08:41 | 25/6/14
Αντισυνταγματικό το Μνημόνιο ΙΙ στο σκέλος της διαιτησίας...
Αντισυνταγματικές έκρινε το Μισθοδικείο τις αναδρομικές από τον Αύγουστο του 2012 περικοπές των αποδοχών των δικαστών, εισαγγελέων όλων των βαθμών και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Έτσι οι αποδοχές των δικαστικών θα πρέπει να επανέλθουν σε αυτές που ίσχυαν πριν από 12 χρόνια.
Η κυβέρνηση καλείται τώρα να κλείσει τη «μαύρη τρύπα» που δημιουργήθηκε, ενώ αγωνιά για τις αντιδράσεις των ευρωπαίων εταίρων. Δεν αποκλείεται μάλιστα να ασκηθούν πιέσεις και στους δικαστές να ανατραπεί η έκδοση άλλων δικαστικών αποφάσεων που να δικαιώνουν αμειβομένους με ειδικά μισθολόγια.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου σχεδόν ομόφωνα, έκρινε ότι οι περικοπές των αποδοχών όλων των ένστολων και όλων των Σωμάτων που έγιναν αναδρομικά από την 1η Αυγούστου 2012 κατ΄ επιταγή του μνημονιακού νόμου 4093/2012 είναι αντισυνταγματικές από την εν λόγω ημερομηνία έως και σήμερα. Δηλαδή, η αντισυνταγματικότητα των περικοπών ανατρέχει αναδρομικά από 1η Αυγούστου 2012 τόσο για τους εν΄ ενεργεία όσο και για τους συνταξιούχους ένστολους.
Το ίδιο ισχύει και για τους δικαστικούς, τους εισαγγελείς και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με τα ποσά που πρέπει να επιστραφούν στους συνταξιούχους δικαστές να υπερβαίνουν τα 150 εκατομμύρια ευρώ.
Εν μέρει συνταγματικό το Μνημόνιο ΙΙ
Αντισυνταγματικό έκρινε χθες η Ολομέλεια του ΣτΕ το Μνημόνιο ΙΙ (νόμος 4046/2012) μόνο όμως στο σκέλος εκείνο με το οποίο καταργείται η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία.
Αντίθετα, η Ολομέλεια του ΣτΕ, έκρινε αντισυνταγματικά, σύμφωνα με τις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), όλα τα άλλα μέτρα που προβλέφθηκαν σε βάρος των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα από το Μνημονίου ΙΙ, όπως είναι η μείωση των αποδοχών των εργαζομένων κατά 22% και κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών, η κατάργηση του επιδόματος γάμου, η κατάργηση της υπογραφής των εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (κατώτερες αποδοχές) μετά από διαπραγματεύσεις εργοδοτών και εργαζομένων (ΣΕΒ-ΓΕΣΕΕ), η λεγόμενη «μετενέργεια», κ.λπ.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου με μία απόφαση 60 σελίδων (2307/2014) αποφάνθηκε ότι είναι αντισυνταγματική (αντίθετη στο άρθρο 22 παράγραφος 2 του Συντάγματος) η κατάργηση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία (νόμοι 1876/1990 και 3899/2010) για την επίλυση εργασιακών θεμάτων (αύξηση αποδοχών, επιδόματα, άδειες, αργίες, κ.λπ.).
Με την υπ’ αριθμ. 2307/2014, απόφαση του ανωτάτου ακυρωτικού δικαστηρίου έγινε δεκτή η αίτηση της ΓΣΕΕ και άλλων εργατικών συνδικαλιστικών ενώσεων για ακύρωση της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία επιβλήθηκαν περιορισμοί -κυρίως μειώσεις αποδοχών και αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της ισχύος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας- στον ιδιωτικό τομέα σε εφαρμογή του δεύτερου μνημονίου.
Με την προϊσχύουσα νομοθεσία, αν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων δεν κατέληγαν σε κοινή συμφωνία, οποιοδήποτε από τα δύο μέρη είχε τη δυνατότητα να ενεργοποιήσει τη διαδικασία διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς ώστε να ρυθμιστούν οι όροι αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων, είτε του κλάδου, τον οποίο αφορούσε η διαφορά, είτε του συνόλου των εργαζομένων, αν αντικείμενο της διαφοράς ήταν η σύναψη εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Με την ΠΥΣ καταργήθηκε η δυνατότητα αυτή και, επομένως, σε περίπτωση κατά την οποία η συλλογική διαφορά δεν κατέληγε σε συμφωνία, δεν υπήρχε δυνατότητα να επιβληθούν γενικοί όροι εργασίας, υποχρεωτικοί για τους εργοδότες. Η ακύρωση της σχετικής διάταξης της ΠΥΣ έχει ως συνέπεια να επανέρχεται σε ισχύ το παλαιότερο καθεστώς ως προς το θέμα αυτό.
Η ΠΥΣ περιείχε και άλλες ρυθμίσεις, οι οποίες κρίθηκαν από το ΣτΕ ότι δεν έρχονται σε αντίθεση προς το Σύνταγμα, αφού εκτιμήθηκαν οι ιδιαίτερα δυσμενείς δημοσιονομικές και οικονομικές συνθήκες και οι αντίστοιχες ανάγκες της χώρας. Αυτές οι ρυθμίσεις αφορούν τον περιορισμό της διάρκειας της ισχύος των συλλογικών συμβάσεων και της μετενέργειάς τους, μετά τη λήξη της ισχύος τους, τον περιορισμό των θεμάτων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων και συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την κατάργηση ρητρών που είχαν ως συνέπεια να δημιουργείται καθεστώς οιονεί μονιμότητας για το προσωπικό των δημόσιων επιχειρήσεων.
Τέλος η Ολομέλεια του ΣτΕ δεν εξέφρασε κρίση για τη μείωση του ύψους του κατώτερου μισθού και ημερομισθίου για τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα καθώς έχει εκδοθεί νεότερος νόμος και η σχετική διάταξη που είχαν στα χέρια τους δεν ισχύει πιά.
Αντισυνταγματικές έκρινε το Μισθοδικείο τις αναδρομικές από τον Αύγουστο του 2012 περικοπές των αποδοχών των δικαστών, εισαγγελέων όλων των βαθμών και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Έτσι οι αποδοχές των δικαστικών θα πρέπει να επανέλθουν σε αυτές που ίσχυαν πριν από 12 χρόνια.
Η κυβέρνηση καλείται τώρα να κλείσει τη «μαύρη τρύπα» που δημιουργήθηκε, ενώ αγωνιά για τις αντιδράσεις των ευρωπαίων εταίρων. Δεν αποκλείεται μάλιστα να ασκηθούν πιέσεις και στους δικαστές να ανατραπεί η έκδοση άλλων δικαστικών αποφάσεων που να δικαιώνουν αμειβομένους με ειδικά μισθολόγια.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου σχεδόν ομόφωνα, έκρινε ότι οι περικοπές των αποδοχών όλων των ένστολων και όλων των Σωμάτων που έγιναν αναδρομικά από την 1η Αυγούστου 2012 κατ΄ επιταγή του μνημονιακού νόμου 4093/2012 είναι αντισυνταγματικές από την εν λόγω ημερομηνία έως και σήμερα. Δηλαδή, η αντισυνταγματικότητα των περικοπών ανατρέχει αναδρομικά από 1η Αυγούστου 2012 τόσο για τους εν΄ ενεργεία όσο και για τους συνταξιούχους ένστολους.
Το ίδιο ισχύει και για τους δικαστικούς, τους εισαγγελείς και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με τα ποσά που πρέπει να επιστραφούν στους συνταξιούχους δικαστές να υπερβαίνουν τα 150 εκατομμύρια ευρώ.
Εν μέρει συνταγματικό το Μνημόνιο ΙΙ
Αντισυνταγματικό έκρινε χθες η Ολομέλεια του ΣτΕ το Μνημόνιο ΙΙ (νόμος 4046/2012) μόνο όμως στο σκέλος εκείνο με το οποίο καταργείται η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία.
Αντίθετα, η Ολομέλεια του ΣτΕ, έκρινε αντισυνταγματικά, σύμφωνα με τις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), όλα τα άλλα μέτρα που προβλέφθηκαν σε βάρος των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα από το Μνημονίου ΙΙ, όπως είναι η μείωση των αποδοχών των εργαζομένων κατά 22% και κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών, η κατάργηση του επιδόματος γάμου, η κατάργηση της υπογραφής των εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (κατώτερες αποδοχές) μετά από διαπραγματεύσεις εργοδοτών και εργαζομένων (ΣΕΒ-ΓΕΣΕΕ), η λεγόμενη «μετενέργεια», κ.λπ.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου με μία απόφαση 60 σελίδων (2307/2014) αποφάνθηκε ότι είναι αντισυνταγματική (αντίθετη στο άρθρο 22 παράγραφος 2 του Συντάγματος) η κατάργηση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία (νόμοι 1876/1990 και 3899/2010) για την επίλυση εργασιακών θεμάτων (αύξηση αποδοχών, επιδόματα, άδειες, αργίες, κ.λπ.).
Με την υπ’ αριθμ. 2307/2014, απόφαση του ανωτάτου ακυρωτικού δικαστηρίου έγινε δεκτή η αίτηση της ΓΣΕΕ και άλλων εργατικών συνδικαλιστικών ενώσεων για ακύρωση της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία επιβλήθηκαν περιορισμοί -κυρίως μειώσεις αποδοχών και αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της ισχύος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας- στον ιδιωτικό τομέα σε εφαρμογή του δεύτερου μνημονίου.
Με την προϊσχύουσα νομοθεσία, αν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων δεν κατέληγαν σε κοινή συμφωνία, οποιοδήποτε από τα δύο μέρη είχε τη δυνατότητα να ενεργοποιήσει τη διαδικασία διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς ώστε να ρυθμιστούν οι όροι αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων, είτε του κλάδου, τον οποίο αφορούσε η διαφορά, είτε του συνόλου των εργαζομένων, αν αντικείμενο της διαφοράς ήταν η σύναψη εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Με την ΠΥΣ καταργήθηκε η δυνατότητα αυτή και, επομένως, σε περίπτωση κατά την οποία η συλλογική διαφορά δεν κατέληγε σε συμφωνία, δεν υπήρχε δυνατότητα να επιβληθούν γενικοί όροι εργασίας, υποχρεωτικοί για τους εργοδότες. Η ακύρωση της σχετικής διάταξης της ΠΥΣ έχει ως συνέπεια να επανέρχεται σε ισχύ το παλαιότερο καθεστώς ως προς το θέμα αυτό.
Η ΠΥΣ περιείχε και άλλες ρυθμίσεις, οι οποίες κρίθηκαν από το ΣτΕ ότι δεν έρχονται σε αντίθεση προς το Σύνταγμα, αφού εκτιμήθηκαν οι ιδιαίτερα δυσμενείς δημοσιονομικές και οικονομικές συνθήκες και οι αντίστοιχες ανάγκες της χώρας. Αυτές οι ρυθμίσεις αφορούν τον περιορισμό της διάρκειας της ισχύος των συλλογικών συμβάσεων και της μετενέργειάς τους, μετά τη λήξη της ισχύος τους, τον περιορισμό των θεμάτων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων και συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την κατάργηση ρητρών που είχαν ως συνέπεια να δημιουργείται καθεστώς οιονεί μονιμότητας για το προσωπικό των δημόσιων επιχειρήσεων.
Τέλος η Ολομέλεια του ΣτΕ δεν εξέφρασε κρίση για τη μείωση του ύψους του κατώτερου μισθού και ημερομισθίου για τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα καθώς έχει εκδοθεί νεότερος νόμος και η σχετική διάταξη που είχαν στα χέρια τους δεν ισχύει πιά.
Σχετικές ετικέτες:Ελλάδα
Σχετικά άρθρα
Ροή ειδήσεων