12:07 | 24/6/14
Άρθρο του Μάνου Κρανίδη, Πολιτικού Μηχανικού ΕΜΠ, Αντιδημάρχου Χαλανδρίου
Η μετεκλογική κυβερνητική πρόθεση για μια νέα φορολογική πολιτική, χαμηλότερων επιβαρύνσεων, είναι θετική.
Αποτελεί βασική προϋπόθεση ώστε να πυροδοτηθεί η βιώσιμη ανάπτυξη.
Στο πλαίσιο αυτό, ειδικά η φορολογία ακινήτων πρέπει να αλλάξει πλήρως, αφού σήμερα είναι προφανές ότι εκλείπουν η αναπτυξιακή χροιά και η δικαιοσύνη.
Αναμφίβολο στοιχείο υπέρ-φορολόγησης είναι οι 40 φόροι-τέλη που επιβάλλονται σε όλες τις φάσεις τις ζωής ενός ακινήτου.
Την περίοδο του μνημονίου οι κυβερνήσεις επέβαλαν περισσότερους φόρους ακινήτων από ότι απαίτησε η τρόικα.
Τρανό παράδειγμα τo περίφημο «Χαράτσι» (ΕΕΤΗΔΕ) και ο επερχόμενος «διπλός» ενιαίος φόρος ακινήτων (ΕΝΦΙΑ). Κύριος στόχος του τελευταίου είναι η είσπραξη 2,65 δις ευρώ σε μια στείρα αντιαναπτυξιακή λογική αύξησης των δημοσίων εσόδων.
Χαρακτηριστικές αντιαναπτυξιακές αδικίες είναι ότι τo «Χαράτσι» (ΕΕΤΗΔΕ), το οποίο εφαρμόστηκε το 2011 αποκλειστικά για έκτακτους δημοσιονομικούς εισπρακτικούς λόγους, «μονιμοποιείται και επεκτείνεται» ή ότι τα ξενοίκιαστα, απρόσοδα και μη ηλεκτροδοτούμενα, κτίσματα φορολογούνται με τον ίδιο τρόπο με τα υπόλοιπα.
Άμεσο αποτέλεσμα να φορολογούνται όλα τα ακίνητα και η μεσαία ιδιοκτησία να επιβαρύνεται. Επίσης το 2014 το οικονομικό επιτελείο εφάρμοσε τον νέο φόρο υπεραξίας με τρόπο που μπλόκαρε για τέσσερις μήνες κάθε συναλλαγή ακινήτου.
Μια ενέργεια που παράλληλα απενεργοποίησε την θετική επιρροή της ταυτόχρονης μείωσης του φόρου μεταβίβασης.
Εν τέλει δύο είναι οι μεγαλύτερες αντιαναπτυξιακές αδικίες στη φορολογία ακινήτων. Και οι δύο πρέπει να αλλάξουν στη νέα δικαιότερη αναπτυξιακή φιλοσοφία φορολογίας ακινήτων.
1ον.Ότι Ο υπολογισμός των φόρων και το τεκμήριο αγοράς (πόθεν έσχες), γίνονται επί πλασματικών αντικειμενικών τιμών οι οποίες σήμερα, και για το εγγύς μέλλον, είναι πολύ υψηλότερες των εμπορικών (πραγματικών).
Η εξίσωση αντικειμενικών- εμπορικών τιμών δεν έγινε ποτέ, αν και μνημονιακή υποχρέωση, και είναι μια κίνηση που πρέπει να γίνει άμεσα.
2ον.Ότι δεν λαμβάνεται επαρκής μέριμνα και προστασία για τη πρώτη κατοικία. Όλοι οι φόροι ή τέλη θα έπρεπε να εφαρμόζονται με σοβαρές εκπτώσεις για την πρώτη κατοικία των πολιτών, πόσο μάλλον για την μοναδική κατοικία τους.
Αδιαμφισβήτητα, η ακίνητη περιουσία αντιμετωπίζεται ρηχά και επιθετικά από το οικονομικό επιτελείο.
Στην χώρα της διαχρονικής «αγάπης» για τη ιδιοκτησία ακινήτων, αυτή πρέπει να ενσωματωθεί ενεργά σε ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο.
Μια διαφορετική προσέγγιση της φορολογίας ακινήτων, η οποία θα επικεντρωθεί στα έσοδα από την αξιοποίηση της ακίνητης ιδιοκτησίας και όχι στην απλή κατοχή της, μπορεί να οδηγήσει σε βιώσιμα δημόσια έσοδα, ανάπτυξη και λαϊκή ανοχή.
Άλλωστε η αγορά ακίνητης περιουσίας αποτελεί σε κάθε οικονομία την κορυφαία πηγή λαϊκής αποταμίευσης και εγγύηση πλούτου. Αυτό μπορεί ξανά να γίνει πραγματικότητα και στην ελληνική οικονομία.
Η μετεκλογική κυβερνητική πρόθεση για μια νέα φορολογική πολιτική, χαμηλότερων επιβαρύνσεων, είναι θετική.
Αποτελεί βασική προϋπόθεση ώστε να πυροδοτηθεί η βιώσιμη ανάπτυξη.
Στο πλαίσιο αυτό, ειδικά η φορολογία ακινήτων πρέπει να αλλάξει πλήρως, αφού σήμερα είναι προφανές ότι εκλείπουν η αναπτυξιακή χροιά και η δικαιοσύνη.
Αναμφίβολο στοιχείο υπέρ-φορολόγησης είναι οι 40 φόροι-τέλη που επιβάλλονται σε όλες τις φάσεις τις ζωής ενός ακινήτου.
Την περίοδο του μνημονίου οι κυβερνήσεις επέβαλαν περισσότερους φόρους ακινήτων από ότι απαίτησε η τρόικα.
Τρανό παράδειγμα τo περίφημο «Χαράτσι» (ΕΕΤΗΔΕ) και ο επερχόμενος «διπλός» ενιαίος φόρος ακινήτων (ΕΝΦΙΑ). Κύριος στόχος του τελευταίου είναι η είσπραξη 2,65 δις ευρώ σε μια στείρα αντιαναπτυξιακή λογική αύξησης των δημοσίων εσόδων.
Χαρακτηριστικές αντιαναπτυξιακές αδικίες είναι ότι τo «Χαράτσι» (ΕΕΤΗΔΕ), το οποίο εφαρμόστηκε το 2011 αποκλειστικά για έκτακτους δημοσιονομικούς εισπρακτικούς λόγους, «μονιμοποιείται και επεκτείνεται» ή ότι τα ξενοίκιαστα, απρόσοδα και μη ηλεκτροδοτούμενα, κτίσματα φορολογούνται με τον ίδιο τρόπο με τα υπόλοιπα.
Άμεσο αποτέλεσμα να φορολογούνται όλα τα ακίνητα και η μεσαία ιδιοκτησία να επιβαρύνεται. Επίσης το 2014 το οικονομικό επιτελείο εφάρμοσε τον νέο φόρο υπεραξίας με τρόπο που μπλόκαρε για τέσσερις μήνες κάθε συναλλαγή ακινήτου.
Μια ενέργεια που παράλληλα απενεργοποίησε την θετική επιρροή της ταυτόχρονης μείωσης του φόρου μεταβίβασης.
Εν τέλει δύο είναι οι μεγαλύτερες αντιαναπτυξιακές αδικίες στη φορολογία ακινήτων. Και οι δύο πρέπει να αλλάξουν στη νέα δικαιότερη αναπτυξιακή φιλοσοφία φορολογίας ακινήτων.
1ον.Ότι Ο υπολογισμός των φόρων και το τεκμήριο αγοράς (πόθεν έσχες), γίνονται επί πλασματικών αντικειμενικών τιμών οι οποίες σήμερα, και για το εγγύς μέλλον, είναι πολύ υψηλότερες των εμπορικών (πραγματικών).
Η εξίσωση αντικειμενικών- εμπορικών τιμών δεν έγινε ποτέ, αν και μνημονιακή υποχρέωση, και είναι μια κίνηση που πρέπει να γίνει άμεσα.
2ον.Ότι δεν λαμβάνεται επαρκής μέριμνα και προστασία για τη πρώτη κατοικία. Όλοι οι φόροι ή τέλη θα έπρεπε να εφαρμόζονται με σοβαρές εκπτώσεις για την πρώτη κατοικία των πολιτών, πόσο μάλλον για την μοναδική κατοικία τους.
Αδιαμφισβήτητα, η ακίνητη περιουσία αντιμετωπίζεται ρηχά και επιθετικά από το οικονομικό επιτελείο.
Στην χώρα της διαχρονικής «αγάπης» για τη ιδιοκτησία ακινήτων, αυτή πρέπει να ενσωματωθεί ενεργά σε ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο.
Μια διαφορετική προσέγγιση της φορολογίας ακινήτων, η οποία θα επικεντρωθεί στα έσοδα από την αξιοποίηση της ακίνητης ιδιοκτησίας και όχι στην απλή κατοχή της, μπορεί να οδηγήσει σε βιώσιμα δημόσια έσοδα, ανάπτυξη και λαϊκή ανοχή.
Άλλωστε η αγορά ακίνητης περιουσίας αποτελεί σε κάθε οικονομία την κορυφαία πηγή λαϊκής αποταμίευσης και εγγύηση πλούτου. Αυτό μπορεί ξανά να γίνει πραγματικότητα και στην ελληνική οικονομία.
Μάνος Κρανίδης
Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ,MSc Δημόσια Πολιτική & Διοίκηση, Carnegie Mellon ΗΠΑ
Αντιδήμαρχος Χαλανδρίου
Site: www.mkranidis.gr
Email: manoskranidis@gmail.com
Σχετικές ετικέτες:Οικονομία
Σχετικά άρθρα
Ροή ειδήσεων