15:57 | 9/1/14
Η λογοτεχνία αντανακλά αρκετά πιστά το οικονομικό κλίμα των δέκα προηγούμενων ετών, ιδίως όταν αυτό είναι «μουντό» και απαισιόδοξο, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα με ελληνική συμμετοχή...
Η μελέτη επιβεβαιώνει, αναλύοντας τις λέξεις των βιβλίων με μαθηματικά-στατιστικά «εργαλεία», ότι μία οικονομική κρίση αφήνει το αποτύπωμά της στους συγγραφείς κατά μέσο όρο μετά από δέκα χρόνια.
Οι ερευνητές (μεταξύ των οποίων ο μεταδιδακτορικός ερευνητής της πληροφορικής Βασίλειος Λάμπος του University College του Λονδίνου), με επικεφαλής τον καθηγητή ανθρωπολογίας Αλεξ Μπέντλεϊ του πανεπιστημίου του Μπρίστολ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "PLoS One", σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» και τη βρετανική «Ιντιπέντεντ», διαπίστωσαν ότι στον 20ό αιώνα υπάρχει στενή συσχέτιση ανάμεσα στον δείκτη «οικονομικής δυστυχίας» (άθροισμα του πληθωρισμού και της ανεργίας) και στον δείκτη «λογοτεχνικής δυστυχίας» (πόσο ένα βιβλίο είναι φορτωμένο -και φορτισμένο- με λέξεις που εκφράζουν θυμό, φόβο, λύπη, αηδία κ.λπ.), όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Ο δείκτης «οικονομικής δυστυχίας» δημιουργήθηκε από τον συνδυασμένο κινητό μέσο όρο πληθωρισμού και ανεργίας κατά την τελευταία δεκαετία στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, ενώ ο δείκτης «λογοτεχνικής δυστυχίας» αφορούσε αγγλόφωνα λογοτεχνικά βιβλία, καθώς και γερμανικά. Όμως, κατά τους ερευνητές, που αξιοποίησαν την τεράστια βάση δεδομένων της Google με πάνω από πέντε εκατομμύρια ψηφιοποιημένα βιβλία, τα ευρήματα αυτά θα μπορούσαν να έχουν ισχύ επίσης σε άλλες χώρες και σε μη αγγλόφωνες ή γερμανόφωνες λογοτεχνίες.
Όπως είπε ο Μπέντλεϊ, «όταν ψάξαμε εκατομμύρια βιβλία, που εκδίδονται στην αγγλική γλώσσα κάθε χρόνο, και αναζητήσαμε εκείνες τις λέξεις που δηλώνουν μια κατάσταση δυστυχίας, βρήκαμε ότι αυτές οι λέξεις αντανακλούν τις οικονομικές εμπειρίες των συγγραφέων κατά την προηγούμενη δεκαετία (σ.σ. από τη συγγραφή του βιβλίου). Με άλλα λόγια, η παγκόσμια οικονομία συνιστά μέρος της κοινής συναισθηματικής εμπειρίας του 20ού αιώνα». «Έχουμε μια συλλογική μνήμη που επηρεάζει τις συνθήκες που γράφουμε και η οικονομία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτή την μνήμη», πρόσθεσε.
Η έρευνα έδειξε επίσης ότι η λογοτεχνία αντανακλά τα «σκαμπανεβάσματα» της οικονομίας και της ψυχικής διάθεσης του κοινού. Έτσι, περίοδοι όπως η δεκαετία του ΄80 άφησαν ένα ιδιαίτερα «μίζερο» λογοτεχνικό αποτύπωμα, ενώ άλλες περίοδοι ένα πιο «φωτεινό».
Όπως ανέφερε ο ερευνητής δρ Αλμπέρτο Ακέρμπι, «η οικονομική δυστυχία συμπίπτει πρωτίστως με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1918), τα μεθεόρτια της Μεγάλης Κρίσης (1935) και την ενεργειακή κρίση (1975). Όμως, σε κάθε περίπτωση, η αντίστοιχη λογοτεχνική αντίδραση εμφάνισε υστέρηση περίπου μιας δεκαετίας». Έτσι, ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του ΄70 άφησε το «γκρίζο» λογοτεχνικό αποτύπωμά του στην επόμενη δεκαετία του ΄80. Ενώ τα διάσημα «Σταφύλια της Οργής», το μυθιστόρημα του Αμερικανού Τζον Στάινμπεκ, εκδόθηκαν το 1939, δέκα χρόνια μετά το «μεγάλο κραχ» του 1929.
Ο ερευνητής οικονομολόγος Πολ Όρμεροντ δήλωσε ότι «τα ευρήματα δείχνουν αρκετά καθαρά πως, αντίθετα με την μετα-μοντέρνα θεωρία της λογοτεχνίας, η λογοτεχνία υπηρετεί ένα σκοπό: πληροφορεί τους ανθρώπους για την ανθρώπινη κατάσταση και το περιεχόμενό της προσαρμόζεται στις συνθήκες της εκάστοτε εποχής».
Η μελέτη επιβεβαιώνει, αναλύοντας τις λέξεις των βιβλίων με μαθηματικά-στατιστικά «εργαλεία», ότι μία οικονομική κρίση αφήνει το αποτύπωμά της στους συγγραφείς κατά μέσο όρο μετά από δέκα χρόνια.
Οι ερευνητές (μεταξύ των οποίων ο μεταδιδακτορικός ερευνητής της πληροφορικής Βασίλειος Λάμπος του University College του Λονδίνου), με επικεφαλής τον καθηγητή ανθρωπολογίας Αλεξ Μπέντλεϊ του πανεπιστημίου του Μπρίστολ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "PLoS One", σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» και τη βρετανική «Ιντιπέντεντ», διαπίστωσαν ότι στον 20ό αιώνα υπάρχει στενή συσχέτιση ανάμεσα στον δείκτη «οικονομικής δυστυχίας» (άθροισμα του πληθωρισμού και της ανεργίας) και στον δείκτη «λογοτεχνικής δυστυχίας» (πόσο ένα βιβλίο είναι φορτωμένο -και φορτισμένο- με λέξεις που εκφράζουν θυμό, φόβο, λύπη, αηδία κ.λπ.), όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Ο δείκτης «οικονομικής δυστυχίας» δημιουργήθηκε από τον συνδυασμένο κινητό μέσο όρο πληθωρισμού και ανεργίας κατά την τελευταία δεκαετία στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, ενώ ο δείκτης «λογοτεχνικής δυστυχίας» αφορούσε αγγλόφωνα λογοτεχνικά βιβλία, καθώς και γερμανικά. Όμως, κατά τους ερευνητές, που αξιοποίησαν την τεράστια βάση δεδομένων της Google με πάνω από πέντε εκατομμύρια ψηφιοποιημένα βιβλία, τα ευρήματα αυτά θα μπορούσαν να έχουν ισχύ επίσης σε άλλες χώρες και σε μη αγγλόφωνες ή γερμανόφωνες λογοτεχνίες.
Όπως είπε ο Μπέντλεϊ, «όταν ψάξαμε εκατομμύρια βιβλία, που εκδίδονται στην αγγλική γλώσσα κάθε χρόνο, και αναζητήσαμε εκείνες τις λέξεις που δηλώνουν μια κατάσταση δυστυχίας, βρήκαμε ότι αυτές οι λέξεις αντανακλούν τις οικονομικές εμπειρίες των συγγραφέων κατά την προηγούμενη δεκαετία (σ.σ. από τη συγγραφή του βιβλίου). Με άλλα λόγια, η παγκόσμια οικονομία συνιστά μέρος της κοινής συναισθηματικής εμπειρίας του 20ού αιώνα». «Έχουμε μια συλλογική μνήμη που επηρεάζει τις συνθήκες που γράφουμε και η οικονομία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτή την μνήμη», πρόσθεσε.
Η έρευνα έδειξε επίσης ότι η λογοτεχνία αντανακλά τα «σκαμπανεβάσματα» της οικονομίας και της ψυχικής διάθεσης του κοινού. Έτσι, περίοδοι όπως η δεκαετία του ΄80 άφησαν ένα ιδιαίτερα «μίζερο» λογοτεχνικό αποτύπωμα, ενώ άλλες περίοδοι ένα πιο «φωτεινό».
Όπως ανέφερε ο ερευνητής δρ Αλμπέρτο Ακέρμπι, «η οικονομική δυστυχία συμπίπτει πρωτίστως με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1918), τα μεθεόρτια της Μεγάλης Κρίσης (1935) και την ενεργειακή κρίση (1975). Όμως, σε κάθε περίπτωση, η αντίστοιχη λογοτεχνική αντίδραση εμφάνισε υστέρηση περίπου μιας δεκαετίας». Έτσι, ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του ΄70 άφησε το «γκρίζο» λογοτεχνικό αποτύπωμά του στην επόμενη δεκαετία του ΄80. Ενώ τα διάσημα «Σταφύλια της Οργής», το μυθιστόρημα του Αμερικανού Τζον Στάινμπεκ, εκδόθηκαν το 1939, δέκα χρόνια μετά το «μεγάλο κραχ» του 1929.
Ο ερευνητής οικονομολόγος Πολ Όρμεροντ δήλωσε ότι «τα ευρήματα δείχνουν αρκετά καθαρά πως, αντίθετα με την μετα-μοντέρνα θεωρία της λογοτεχνίας, η λογοτεχνία υπηρετεί ένα σκοπό: πληροφορεί τους ανθρώπους για την ανθρώπινη κατάσταση και το περιεχόμενό της προσαρμόζεται στις συνθήκες της εκάστοτε εποχής».
Σχετικές ετικέτες:Οικονομία
Σχετικά άρθρα
Ροή ειδήσεων