20:47 | 18/4/18
Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι η Τράπεζα της Ελλάδας "βλέπει" επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας μεσοπρόθεσμα, με τον ρυθμό ανάπτυξης να διαμορφώνεται σε 2% το 2018
Ειδική μνεία στο πακέτο δράσεων για την επάνοδο της χώρας στις αγορές, αλλά με βιώσιμους όρους, έκανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ.Στουρνάρας, απόψε το βράδυ, μιλώντας σε εκδήλωση του LSE( London School of Economics).Όπως είπε: "Το βασικό ζήτημα τους ερχόμενους μήνες είναι η βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας, η οποία θα επιτρέψει την επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές σε βιώσιμους όρους μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Αυτό απαιτεί την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί με την υλοποίηση των ακόλουθων δράσεων.
• Πρώτον, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να επικεντρωθεί στην προετοιμασία για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελικής αξιολόγησης του προγράμματος.
• Δεύτερον, οι ευρωπαίοι εταίροι μας θα πρέπει να εξειδικεύσουν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους.
• Τρίτον, οι κεφαλαιακοί περιορισμοί θα πρέπει να αρθούν με την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Πέρα όμως από τα παραπάνω, όπως έχω ήδη τονίσει επανειλημμένα, προκειμένου να μειωθεί η αβεβαιότητα σχετικά με τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας, οι ελληνικές αρχές, σε συνεννόηση με τους ευρωπαίους εταίρους μας, θα πρέπει να διευκρινίσουν τη μορφή εποπτείας καθώς και το εάν θα υπάρχει, και με ποιους όρους, κάποιος μηχανισμός στήριξης μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Οι αποφάσεις αυτές φυσικά εναπόκεινται στην κυβέρνηση και τους εταίρους της Ελλάδας".
Μεταξύ άλλων ο Γ. Στουρνάρας, ανέφερε στη συνέχεια:
"Κύριο μέλημα της Τράπεζας της Ελλάδος είναι, οι όποιες αποφάσεις για το πλαίσιο εποπτείας μετά το τέλος του προγράμματος, να διασφαλίζουν την ομαλή, χαμηλού κόστους και απρόσκοπτη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών και γενικότερα της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα σε περίπτωση που η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου παραμείνει χαμηλότερη από την επενδυτική βαθμίδα και εάν οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων επιδεινωθούν. Σε ένα τέτοιο οικονομικό περιβάλλον, θα ήταν χρήσιμη τόσο η δημιουργία ενός ικανού «αποθέματος ρευστότητας» μέσω νέων ομολογιακών εκδόσεων, σε συνδυασμό με τις εκταμιεύσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, αλλά και η διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver) για την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Η διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver) θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από την ΕΚΤ, αλλά και μέσω των πράξεων χρηματοδότησης από τις αγορές (repos). Θα μειώσει όμως και το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, διότι τα ελληνικά ομόλογα θα είναι αποδεκτά στις πράξεις αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ στο πλαίσιο της «ποσοτικής χαλάρωσης», είτε στην κανονική χρονική περίοδο ή στην περίοδο επανεπένδυσης (reinvestmentperiod).
Σε μία περίοδο που τα περιθώρια (spreads) μεταξύ ελληνικών και ευρωπαϊκών επιτοκίων κινούνται κατά μέσο όρο πάνω από 350 μονάδες βάσης (3,5%), επηρεάζοντας αυξητικά το κόστος δανεισμού του Δημοσίου αλλά και των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, η διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver), για όσο χρόνο η πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας παραμένει σημαντικά χαμηλότερη της επενδυτικής βαθμίδας, είναι επιθυμητή σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Αν μάλιστα αυτό συνδυαστεί με πράξεις επαναγοράς ελληνικού χρέους σχετικά υψηλού κόστους με τα ποσά που θα περισσέψουν από το πρόγραμμα μετά το τέλος του, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, τότε το συνδυασμένο αποτέλεσμα θα είναι μια σημαντική μείωση του χρέους, αλλά και των επιτοκίων.
Όπως είναι το θεσμικό πλαίσιο σήμερα, η «παρέκκλιση» (waiver) εξασφαλίζεται από μία προληπτική γραμμή στήριξης. Η προληπτική γραμμή στήριξης επ’ ουδενί ισοδυναμεί με νέο μνημόνιο. Είναι ένα θεσμοθετημένο ήδη εργαλείο εξομάλυνσης και διασφάλισης κατά τη μεταβατική περίοδο. Παρόλα αυτά, εάν για οποιοδήποτε λόγο η προληπτική γραμμή στήριξης δεν είναι επιθυμητή, θα πρέπει να διερευνηθούν άλλοι τρόποι προκειμένου να μην απολεσθεί η δυνατότητα της «παρέκκλισης» (waiver), τα πλεονεκτήματα της οποίας είναι σημαντικά για το κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών, του Ελληνικού Δημοσίου, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και δεν θα πρέπει να αγνοηθούν".
Η μετάβαση σε βιώσιμο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης- Οι προκλήσεις
Όπως προκύπτει από την πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία οκτώ χρόνια και την παρατηρούμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας το 2017, η πορεία της οικονομίας προς ένα νέο εξωστρεφές μοντέλο ανάπτυξης έχει ήδη ξεκινήσει.Ωστόσο, ως αποτέλεσμα της κρίσης έχουν προκύψει ορισμένες μεσοπρόθεσμες προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν έγκαιρα, προκειμένου να ενισχυθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Οι προκλήσεις αυτές είναι: το υψηλό επίπεδο του δημόσιου χρέους, το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών, η υψηλή μακροχρόνια ανεργία και η κατάρρευση των επενδύσεων.
Για το σκοπό αυτό, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να επικεντρωθεί στα εξής:
• Εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί και ειδικά αυτών που αφορούν το άνοιγμα των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, των κλειστών επαγγελμάτων και των δικτύων μεταφοράς ενέργειας.
• Βελτίωση της ποιότητας και διασφάλιση της ανεξαρτησίας των θεσμών, καθώς αυτό αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης.
• Αντιμετώπιση του πολύ υψηλού δημόσιου χρέους. Απαιτούνται αποφασιστικές και συγκεκριμένες ενέργειες για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους, με βάση την απόφαση του Eurogroup του Ιουνίου του 2017. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη προτείνει ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης του χρέους, το οποίο συνεπάγεται αμελητέο κόστος για τους εταίρους μας και προβλέπει, μεταξύ άλλων, την παράταση της σταθμισμένης μέσης διάρκειας των πληρωμών τόκων στα δάνεια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας κατά τουλάχιστον 8,5 έτη. Πράξεις επαναγοράς χρέους σχετικά υψηλού κόστους με τα ποσά που θα περισσέψουν από το πρόγραμμα μετά το τέλος του, όπως ήδη προαναφέρθηκε, επίσης θα συμβάλουν σημαντικά στη βιωσιμότητα του χρέους.
• Υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και η υπερβολική εξάρτηση από τους φόρους αποτελούν αντικίνητρο για την εργασία και τις νέες επενδύσεις. Επιπλέον, οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές ενθαρρύνουν τη στροφή των δραστηριοτήτων προς την παραοικονομία και παρέχουν κίνητρα για φοροδιαφυγή.
• Ενίσχυση του «τριγώνου της γνώσης», δηλαδή της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας, με την υιοθέτηση πολιτικών και μεταρρυθμίσεων που ενθαρρύνουν την έρευνα, διευκολύνουν τη διάχυση της τεχνολογίας και ενισχύουν την επιχειρηματικότητα.
• Υποστήριξη των μακροχρόνια ανέργων χρησιμοποιώντας προγράμματα απασχόλησης και κατάρτισης και στοχευμένες κοινωνικές μεταβιβάσεις.
• Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs). Οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τη μείωση των NPEs. Θα πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή στην εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (IFRS 9), την αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests) από την ΕΚΤ. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η άσκηση αυτή εξελίσσεται ικανοποιητικά για όλες τις ελληνικές τράπεζες, μειώνοντας έτσι σημαντικά την αβεβαιότητα που επικρατούσε στις αγορές, ως προς το αποτέλεσμά της.
Δεδομένου ότι η τραπεζική χρηματοδότηση, παραδοσιακά αποτελεί βασική πηγή άντλησης κεφαλαίων για τις ελληνικές επιχειρήσεις (ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις), η αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων θα βελτιώσει τις συνθήκες χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας και θα συμβάλει στη διατηρήσιμη ανάπτυξη, μέσω της ενίσχυσης των παραγωγικών επενδύσεων, οι οποίες υποχώρησαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Νέες πηγές μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης
Ωστόσο, παρά το σημαντικό ρόλο που θα συνεχίσουν να έχουν οι τράπεζες στην Ελλάδα είναι επιτακτική ανάγκη να διευρυνθούν οι πηγές μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης.• Θα πρέπει να αξιοποιηθούν σε µεγαλύτερο βαθµό οι δυνατότητες που προσφέρουν οι κεφαλαιαγορές ή η εναλλακτική χρηματοδότηση. Για παράδειγμα, τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών, η συμμετοχική χρηματοδότηση και οι εξειδικευμένες χρηματιστηριακές πλατφόρμες αγορών μετοχών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι μετατρέψιμες οµολογίες και το mezzanine finance, τα οποία κατά κανόνα αφορούν δανεισµό που υπό προϋποθέσεις µπορεί να µετατραπεί σε µετοχική συµµετοχή, καθώς και ο δανεισµός εκτός τραπεζικού συστήµατος, π.χ. μέσω έκδοσης εταιρικών ομολόγων, τιτλοποιημένου χρέους και καλυμμένων ομολογιών.
• Επιπλέον, είναι απαραίτητη η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων από το ΕΣΠΑ 2014-2020, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων.
• Επίσης, είναι αναγκαία μια πιο επιθετική πολιτική προσέλκυσης στρατηγικών ξένων άμεσων επενδύσεων. Η ανάγκη αυτή γίνεται ακόμα πιο επιτακτική, αν αναλογιστούμε ότι η εγχώρια αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα έχει μειωθεί σημαντικά στη διάρκεια της κρίσης, από 15,3% του ΑΕΠ το 2007 σε 3,8% τα πρώτα τρία τρίμηνα του 2017. Για να προσελκύσει η χώρα άμεσες ξένες επενδύσεις, προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια και η αστάθεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, το μη προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, η ελλιπής προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών καθώς και οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων.
Συμπερασματικά, οι προσπάθειες διαδοχικών κυβερνήσεων, κατά τη διάρκεια των τελευταίων οκτώ χρόνων, για την εφαρμογή των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων και τη δημοσιονομική προσαρμογή έχουν αποδώσει καρπούς. Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν πλέον διορθωθεί, η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε, ο τραπεζικός τομέας διαθέτει κεφαλαιακή επάρκεια και τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα υποχωρούν. Η οικονομία βρίσκεται πλέον σε ανοδική πορεία και οι ρυθμοί ανάπτυξης προβλέπεται να επιταχυνθούν.
Είμαι πεπεισμένος ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να επιστρέψει στην ομαλότητα και τη χρηματοπιστωτική κανονικότητα μέσα στο 2018. Λίγα μόνο βήματα απομένουν, όπως η έγκαιρη περάτωση της τέταρτης αξιολόγησης και η εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους. Οι ενέργειες που μόλις περιέγραψα και οι πολιτικές που προτείνει κατά καιρούς η Τράπεζα της Ελλάδος μέσα από τις εκθέσεις της, εφόσον υιοθετηθούν, θα οδηγήσουν σε βιώσιμη επιστροφή του Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων. Αυτό θα σηματοδοτήσει την τελική έξοδο από την κρίση και τη μετάβαση σε ένα ανταγωνιστικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης με έμφαση στις εξαγωγές και τις επενδύσεις, μετά από πολλά χρόνια κοινωνικών εντάσεων, ύφεσης και οικονομικής στασιμότητας.
Επιτάχυνση του ΑΕΠ πέραν του 2% το 2018- οι κίνδυνοι ανατροπής
Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει την επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας μεσοπρόθεσμα, με το ρυθμό ανάπτυξης να διαμορφώνεται σε 2,0% το 2018, ενώ αναμένεται περαιτέρω επιτάχυνση το 2019. Οι προβλέψεις αυτές υπόκεινται σε εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους:• Οι εσωτερικοί κίνδυνοι σχετίζονται με ενδεχόμενη καθυστέρηση στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης, καθώς και με μεγαλύτερη του αναμενομένου υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας, λόγω της υπερβολικής φορολόγησης.
• Υπάρχουν επίσης εξωτερικοί κίνδυνοι για την πρόβλεψη, οι οποίοι συνδέονται, μεταξύ άλλων, με ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, την αύξηση της αποστροφής κινδύνου των επενδυτών, λόγω των διαταραχών στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, των εντάσεων στις αγορές συναλλάγματος και της αύξησης του προστατευτισμού παγκοσμίως, την πιθανή αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης καθώς και με ενδεχόμενη αποτυχία στις συνομιλίες για τους όρους αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ανακοίνωση περαιτέρω μέτρων ελάφρυνσης για το χρέος θα αποτελέσει θετική εξέλιξη που θα τονώσει την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και συνεπώς θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερους του αναμενομένου ρυθμούς ανάπτυξης. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι, πέραν των όποιων επεκτάσεων των λήξεων των χρεολυσίων και των τόκων που θα αποφασιστεί από το Eurogroup, τα ποσά που θα περισσέψουν από το πρόγραμμα, μετά το τέλος του, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επαναγορά υφιστάμενου, και σχετικά υψηλού κόστους, χρέους, μειώνοντας έτσι ακόμη περισσότερο το συνολικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά και τις τοκοχρεωλυτικές δόσεις".
Λίλυ Σπυροπούλου
Σχετικές ετικέτες:Γιάννης ΣτουρνάραςΟικονομίαΤράπεζα Ελλάδος
Σχετικά άρθρα