18:20 | 25/2/14
Για «συμφωνία υψηλού επιπέδου» και όχι απλό ανακοινωθέν, έκανε λόγο ο Ευάγγελος Βενιζέλος, αναφερόμενος στο κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Έρογλου, που χαιρετίστηκε από τον Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και τη διεθνή κοινότητα.
Ξεκαθάρισε πάντως σε όλους τους τόνους ότι οι διαρκείς επαφές και διαπραγματεύσεις μεταξύ του προέδρου ενός κράτους και του μη αναγνωρισμένου δήθεν προέδρου του δήθεν κράτους, όπως χαρακτηριστικά είπε,
ποτέ δεν έχει εκληφθεί ως πράξη αναγνώρισης παράνομης οντότητας στο βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, επιχειρώντας να προλάβει τυχόν τέτοιες ερμηνείες.
Σε άλλο σημείο της εισήγησής του μάλιστα, υποστηρίζοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει πρακτικά συμφωνήσει με την κυπριακή κυβέρνηση να αποδεχθεί την συνάντηση που θα γίνει την Πέμπτη μεταξύ του διαπραγματευτή της τουρκοκυπριακής κοινότητας με τον πρέσβη Μιτσιάλη και αντίστοιχη ταυτόχρονα στην Άγκυρα του ελληνοκύπριου πρέσβη με την άλλη πλευρά,
υποστήριξε πως την αποδέχθηκε ο πρωθυπουργός, τονίζοντας ότι «συνιστά συνάντηση με τον διαπραγματευτή της τουρκοκυπριακής κοινότητας και όχι του ψευδοκράτους», ξεκαθαρίζοντας ότι «δεν συνιστά αναγνώριση».
Σημειώνοντας ότι είναι σωστό να υπάρχει πάντα ειδικός συνομιλητής και τονίζοντας τη σημασία του να υπάρξει πλήρης λύση, ώριμη, ισορροπημένη, ευρύτατης εθνικής αποδοχής, η οποία μάλιστα θα θεμελιώνεται με την συναίνεση του κυπριακού λαού υποστήριξε ότι οποιαδήποτε προσβολή των δικαιωμάτων της Κύπρου εντός των ερευνών, θα συνιστούσε διακοπή των συνομιλιών και ολέθριο λάθος στην παρούσα φάση.
Τονίζοντας ότι το κοινό ανακοινωθέν τοποθετεί τα πάντα υπο τον έλεγχο του κυπριακού λαού και αποκλείει οποιαδήποτε μορφή επιδιαιτησίας, ενώ συνιστά σαφές ότι η διαπραγμάτευση θα ολοκληρωθεί μόνο όταν συμφωνηθούν όλα τα επιμέρους σημεία, υποστήριξε ότι η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει τις ενέργειες του Προέδρου της Κύπρου.
Υποστήριξε άλλωστε ότι κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει ότι το πρόβλημα έχει παραμεριστεί ή παγώσει, αφού τυχόν τέτοια προσπάθεια θα συνιστούσε έμμεση παραδοχή ότι η διεθνής κοινότητα δεν πρέπει να ασχοληθεί, όταν η ένταξη ακόμα της Κύπρου στην ΕΕ έγινε με ανοιχτό το πολιτικό ζητημα και παράλληλη βούληση της διεθνούς κοινότητας να επιλυθεί.
Σημείωσε δε, αφενός το γεγονός ότι παρά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν το 2004, δεν διαταράχθηκε η υφιστάμενη κατάσταση, αφετέρου το γεγονός ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ αναφέρεται στην αναγνώριση και προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων της κυπριακής Δημοκρατίας ως έχει και όχι της μελλοντικής, όπως θα προκύψει αν το σχέδιο γίνει δεκτό μέσω δημοψηφίσματος.
Απαντώντας στους υπαρκτούς συνειρμούς με την οικονομική κατάσταση στην Κύπρο σήμερα, χαρακτήρισε επικίνδυνη τόσο για την Κύπρο όσο και για την Ελλάδα την αντίληψη ότι δεν μπορούμε να κάνουμε εξωτερική πολιτική όσο διαρκεί η κρίση.
«Δεν έχω διαγνώσει πίεση που συνδέεται με τη δημοσιονομική κρίση», είπε αναφερόμενος στις παντός τύπου επαφές του για θέματα εξωτερικής πολιτικής όσο διαρκεί η κρίση ,αφού «υπάρχει κόκκινη γραμμή» από κάθε κράτος μέλος όπως είπε, αναφερόμενος στην εθνική του ανεξαρτησία.
Μιλώντας για τη θεωρία του «στάτους κβο», κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση να αξιολογήσει κάποια στιγμή αν αυτό βελτιώνεται ή όχι σε βάθος χρόνου.
Υποστηρίζοντας ότι το κοινό ανακοινωθέν συνιστά συμφωνία υψηλού επιπέδου που λογικά δίνει σημασία στη συνταγματική ισχύ, επανέλαβε ότι η ελληνική πλευρά στηρίζει τις πρωτοβουλίες της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Προέδρου της.
Τόνισε δε, τη διαφορά μεταξύ του ομοσπονδιακού συντάγματος σε μία τέτοια ερμηνεία και της διεθνούς σύμβασης που διέπεται από το διεθνές δίκαιο και τη σύμβαση της Βιέννης σε περίπτωση συνομοσπονδίας.
Τονίζοντας τη μία και μόνη διεθνή προσωπικότητα της Κύπρου, τη μία ιθαγένεια και κυριαρχία, όπως αναφέρεται στο κοινό ανακοινωθέν, αναφέρθηκε ακόμα στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, την ομοσπονδιακή λύση, τη θέσπιση συντάγματος και τη δημοψηφισματική διαδικασία, ακόμα και την ύπαρξη και τις αρμοδιότητες του συνταγματικού ομοσπονδιακού δικαστηρίου.
Ξεκαθάρισε πάντως σε όλους τους τόνους ότι οι διαρκείς επαφές και διαπραγματεύσεις μεταξύ του προέδρου ενός κράτους και του μη αναγνωρισμένου δήθεν προέδρου του δήθεν κράτους, όπως χαρακτηριστικά είπε,
ποτέ δεν έχει εκληφθεί ως πράξη αναγνώρισης παράνομης οντότητας στο βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, επιχειρώντας να προλάβει τυχόν τέτοιες ερμηνείες.
Σε άλλο σημείο της εισήγησής του μάλιστα, υποστηρίζοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει πρακτικά συμφωνήσει με την κυπριακή κυβέρνηση να αποδεχθεί την συνάντηση που θα γίνει την Πέμπτη μεταξύ του διαπραγματευτή της τουρκοκυπριακής κοινότητας με τον πρέσβη Μιτσιάλη και αντίστοιχη ταυτόχρονα στην Άγκυρα του ελληνοκύπριου πρέσβη με την άλλη πλευρά,
υποστήριξε πως την αποδέχθηκε ο πρωθυπουργός, τονίζοντας ότι «συνιστά συνάντηση με τον διαπραγματευτή της τουρκοκυπριακής κοινότητας και όχι του ψευδοκράτους», ξεκαθαρίζοντας ότι «δεν συνιστά αναγνώριση».
Σημειώνοντας ότι είναι σωστό να υπάρχει πάντα ειδικός συνομιλητής και τονίζοντας τη σημασία του να υπάρξει πλήρης λύση, ώριμη, ισορροπημένη, ευρύτατης εθνικής αποδοχής, η οποία μάλιστα θα θεμελιώνεται με την συναίνεση του κυπριακού λαού υποστήριξε ότι οποιαδήποτε προσβολή των δικαιωμάτων της Κύπρου εντός των ερευνών, θα συνιστούσε διακοπή των συνομιλιών και ολέθριο λάθος στην παρούσα φάση.
Τονίζοντας ότι το κοινό ανακοινωθέν τοποθετεί τα πάντα υπο τον έλεγχο του κυπριακού λαού και αποκλείει οποιαδήποτε μορφή επιδιαιτησίας, ενώ συνιστά σαφές ότι η διαπραγμάτευση θα ολοκληρωθεί μόνο όταν συμφωνηθούν όλα τα επιμέρους σημεία, υποστήριξε ότι η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει τις ενέργειες του Προέδρου της Κύπρου.
Υποστήριξε άλλωστε ότι κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει ότι το πρόβλημα έχει παραμεριστεί ή παγώσει, αφού τυχόν τέτοια προσπάθεια θα συνιστούσε έμμεση παραδοχή ότι η διεθνής κοινότητα δεν πρέπει να ασχοληθεί, όταν η ένταξη ακόμα της Κύπρου στην ΕΕ έγινε με ανοιχτό το πολιτικό ζητημα και παράλληλη βούληση της διεθνούς κοινότητας να επιλυθεί.
Σημείωσε δε, αφενός το γεγονός ότι παρά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν το 2004, δεν διαταράχθηκε η υφιστάμενη κατάσταση, αφετέρου το γεγονός ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ αναφέρεται στην αναγνώριση και προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων της κυπριακής Δημοκρατίας ως έχει και όχι της μελλοντικής, όπως θα προκύψει αν το σχέδιο γίνει δεκτό μέσω δημοψηφίσματος.
Απαντώντας στους υπαρκτούς συνειρμούς με την οικονομική κατάσταση στην Κύπρο σήμερα, χαρακτήρισε επικίνδυνη τόσο για την Κύπρο όσο και για την Ελλάδα την αντίληψη ότι δεν μπορούμε να κάνουμε εξωτερική πολιτική όσο διαρκεί η κρίση.
«Δεν έχω διαγνώσει πίεση που συνδέεται με τη δημοσιονομική κρίση», είπε αναφερόμενος στις παντός τύπου επαφές του για θέματα εξωτερικής πολιτικής όσο διαρκεί η κρίση ,αφού «υπάρχει κόκκινη γραμμή» από κάθε κράτος μέλος όπως είπε, αναφερόμενος στην εθνική του ανεξαρτησία.
Μιλώντας για τη θεωρία του «στάτους κβο», κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση να αξιολογήσει κάποια στιγμή αν αυτό βελτιώνεται ή όχι σε βάθος χρόνου.
Υποστηρίζοντας ότι το κοινό ανακοινωθέν συνιστά συμφωνία υψηλού επιπέδου που λογικά δίνει σημασία στη συνταγματική ισχύ, επανέλαβε ότι η ελληνική πλευρά στηρίζει τις πρωτοβουλίες της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Προέδρου της.
Τόνισε δε, τη διαφορά μεταξύ του ομοσπονδιακού συντάγματος σε μία τέτοια ερμηνεία και της διεθνούς σύμβασης που διέπεται από το διεθνές δίκαιο και τη σύμβαση της Βιέννης σε περίπτωση συνομοσπονδίας.
Τονίζοντας τη μία και μόνη διεθνή προσωπικότητα της Κύπρου, τη μία ιθαγένεια και κυριαρχία, όπως αναφέρεται στο κοινό ανακοινωθέν, αναφέρθηκε ακόμα στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, την ομοσπονδιακή λύση, τη θέσπιση συντάγματος και τη δημοψηφισματική διαδικασία, ακόμα και την ύπαρξη και τις αρμοδιότητες του συνταγματικού ομοσπονδιακού δικαστηρίου.
Ρεπορτάζ: Ζαφειριάδου Μαριτίνα
Πηγή: real.gr
Σχετικές ετικέτες:Πολιτική
Σχετικά άρθρα