα ανωτέρω, δηλαδή να αυξηθούν τόσο οι εγχώριες αποταμιεύσεις όσο και οι συνολικές επενδύσεις, θα πρέπει παράλληλα να αξιοποιηθούν όλες οι δυνατότητες που μας παρέχει η συμμετοχή μας στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ για τη δημιουργία ενός χρηματοδοτικού πλαισίου ασφαλείας που θα πείθει ότι η χώρα μπορεί να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες συγκυριακές αντιξοότητες που καθιστούν το κόστος χρηματοδότησης μη ανεκτό, ιδίως εν μέσω ενός διεθνούς περιβάλλοντος με ιδιαίτερες χρηματοοικονομικές και γεωπολιτικές προκλήσεις.
πηγή
Σχετικές ετικέτες:Γιάννης Στουρνάραςελληνικές τράπεζεςΟικονομίαΤράπεζα Ελλάδος
Σχετικά άρθρα