17:37 | 17/2/14
Κάποιοι εξακολουθούν να είναι σήμερα στην ενεργό υπηρεσία και μάλιστα ακόμα σε θέσεις κλειδιά...
Ανώτατοι κρατικοί υπάλληλοι σε καίριες θέσεις του υπουργείου Εξωτερικών και άλλων υπουργείων, την περίοδο 2000- 2004, κάποιοι από τους οποίους εξακολουθούν να είναι σήμερα στην ενεργό υπηρεσία και μάλιστα ακόμα σε θέσεις κλειδιά, καθώς και πρόσωπα που κινούνταν στο περιβάλλον της κυβέρνησης την ίδια εποχή, κατηγορούνται για συμμετοχή στην κακουργηματική απάτη - μαμούθ, με βιτρίνα ΜΚΟ, σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, το ύψος της απάτης υπολογίζεται γύρω στα εννέα εκατομμύρια ευρώ και η υπόθεση εξιχνιάστηκε από την Οικονομική Υπηρεσία, μετά από έρευνες που κράτησαν 20 μήνες.
Οι λεπτομέρειες της υπόθεσης ανακοινώθηκαν το μεσημέρι από τον εκπρόσωπο της ΕΛΑΣ Χρήστο Παρθένη και τον διευθυντή της Οικονομικής Αστυνομίας, οι οποίοι είπαν ότι τα δεδομένα από την έρευνα ξεπερνούν τις 20.000 σελίδες και ότι μόνο το διαβιβαστικό που συνοδεύει τη σχετική δικογραφία που υποβλήθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, ξεπερνά τις 80 σελίδες.
Η απάτη αφορά στη χρηματοδότηση Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης (ΜΚΟ) από το Υπουργείο Εξωτερικών, η οποία είχε ως ειδικότερο αντικείμενο την αποναρκοθέτηση περιοχών, σε τρίτες χώρες και ειδικότερα στη Βοσνία- Ερζεγοβίνη, το Λίβανο και το Ιράκ.
Κατηγορούμενοι για την υπόθεση είναι οκτώ άτομα, από τα οποία έχει συλληφθεί μόνον ο ιθύνων νους της απάτης και πρόεδρος της ΜΚΟ.
Πρόκειται για εκδότη εφημερίδας την επίμαχη περίοδο, ο οποίος συνέστησε τη ΜΚΟ, μαζί με τη σύζυγό του, τέως δημόσιο υπάλληλο και συγκεκριμένα στο Υπουργείο Τουρισμού, με απόσπαση στο Υπουργείο Ανάπτυξης.
Σε βάρος του πρόεδρου της MKO είχε εκδοθεί Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης καθώς και Ερυθρά Αγγελία Αναζητήσεων της INTERPOL για την υπόθεση, τη δε περασμένη Παρασκευή κλήθηκε για κατάθεση από την 4η ειδική ανακρίτρια και προφυλακίστηκε.
Οι υπόλοιποι που εμπλέκονται είναι ο τότε γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας (ΥΔΑΣ), του Υπουργείου Εξωτερικών και νυν ανώτατος διπλωματικός υπάλληλος εντεταλμένος της ΕΕ στην Αφρική, δύο πρέσβεις σήμερα και πρώην υπάλληλοι της ΥΔΑΣ, και τρεις συνταξιούχοι υπάλληλοι, επίσης στην ΥΔΑΣ και στην Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου και Ελεγκτικού Συνεδρίου του Υπουργείου Εξωτερικών, την επίμαχη περίοδο.
Όπως προέκυψε από την έρευνα, η ΜΚΟ χρηματοδοτήθηκε με 9.000.000 ευρώ από την ΥΔΑΣ, την περίοδο 2000-2004, για την πραγματοποίηση οκτώ προγραμμάτων αποναρκοθέτησης στη Βοσνία- Ερζεγοβίνη, στον Λίβανο και στο Ιράκ, ύστερα από την υπογραφή συμβάσεων πραγματοποίησης προγραμμάτων αναπτυξιακής συνεργασίας. Στην πραγματικότητα, όπως προέκυψε από την αστυνομική έρευνα και προκαταρκτική ποινική διερεύνηση, το σύνολο της χρηματοδότησης εκταμιεύτηκε παράνομα, καθώς δεν πληρούνταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις, ενώ έχει σημειωθεί σωρεία παραβάσεων για την κάλυψη της παρανομίας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις σχετικές συμβάσεις προγραμμάτων αναπτυξιακής συνεργασίας, το ποσό θα κάλυπτε το 75% του συνολικού προϋπολογισμού του προγράμματος, το δε υπόλοιπο 25% θα έπρεπε να προέρχεται από συμμετοχή της ΜΚΟ, τουλάχιστον 15% ως ίδια συνεισφορά σε είδος ή σε χρήμα και από τρίτες πηγές, όπως χορηγίες και δωρεές.
Για να συγκαλυφθεί η ελλειμματική συμμετοχή της ΜΚΟ επινοήθηκε τέχνασμα εικονικών δωρεών. Ειδικότερα, οι αλλοδαποί εργαζόμενοι στα προγράμματα αποναρκοθέτησης, όπως για παράδειγμα ναρκαλιευτές, φέρονταν ότι επέστρεφαν στη ΜΚΟ, υπό τη μορφή δωρεάς, το 20-30% των φερόμενων αποδοχών τους, τις οποίες η ΜΚΟ δεν καταχωρούσε, ως όφειλε, στα σχετικά βιβλία που τηρούσε, αλλά αντίθετα τα παρουσίαζε ως ίδια συμμετοχή της, εξασφαλίζοντας έτσι περαιτέρω χρηματοδότηση.
Εκτός από την παραπάνω «ιδιότυπη» μεθοδολογία, ουσιαστικά ανακύκλωσης του δημοσίου χρήματος, όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα, δεν εφαρμόστηκαν επιπλέον διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας σχετικά με τη χρηματοδότηση των ΜΚΟ. Επιπλέον, μέρος των κονδυλίων που εκταμιεύονταν προς τη ΜΚΟ χρησιμοποιούνταν ή διοχετεύονταν στην κάλυψη δαπανών, που δεν σχετίζονταν με λειτουργικά έξοδα για την εκτέλεση των προγραμμάτων, αλλά για ενοικίαση γραφείων της Οργάνωσης στην Αθήνα, προμήθεια αναλώσιμων, ακόμα και αγορές σε super market, πληρωμή εστιατορίου και parking του αυτοκινήτου του προέδρου.
Στο πλαίσιο της έρευνας πραγματοποιήθηκε σε βάθος διερεύνηση οικονομικών και λοιπών στοιχείων, καθώς και συντονισμένες έρευνες σε οικίες και έδρες εταιρειών ιδιοκτησίας του προέδρου της ΜΚΟ και της συζύγου του, σε Ελλάδα και Κύπρο, όπου βρέθηκαν πλήθος αποδείξεις και στοιχεία για τις δραστηριότητες της Οργάνωσης.
Σύμφωνα με την Αστυνομία, οι εν ενεργεία ή τέως δημόσιοι υπάλληλοι, ανάλογα με τη θέση και τα καθήκοντα που κατείχαν την επίμαχη χρονική περίοδο, βεβαίωναν εν γνώσει τους ψευδώς σε δημόσια έγγραφα, σχετικά με τη νομιμότητα και κανονικότητα των κονδυλίων που εκταμιεύονταν προς τη ΜΚΟ για την υλοποίηση των προγραμμάτων, ως συμμετοχή του Δημοσίου και έκαναν τη σχετική εκκαθάριση και εντολή πληρωμών προς την Οργάνωση.
Οι εμπλεκόμενοι κατηγορούνται για τα -κατά περίπτωση- αδικήματα της απάτης σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος», της ψευδούς βεβαίωσης και απιστίας σχετικά με την Υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και «Εκδίκαση πράξεων διαφθοράς πολιτικών και κρατικών αξιωματούχων, υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος Δημοσίου Συμφέροντος και άλλες διατάξεις».
Για την υπόθεση ασκήθηκαν ποινικές διώξεις και παραγγέλθηκε η διενέργεια κύριας ανάκρισης.
Με βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου Αθηνών απαγορεύτηκε η εκποίηση περιουσιακών στοιχείων του προέδρου της ΜΚΟ και της συζύγου του και συγκεκριμένα δύο ακινήτων στους Αμπελόκηπους και δύο στη Ρόδο, ενώ θα κατασχεθεί και θα παραδοθεί στον ΟΔΔΥ πολυτελές αυτοκίνητο το οποίο χρησιμοποιούσε κατά τις μετακινήσεις του ο πρόεδρος της Οργάνωσης.
Η έρευνα συνεχίζεται στο πλαίσιο της κύριας ανάκρισης.
Ανώτατοι κρατικοί υπάλληλοι σε καίριες θέσεις του υπουργείου Εξωτερικών και άλλων υπουργείων, την περίοδο 2000- 2004, κάποιοι από τους οποίους εξακολουθούν να είναι σήμερα στην ενεργό υπηρεσία και μάλιστα ακόμα σε θέσεις κλειδιά, καθώς και πρόσωπα που κινούνταν στο περιβάλλον της κυβέρνησης την ίδια εποχή, κατηγορούνται για συμμετοχή στην κακουργηματική απάτη - μαμούθ, με βιτρίνα ΜΚΟ, σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, το ύψος της απάτης υπολογίζεται γύρω στα εννέα εκατομμύρια ευρώ και η υπόθεση εξιχνιάστηκε από την Οικονομική Υπηρεσία, μετά από έρευνες που κράτησαν 20 μήνες.
Οι λεπτομέρειες της υπόθεσης ανακοινώθηκαν το μεσημέρι από τον εκπρόσωπο της ΕΛΑΣ Χρήστο Παρθένη και τον διευθυντή της Οικονομικής Αστυνομίας, οι οποίοι είπαν ότι τα δεδομένα από την έρευνα ξεπερνούν τις 20.000 σελίδες και ότι μόνο το διαβιβαστικό που συνοδεύει τη σχετική δικογραφία που υποβλήθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, ξεπερνά τις 80 σελίδες.
Η απάτη αφορά στη χρηματοδότηση Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης (ΜΚΟ) από το Υπουργείο Εξωτερικών, η οποία είχε ως ειδικότερο αντικείμενο την αποναρκοθέτηση περιοχών, σε τρίτες χώρες και ειδικότερα στη Βοσνία- Ερζεγοβίνη, το Λίβανο και το Ιράκ.
Κατηγορούμενοι για την υπόθεση είναι οκτώ άτομα, από τα οποία έχει συλληφθεί μόνον ο ιθύνων νους της απάτης και πρόεδρος της ΜΚΟ.
Πρόκειται για εκδότη εφημερίδας την επίμαχη περίοδο, ο οποίος συνέστησε τη ΜΚΟ, μαζί με τη σύζυγό του, τέως δημόσιο υπάλληλο και συγκεκριμένα στο Υπουργείο Τουρισμού, με απόσπαση στο Υπουργείο Ανάπτυξης.
Σε βάρος του πρόεδρου της MKO είχε εκδοθεί Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης καθώς και Ερυθρά Αγγελία Αναζητήσεων της INTERPOL για την υπόθεση, τη δε περασμένη Παρασκευή κλήθηκε για κατάθεση από την 4η ειδική ανακρίτρια και προφυλακίστηκε.
Οι υπόλοιποι που εμπλέκονται είναι ο τότε γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας (ΥΔΑΣ), του Υπουργείου Εξωτερικών και νυν ανώτατος διπλωματικός υπάλληλος εντεταλμένος της ΕΕ στην Αφρική, δύο πρέσβεις σήμερα και πρώην υπάλληλοι της ΥΔΑΣ, και τρεις συνταξιούχοι υπάλληλοι, επίσης στην ΥΔΑΣ και στην Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου και Ελεγκτικού Συνεδρίου του Υπουργείου Εξωτερικών, την επίμαχη περίοδο.
Όπως προέκυψε από την έρευνα, η ΜΚΟ χρηματοδοτήθηκε με 9.000.000 ευρώ από την ΥΔΑΣ, την περίοδο 2000-2004, για την πραγματοποίηση οκτώ προγραμμάτων αποναρκοθέτησης στη Βοσνία- Ερζεγοβίνη, στον Λίβανο και στο Ιράκ, ύστερα από την υπογραφή συμβάσεων πραγματοποίησης προγραμμάτων αναπτυξιακής συνεργασίας. Στην πραγματικότητα, όπως προέκυψε από την αστυνομική έρευνα και προκαταρκτική ποινική διερεύνηση, το σύνολο της χρηματοδότησης εκταμιεύτηκε παράνομα, καθώς δεν πληρούνταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις, ενώ έχει σημειωθεί σωρεία παραβάσεων για την κάλυψη της παρανομίας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις σχετικές συμβάσεις προγραμμάτων αναπτυξιακής συνεργασίας, το ποσό θα κάλυπτε το 75% του συνολικού προϋπολογισμού του προγράμματος, το δε υπόλοιπο 25% θα έπρεπε να προέρχεται από συμμετοχή της ΜΚΟ, τουλάχιστον 15% ως ίδια συνεισφορά σε είδος ή σε χρήμα και από τρίτες πηγές, όπως χορηγίες και δωρεές.
Για να συγκαλυφθεί η ελλειμματική συμμετοχή της ΜΚΟ επινοήθηκε τέχνασμα εικονικών δωρεών. Ειδικότερα, οι αλλοδαποί εργαζόμενοι στα προγράμματα αποναρκοθέτησης, όπως για παράδειγμα ναρκαλιευτές, φέρονταν ότι επέστρεφαν στη ΜΚΟ, υπό τη μορφή δωρεάς, το 20-30% των φερόμενων αποδοχών τους, τις οποίες η ΜΚΟ δεν καταχωρούσε, ως όφειλε, στα σχετικά βιβλία που τηρούσε, αλλά αντίθετα τα παρουσίαζε ως ίδια συμμετοχή της, εξασφαλίζοντας έτσι περαιτέρω χρηματοδότηση.
Εκτός από την παραπάνω «ιδιότυπη» μεθοδολογία, ουσιαστικά ανακύκλωσης του δημοσίου χρήματος, όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα, δεν εφαρμόστηκαν επιπλέον διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας σχετικά με τη χρηματοδότηση των ΜΚΟ. Επιπλέον, μέρος των κονδυλίων που εκταμιεύονταν προς τη ΜΚΟ χρησιμοποιούνταν ή διοχετεύονταν στην κάλυψη δαπανών, που δεν σχετίζονταν με λειτουργικά έξοδα για την εκτέλεση των προγραμμάτων, αλλά για ενοικίαση γραφείων της Οργάνωσης στην Αθήνα, προμήθεια αναλώσιμων, ακόμα και αγορές σε super market, πληρωμή εστιατορίου και parking του αυτοκινήτου του προέδρου.
Στο πλαίσιο της έρευνας πραγματοποιήθηκε σε βάθος διερεύνηση οικονομικών και λοιπών στοιχείων, καθώς και συντονισμένες έρευνες σε οικίες και έδρες εταιρειών ιδιοκτησίας του προέδρου της ΜΚΟ και της συζύγου του, σε Ελλάδα και Κύπρο, όπου βρέθηκαν πλήθος αποδείξεις και στοιχεία για τις δραστηριότητες της Οργάνωσης.
Σύμφωνα με την Αστυνομία, οι εν ενεργεία ή τέως δημόσιοι υπάλληλοι, ανάλογα με τη θέση και τα καθήκοντα που κατείχαν την επίμαχη χρονική περίοδο, βεβαίωναν εν γνώσει τους ψευδώς σε δημόσια έγγραφα, σχετικά με τη νομιμότητα και κανονικότητα των κονδυλίων που εκταμιεύονταν προς τη ΜΚΟ για την υλοποίηση των προγραμμάτων, ως συμμετοχή του Δημοσίου και έκαναν τη σχετική εκκαθάριση και εντολή πληρωμών προς την Οργάνωση.
Οι εμπλεκόμενοι κατηγορούνται για τα -κατά περίπτωση- αδικήματα της απάτης σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος», της ψευδούς βεβαίωσης και απιστίας σχετικά με την Υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και «Εκδίκαση πράξεων διαφθοράς πολιτικών και κρατικών αξιωματούχων, υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος Δημοσίου Συμφέροντος και άλλες διατάξεις».
Για την υπόθεση ασκήθηκαν ποινικές διώξεις και παραγγέλθηκε η διενέργεια κύριας ανάκρισης.
Με βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου Αθηνών απαγορεύτηκε η εκποίηση περιουσιακών στοιχείων του προέδρου της ΜΚΟ και της συζύγου του και συγκεκριμένα δύο ακινήτων στους Αμπελόκηπους και δύο στη Ρόδο, ενώ θα κατασχεθεί και θα παραδοθεί στον ΟΔΔΥ πολυτελές αυτοκίνητο το οποίο χρησιμοποιούσε κατά τις μετακινήσεις του ο πρόεδρος της Οργάνωσης.
Η έρευνα συνεχίζεται στο πλαίσιο της κύριας ανάκρισης.
Σχετικές ετικέτες:Κοινωνία
Σχετικά άρθρα