Ανταποδοτική σύνταξη: Πώς υπολογίζεται για όλες τις ομάδες ασφαλισμένων | Greek-iNews


Έχετε φορτώσει την έκδοση για υπολογιστές, για καλύτερη εμπειρία χρήσης μεταβείτε στην έκδοση για κινητά με ένα
κλικ εδώ

Ανταποδοτική σύνταξη: Πώς υπολογίζεται για όλες τις ομάδες ασφαλισμένων

20:11 | 23/12/16
antapodotikh-suntaksh-pws-ypologizetai-gia-oles-tis-omades-asfalismenwn

Τι ισχύει για τον πλασματικό χρόνο και τις συντάξεις αναπηρίας από εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια - Αναλυτικά η εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας

Εγκύκλιος για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης, εκδόθηκε την Παρασκευή από το υπουργείο Εργασίας.

Σύμφωνα μ' αυτήν, το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, το χρόνο ασφάλισης και τα κατ' έτος ποσοστά αναπλήρωσης, τα οποία διαμορφώνονται, ως εξής:

Κλίμακες ετών ασφάλισης ποσοστό αναπλήρωσης

  • από 0 έως 15 0,77%
  • 15,01 έως 18 0,84%
  • 18,01 έως 21 0,90%
  • 21,01 έως 24 0,96%
  • 24,01 έως 27 1,03%
  • 27,01 έως 30 1,21%
  • 30,01 έως 33 1,42%
  • 33,01 έως 36 1,59%
  • 36,01 έως 39 1,80%
  • 39,01 έως 42 και 2,00%
Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος ασφάλισης ανά κλίμακα ετών, αντιστοιχεί στο ποσοστό που αναγράφεται στην τρίτη στήλη του πίνακα. Το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης αντιστοιχεί στα κατ' έτος ποσοστά αναπλήρωσης για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης επί των συνταξίμων αποδοχών. Για τον υπολογισμό, το σύνολο του χρόνου ασφάλισης λαμβάνεται υπόψη με μαθηματική ακρίβεια δύο δεκαδικών ψηφίων.

Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης ασφαλισμένου λαμβάνονται υπόψη ως συντάξιμες αποδοχές ο μέσος μηνιαίος μισθός-εισόδημα καθ' όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Συγκεκριμένα, για αιτήσεις συνταξιοδότησης που υποβάλλονται από 13.05.2016 και εντός του έτους 2016, οι συντάξιμες αποδοχές υπολογίζονται ως ο μέσος μηνιαίος μισθός-εισόδημα του ασφαλισμένου από το έτος 2002 και έως την υποβολή της αίτησης. Εφεξής, ετησίως, η χρονική περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό των συνταξίμων αποδοχών αυξάνεται κατά ένα έτος.

Παράδειγμα: Ασφαλισμένος μισθωτός υποβάλλει αίτηση συνταξιοδότησης την 01.12.2018. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης λαμβάνονται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου που υπόκεινται σε εισφορές για το χρονικό διάστημα από 01.01.2002 έως 30.11.2018.

Μισθωτοί

Για την εύρεση των συντάξιμων αποδοχών των μισθωτών, κατ' αρχάς υπολογίζεται ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου που υπόκεινται σε εισφορές υπέρ κλάδου σύνταξης. Επομένως, συμπεριλαμβάνονται τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματα αδείας, για τα οποία έχουν καταβληθεί εισφορές για το χρονικό διάστημα από 01.01.2002 και έως την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης.

Ο μέσος αυτός όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου είναι το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των αποδοχών του ασφαλισμένου επί των οποίων έχουν καταβληθεί εισφορές υπέρ κλάδου σύνταξης (και μέχρι του ανωτάτου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών, όπως και όπου αυτό προβλεπόταν για τα έτη 2002 και εφεξής) δια του συνολικού χρόνου ασφάλισης του από 01.01.2002 μέχρι την προηγούμενη ημέρα της υποβολής αίτησης συνταξιοδότησης (αναγόμενος ο χρόνος αυτός σε μήνες, π.χ. πλήρης μήνας για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ = 25 ημέρες ασφάλισης). Οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος προσαυξάνονται κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία, όταν θα προσδιοριστεί, από την αρμόδια για τον καθορισμό Ελληνική Στατιστική Αρχή, θα ακολουθήσουν νέες οδηγίες.

Σε κάθε περίπτωση, για όλους τους μισθωτούς που υπάγονται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ από 01.01.2017 το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών ανέρχεται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, το οποίο με σημερινά δεδομένα ισούται με 586,08*10=5.860,8 ευρώ. Επομένως, σε κάθε περίπτωση και για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών των μισθωτών από 01.01.2017 ως ανώτατο όριο μηνιαίων αποδοχών είναι το ποσό αυτό. Στην περίπτωση ασφαλισμένων οι οποίοι, υπό την ισχύ του προϊσχύοντος νομοθετικού καθεστώτος, κατέβαλαν εισφορές ανώτερες από αυτές του κοινού καθεστώτος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (6,67% για τον ασφαλισμένο και 13,33% για τον εργοδότη), εφαρμόζεται το άρθρο 30 παρ.1 του ν.4387/2016, όπως ισχύει, δηλαδή το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης τους για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, θα υπολογίζεται με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα επιπλέον εισφοράς. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει για τα πρόσωπα που περιγράφονται στο άρθρο 30 παρ.1 του ν.4387/2016, όπως ισχύει.

Στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης μισθωτών με βάση τις διατάξεις του ν.612/1977 είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές και ισχύουν κάθε φορά, εφαρμόζεται το τελευταίο εδάφιο της περ.γ παρ.2 άρθρο 28 του ν.4387/2016. Η ανταποδοτική σύνταξη υπολογίζεται με ποσοστό αναπλήρωσης 35 ετών, εφόσον ο χρόνος ασφάλισης υπολείπεται των 35 ετών και, αν υπερβαίνει τα 35 έτη, υπολογίζεται επί όλου του χρόνου ασφάλισης. Επίσης, στον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών κατά τη διάρκεια όλης της ασφάλισής του από την 01.01.2002 μέχρι την προηγούμενη της αιτήσεως συνταξιοδότησης, προσαυξανόμενες για κάθε ημερολογιακό έτος κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προσδιορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.

Μισθωτοί αμειβόμενοι με κυμαινόμενες αποδοχές

Οι μισθωτοί ασφαλισμένοι του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ που χαρακτηρίζονται ως αμειβόμενοι με κυμαινόμενες αποδοχές και απασχολούνται σε συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων και ειδικότητες, κατατάσσονται, μέχρι 31.12.2016, σε ασφαλιστικές κλάσεις τεκμαρτών ημερομισθίων και οι εισφορές τους υπολογίζονται επί αυτών των κλάσεων.

Για αυτή την κατηγορία και μέχρι 31.12.2016, εφαρμόζεται η περ. γ, παρ.2 του άρθρου 28 του ν.4387/2016, δηλαδή ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης ορίζεται το ποσό που αντιστοιχεί στο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα, αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για κάθε μήνα ασφάλισης. Άρα, οι μηνιαίες αποδοχές υπολογίζονται ως το γινόμενο των κατά μήνα ημερών ασφάλισης επί το τεκμαρτό ημερομίσθιο που αντιστοιχεί στο έτος αναφοράς.

Για το διάστημα από 01.01.2017 έως την προηγούμενη της αιτήσεως συνταξιοδότησης, οι αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό των συνταξίμων αποδοχών είναι οι πραγματικές αντίστοιχες αποδοχές που υπόκεινται σε εισφορές κλάδου σύνταξης. Οι αποδοχές για κάθε ημερολογιακό έτος, ανεξάρτητα αν είναι πριν ή μετά την 01.01.2017, λαμβάνονται υπόψη προσαυξανόμενες για κάθε ημερολογιακό έτος κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προσδιορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.

Παράδειγμα: Μισθωτός κατά τα έτη 01.01.2002 έως την ημέρα υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης (π.χ. 1.8.2020), έχει απασχοληθεί ως μπάρμαν και κατά το ίδιο διάστημα έχει 2.100 ημέρες ασφάλισης από τις οποίες 1.450 έως και 31.12.2016. Συνολικά, έχει 21 έτη ασφάλισης. Υποβάλλει αίτηση συνταξιοδότησης στο 67ο έτος της ηλικίας του. Το ποσοστό αναπλήρωσης για τα 21 έτη ασφάλισης αντιστοιχεί σε 16,77%. Χρόνος ασφάλισης από 1.1.2002 έως 31.7.2020: 84 μήνες. Οι αποδοχές υπολογίζονται, ως εξής: Για το διάστημα από 01.01.2002 έως 31.12.2016, για το οποίο ασφαλίζονταν, βάσει τεκμαρτών ημερομισθίων, οι αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό των συνταξίμων αποδοχών για κάθε ημερολογιακό έτος είναι το γινόμενο των ημερών ασφάλισης ανά έτος επί του τ.η. της ασφαλιστικής κλάσης στην οποία υπήγοντο το έτος αυτό, προσαυξανόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προσδιορίζεται από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. Για το διάστημα από 01.01.2017 έως την προηγούμενη της αιτήσεως συνταξιοδότησης, οι αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών για κάθε ημερολογιακό έτος είναι οι πραγματικές αντίστοιχες αποδοχές που υπόκεινται σε εισφορές κλάδου σύνταξης ανά έτος προσαυξανόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προσδιορίζεται από την ΕΛ.ΣΤΑΤ.

Ασφαλισμένοι ΟΑΕΕ

Για τους μέχρι 31.12.1992 (παλαιούς ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ), ως μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές για μεν το χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος του πδ 258/2005 και έως την 31.12.2016 θεωρούνται τα ποσά των ασφαλιστικών κατηγοριών επί των οποίων υπολογίζεται το ποσοστό εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης (20%).

Για τους ασφαλισμένους των συγχωνευθέντων στον ΟΑΕΕ ταμείων, οι οποίοι από 01.01.2002 και μέχρι την ένταξη τους στις ασφαλιστικές κατηγορίες του ΟΑΕΕ, κατέβαλαν μηνιαία συγκεκριμένο ποσό ανάλογα με την ασφαλιστική κατηγορία στην οποία υπάγονταν, το μηνιαία καταβαλλόμενο αυτό ποσό ανάγεται σε μηνιαίο εισόδημα, με ύψος ασφαλίστρου το 20%. Για το χρόνο ασφάλισης από 01.01.2017 και εφεξής, ως μηνιαίο εισόδημα νοείται εκείνο επί του οποίου καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές, σύμφωνα με το άρθρο 39. Για τους από 01.01.1993 και εφεξής ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ είτε αυτοί προέρχονται από τα συγχωνευθέντα στον ΟΑΕΕ Ταμεία είτε ασφαλίστηκαν, για πρώτη φορά, στον ΟΑΕΕ, ως μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές νοούνται τα ποσά των ασφαλιστικών κατηγοριών επί των οποίων υπολογίζεται το ποσοστό εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης.

Ειδικά, για τους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους του ΤΑΝΠΥ και για το χρόνο ασφάλισής τους μέχρι 31.12.2016, ως μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές νοείται ο τεκμαρτός μισθός της ασφαλιστικής κλάσης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ στην οποία κατατάσσονται κάθε φορά. Με δεδομένο ότι για τους ασφαλισμένους της κατηγορίας αυτής (αυτοαπασχολούμενους και μισθωτούς) προβλέπεται και καταβολή εισφορών επί δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας, τα ανωτέρω επιδόματα συμπεριλαμβάνονται στις συντάξιμες αποδοχές τους. Για τους ασφαλισμένους του ΤΑΝΠΥ από 01.01.1993 και εφεξής, ως μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές νοούνται οι ασφαλιστικές κατηγορίες επί των οποίων υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές. Σε κάθε περίπτωση καταβολής μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών (πχ μείωση κατά 30% των ασφαλιστικών εισφορών των από 01.01.1993 νέων ασφαλισμένων του ΤΕΒΕ ή του ΟΑΕΕ, έχει ως αποτέλεσμα την αντίστοιχη μείωση του ποσού της ασφαλιστικής κατηγορίας επί της οποίας υπολογίζονταν οι ασφαλιστικές εισφορές. Ως προς την πρόβλεψη σχετικά με την προσαύξηση των συντάξιμων αποδοχών που προκύπτουν με βάση τις καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές με το ποσό από τους κοινωνικούς πόρους, κατόπιν σχετικής αναγωγής τους ανά ασφαλισμένο, επί του θέματος αυτού θα δοθούν νεότερες οδηγίες.

Ασφαλισμένοι ΕΤΑΑ

Για τους μέχρι 31/12/1992 ελεύθερους επαγγελματίες του ΕΤΑΑ (ΤΣΜΕΔΕ, ΤΣΑΥ, Τομέας Ασφάλισης Νομικών) για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη για το χρονικό διάστημα από 01/01/2017 και εφεξής το εισόδημα επί του οποίου έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές, βάσει του άρθρου 39 του ν.4387/2016, ενώ για τον προγενέστερο χρόνο ασφάλισης η πραγματικά καταβληθείσα μηνιαία ασφαλιστική εισφορά ανάγεται σε μηνιαίο εισόδημα, θεωρώντας μηνιαίο ασφάλιστρο ύψους 20%.

Για τους μέχρι 31/12/1992 μισθωτούς του ΕΤΑΑ (ΤΣΜΕΔΕ, ΤΣΑΥ, Τομέας Ασφάλισης Νομικών), για το χρόνο ασφάλισης από 01/01/2017 και μετά για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του ν.4387/2016.

Για το χρόνο ασφάλισης μέχρι 31/12/2016, ως συντάξιμες αποδοχές ανά Τομέα λαμβάνονται οι εξής:

α) Για τους ασφαλισμένους του ΤΣΜΕΔΕ, για το χρόνο ασφάλισης από 01/01/2002 μέχρι 31/12/2006, η καταβληθείσα εισφορά ανάγεται σε μηνιαίες αποδοχές, θεωρώντας μηνιαίο ασφάλιστρο ύψους 20%. Για το χρόνο ασφάλισης από 01/01/2007 έως 31/12/2016, λαμβάνονται οι μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές

β) για τους ασφαλισμένους του ΤΣΑΥ, δεδομένου ότι ο ασφαλισμένος καταβάλλει ως μηνιαία εισφορά σταθερό ποσό και ο εργοδότης ποσοστιαία εισφορά ύψους 13,33% επί των αποδοχών, αθροίζεται η εισφορά ασφαλισμένου και εργοδότη και το ποσό του αθροίσματος ανάγεται σε μηνιαίες αποδοχές, θεωρώντας μηνιαίο ασφάλιστρο ύψους 20%.

γ) για τους ασφαλισμένους του Τομέα Ασφάλισης Νομικών, η μηνιαία εισφορά ανάγεται σε συντάξιμο μισθό, θεωρώντας μηνιαίο ασφάλιστρο ύψους 20%.


Για τους από 1/1/1993 ασφαλισμένους λαμβάνονται υπόψη για τους μεν ελεύθερους επαγγελματίες τα ποσά των ασφαλιστικών κατηγοριών επί των οποίων έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές, για δε τους μισθωτούς οι μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές. Σε κάθε περίπτωση, τα ποσά που προκύπτουν ως συντάξιμες αποδοχές αναπροσαρμόζονται κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως αυτή θα προσδιοριστεί από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Σε περίπτωση καταβολής μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών (ασφαλισμένοι κάτω πενταετίας) για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη η μειωμένη ασφαλιστική εισφορά και ανάγεται σε συντάξιμο μισθό, θεωρώντας ασφάλιστρο ύψους 20%. Στην περίπτωση των εμμίσθων που έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές επί των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας, για τον καθορισμό των συντάξιμων αποδοχών συνυπολογίζονται και οι ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί επί των ποσών αυτών και θεωρείται ότι προσαυξάνουν τις μηνιαίες αποδοχές του μήνα που καταβάλλονται. Για τις περιπτώσεις που προβλέπεται μείωση της καταβαλλόμενης σύνταξης (μειωμένη σύνταξη, λόγω γήρατος ή ανάλογα με το βαθμό αναπηρίας για τους από 01/01/1993 ασφαλισμένους βάσει του ν.2084/1992), η ανταποδοτική σύνταξη καταβάλλεται πλήρης, ενώ μειώνεται η εθνική σύνταξη, βάσει των άρθρων 7 και 27 του ν.4387/2016.

Όσον αφορά την πρόσθετη εισφορά του άρθρου 44 παρ. 14 του ν.3986/2011 (ύψους 2% επί του ποσού της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας) που καταβάλλεται από τους ελεύθερους επαγγελματίες από 01/07/2011, αυτή αθροίζεται με την κύρια ασφαλιστική εισφορά και το άθροισμα ανάγεται σε μηνιαίες εισόδημα, θεωρώντας μηνιαίο ασφάλιστρο ύψους 20%. Σημειώνεται ότι, σε περίπτωση που δεν συμπληρώνεται ακέραιος αριθμός ετών ασφάλισης, για παράδειγμα ο ασφαλισμένος συμπληρώνει 41 έτη ασφάλισης πέντε μήνες και 15 ημέρες ασφάλισης, για το χρονικό διάστημα, πέραν του πλήρους έτους, δηλαδή για το διάστημα των πέντε μηνών και 15 ημερών (5 x 25 + 15 = 140 ημέρες), λαμβάνει αναλογία του ποσοστού αναπλήρωσης, θεωρώντας ότι το έτος αντιστοιχεί σε 12 μήνες και κάθε μήνας σε 25 ημέρες ασφάλισης, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση το ποσοστό αναπλήρωσης καθορίζεται σε 45,73% (44,80 + 2 x 140/300). Ως προς την πρόβλεψη σχετικά με την προσαύξηση των συντάξιμων αποδοχών που προκύπτουν με βάση τις καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές με το ποσό από τους κοινωνικούς πόρους, κατόπιν σχετικής αναγωγής τους ανά ασφαλισμένο, επί του θέματος αυτού θα δοθούν νεότερες οδηγίες.

Πλασματικός χρόνος

Ως συντάξιμες αποδοχές που αφορούν χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται ως πλασματικός, μετά από καταβολή του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς, ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μισθό-εισόδημα, αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά κάθε μήνα ασφάλισης. Η ποσοστιαία έκπτωση που παρέχεται στο συνολικό ποσό εξαγοράς σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής του ποσού δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό των συνταξίμων αποδοχών. Δηλαδή, οι συντάξιμες αποδοχές υπολογίζονται στο αρχικό ποσό εξαγοράς, πριν την εφαρμογή της έκπτωσης.

Σε κάθε περίπτωση, το υπολογιζόμενο ποσό συντάξιμων αποδοχών, που αφορούν χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται ως πλασματικός, θα συνυπολογισθεί για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης, εφόσον η αίτηση αναγνώρισης έχει υποβληθεί από το έτος 2002 και εφεξής και θα προσαυξηθεί κατά την ετήσια μεταβολή μισθών από το έτος υποβολής της αίτησης εξαγοράς, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Πλασματικός χρόνος που αναγνωρίζεται χωρίς εξαγορά (π.χ. χρόνος επιδότησης, λόγω ασθένειας, χρόνος επιδότησης, λόγω τακτικής ανεργίας) δεν συνυπολογίζεται για τον υπολογισμό του ποσού της ανταποδοτικής σύνταξης, δηλαδή δεν συνυπολογίζεται ούτε στα ποσοστά αναπλήρωσης ούτε στον υπολογισμό των συνταξίμων αποδοχών.

Αιτήσεις συνταξιοδότησης που υποβάλλονται από 13.05.2016 έως 31.12.2018

Στις περιπτώσεις των αιτήσεων συνταξιοδότησης που υποβάλλονται εντός της χρονικής περιόδου από 13.05.2016 έως 31.12.2018, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 2 του ν. 4387/2016. Σύμφωνα με αυτές, για τις αιτήσεις που θα υποβληθούν από 13.05.2016 έως 31.12.2016, εάν το καθαρό προ φόρου ποσό της απονεμομένης σύνταξης με βάση το νέο νομοθετικό πλαίσιο, (δηλαδή το ακαθάριστο ποσό σύνταξης, αφαιρουμένων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010, όπως συμπληρώθηκε και ισχύει με το άρθρο 44 παρ. 10 του ν. 3986/2011, της εισφοράς του άρθρου 44 παρ.11 του ν. 3986/2011 και της εισφοράς για υγειονομική περίθαλψη, όπως αυτή υπολογίζεται με τις ρυθμίσεις του ν. 4387/2016), υπολείπεται του καθαρού προ φόρου ποσού της σύνταξης που θα ελάμβαναν με βάση το προγενέστερο ανά ασφαλιστικό φορέα νομοθετικό πλαίσιο, (δηλαδή το ακαθάριστο ανά ασφαλιστικό φορέα ποσό σύνταξης, αφαιρουμένων των κρατήσεων για την Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων, της εισφοράς του άρθρου 44 παρ.11 του ν.3986/2011, της εισφοράς του ν.4024/2011 (άρθρο 2 παρ.1 και 2), του ν. 4051/2012 (άρθρο 6 παρ.1), της ΥΑ 476/2012 (ΦΕΚ Β'499) και του ν.4093/2012 (άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ υποπαρ.ΙΑ5 περ.1 και παρ.Β υποπαρ.Β3 περ.α) και της εισφοράς για υγειονομική περίθαλψη, όπως αυτή υπολογίζεται με τις ρυθμίσεις του ν.4387/2016), σε ποσοστό άνω του 20%, το ήμισυ της διαφοράς καταβάλλεται ως προσωπική διαφορά.

Για τις αιτήσεις που θα υποβληθούν εντός του 2017, αντίστοιχα καταβάλλεται ως προσωπική διαφορά το ένα τρίτο (1/3) της ανωτέρω διαφοράς, ενώ για τις αιτήσεις που θα υποβληθούν εντός του 2018 καταβάλλεται ως προσωπική διαφορά το ένα τέταρτο (1/4) της διαφοράς αυτής. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης, λόγω αναπηρίας.

Συνταξιοδότηση αναπηρίας από εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια

Στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης, λόγω αναπηρίας, που οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια, το ποσό της σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στο διπλάσιο ποσό της εθνικής σύνταξης για 20 έτη ασφάλισης, το οποίο σήμερα αντιστοιχεί σε 768 ευρώ.

Από 13.05.2016, καταργούνται όλες οι διατάξεις που προέβλεπαν διαφορετικό τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, κατώτατο όριο και ανώτατο όριο κύριας σύνταξης, λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου. Προβλέπεται κατώτατο όριο μόνο στην περίπτωση σύνταξης, λόγω αναπηρίας, συνεπεία εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό της σύνταξης, (ήτοι άθροισμα εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης, συμπεριλαμβανομένων τυχόν προσαυξήσεων, βάσει του άρθρου 30 ή λόγω παράλληλης απασχόλησης) δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στο διπλάσιο της εθνικής σύνταξης για 20 έτη ασφάλισης, όπως αυτό κάθε φορά ορίζεται, (ήτοι 384*2=768 ευρώ). Σε περίπτωση που το ποσό της σύνταξης που εξάγεται, βάσει ετών ασφάλισης και συντάξιμων αποδοχών, είναι υπέρτερο του ανωτέρω ποσού, ισχύει το υπέρτερο αυτό ποσό.

Σχετικές ετικέτες:
Σχετικά άρθρα

Σχόλια αναγνωστών