Στουρνάρας : Με πολιτική συναίνεση, διαλύουμε οποιαδήποτε αβεβαιότητα για την πορεία της χώρας | Greek-iNews


Έχετε φορτώσει την έκδοση για υπολογιστές, για καλύτερη εμπειρία χρήσης μεταβείτε στην έκδοση για κινητά με ένα
κλικ εδώ

Στουρνάρας : Με πολιτική συναίνεση, διαλύουμε οποιαδήποτε αβεβαιότητα για την πορεία της χώρας

18:17 | 12/10/17

Νέο μήνυμα Γ. Στουρνάρα για τα βήματα που πρέπει να γίνουν εφεξής, μετά από 7 χρόνια θυσιών του ελληνικού λαού - Πετύχαμε ισχυρή πολιτική συναίνεση - Έγινε σημαντική πρόοδος αλλά έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε

Ηχηρό μήνυμα, πολιτικό οικονομικό, απευθύνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, στο πλαίσιο ομιλίας του, σε εκδήλωση της Credit Suisse.

«Η οικονομία πλέον ανακάμπτει και η ανάπτυξη αποκτά γρηγορότερο ρυθμό», τόνισε χαρακτηρηστικά. «Σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε σ’ αυτή τη βελτίωση ήταν η διαμόρφωση μιας ισχυρής πολιτικής συναίνεσης υπέρ της παραμονής της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ. Στην πλειοψηφία τους τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα όχι μόνο είναι υπέρ του ευρώ αλλά και έχουν ψηφίσει στη Βουλή μέτρα, πολλές φορές με βαρύ πολιτικό και κοινωνικό κόστος, για να παραμείνει η Ελλάδα στη ζώνη του ευρώ». Και πρόσθεσε ότι τα τελευταία επτά χρόνια η Ελλάδα έχει επιτύχει σημαντική πρόοδο όσον αφορά την αντιμετώπιση των σοβαρών μακροοικονομικών ανισορροπιών της, τη μεταρρύθμιση της οικονομίας της και την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητάς.

«Αυτή η νέα πολιτική πραγματικότητα» – τόνισε – «διαλύει, μια για πάντα, οποιαδήποτε μελλοντική αβεβαιότητα για την πορεία της χώρας και αποτελεί εγγύηση για την υλοποίηση  των μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η ελληνική οικονομία για να ακολουθήσει μια θετική πορεία στο πλαίσιο μιας βαθύτερης και ολοκληρωμένης Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Με βάση αυτή την πολιτική συναίνεση, οι ελληνικές αρχές πρέπει σθεναρά να υλοποιήσουν και τις εναπομένουσες μεταρρυθμίσεις, έτσι ώστε να βελτιωθεί το επενδυτικό κλίμα, να αξιοποιηθούν πλήρως οι βελτιωμένες προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας  και να τεθεί η οικονομία σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης».

Σύμφωνα με το διοικητή της Τράπεζα της Ελλάδος, οι πολιτικές αυτές θα αντιμετωπίσουν τις τρεις ανισορροπίες  που εξακολουθούν να υφίστανται (υψηλή ανεργία, υψηλό δημόσιο χρέος και μεγάλος όγκος μη εξυπηρετούμενων δανείων), θα προσελκύσουν ξένες άμεσες επενδύσεις και θα διευκολύνουν την ανακατανομή παραγωγικών πόρων προς εμπορεύσιμα και εξαγώγιμα αγαθά και υπηρεσίες. Αυτό με τη σειρά του θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και θα σηματοδοτήσει την έξοδο από την κρίση.

«Πάντως» - εκτιμά ο κ. Στουρνάρας – «παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα, έχουμε ακόμη αρκετό δρόμο να διανύσουμε προκειμένου η Ελλάδα να μπορεί να αντλήσει χρηματοδότηση από τις αγορές με διατηρήσιμους όρους μετά τον Αύγουστο του 2018. Αυτό θα γίνει αν η χώρα αποκτήσει πιστοληπτική διαβάθμιση τέτοια που να της επιτρέπει να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της με επιτόκια συμβατά με τη βιωσιμότητά του και οι τράπεζες να μπορούν να προσφέρουν κατάλληλες και επαρκείς εξασφαλίσεις ώστε να έχουν πλήρη πρόσβαση στις πράξεις αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ (και όχι μόνο στον ELA). Προς το σκοπό αυτό, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια πρέπει να ενταθεί, έτσι ώστε να περατωθεί η τρίτη αξιολόγηση».

Επίσης είναι αναγκαία η επαρκής και έγκαιρη εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους στο πλαίσιο των αποφάσεων του Eurogroup, καθώς και ο εποικοδομητικός διάλογος μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών σχετικά με το είδος της στήριξης που θα δοθεί προς την ελληνική οικονομία μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να διασφαλίσουμε την επιστροφή στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα μετά τις σημαντικές θυσίες που έχει κάνει ο ελληνικός λαός τα τελευταία  επτά χρόνια.

Η Ομιλία Γ. Στουρνάρα στην Credit Suisse

Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ. Γ. Στουρνάρα, με θέμα «Η Ελλάδα και η παγκόσμια οικονομία: Προοπτικές και κυριότερε   μελλοντικές  προκλήσεις», είναι το εξής:

Κυρίες και κύριοι,

Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι μαζί σας απόψε και που έχω την ευκαιρία να παρουσιάσω κάποιες σκέψεις μου για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, στο πλαίσιο των βελτιωμένων προοπτικών για την παγκόσμια οικονομία και την οικονομία της ζώνης του ευρώ. Θα επικεντρωθώ στα ακόλουθα θέματα: Αρχικά, θα κάνω μια σύντομη αναφορά στο διεθνές περιβάλλον. Κατόπιν θα περιγράψω την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην Ελλάδα από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα. Τρίτον, θα αναλύσω τις προοπτικές της οικονομίας, καθώς και τους κυριότερους κινδύνους και τις εναπομένουσες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Τέταρτον, θα αναφερθώ στις προϋποθέσεις για τη διατηρήσιμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Τέλος, θα κλείσω με  ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με την ανάγκη να βελτιωθεί η αρχιτεκτονική της ΟΝΕ.

Τα τελευταία επτά χρόνια η Ελλάδα έχει επιτύχει σημαντική πρόοδο όσον αφορά την αντιμετώπιση των σοβαρών μακροοικονομικών ανισορροπιών της, τη μεταρρύθμιση της οικονομίας της και την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητάς της. Η οικονομία πλέον ανακάμπτει και η ανάπτυξη αποκτά γρηγορότερο ρυθμό. Σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε σ’ αυτή τη βελτίωση ήταν η διαμόρφωση μιας ισχυρής πολιτικής συναίνεσης υπέρ της παραμονής της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ. Στην πλειοψηφία τους τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα όχι μόνο είναι υπέρ του ευρώ αλλά και έχουν ψηφίσει στη Βουλή μέτρα, πολλές φορές με βαρύ πολιτικό και κοινωνικό κόστος, για να παραμείνει η Ελλάδα στη ζώνη του ευρώ. Αυτή η νέα πολιτική πραγματικότητα διαλύει, μια για πάντα, οποιαδήποτε μελλοντική αβεβαιότητα για την πορεία της χώρας και αποτελεί εγγύηση για την υλοποίηση  των μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η ελληνική οικονομία για να ακολουθήσει μια θετική πορεία στο πλαίσιο μιας βαθύτερης και ολοκληρωμένης Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Με βάση αυτή την πολιτική συναίνεση, οι ελληνικές αρχές πρέπει σθεναρά να υλοποιήσουν και τις εναπομένουσες μεταρρυθμίσεις, έτσι ώστε να βελτιωθεί το επενδυτικό κλίμα, να αξιοποιηθούν πλήρως οι βελτιωμένες προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας  και να τεθεί η οικονομία σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης.

Οι πολιτικές αυτές θα αντιμετωπίσουν τις τρεις ανισορροπίες  που εξακολουθούν να υφίστανται (υψηλή ανεργία, υψηλό δημόσιο χρέος και μεγάλος όγκος μη εξυπηρετούμενων δανείων), θα προσελκύσουν ξένες άμεσες επενδύσεις και θα διευκολύνουν την ανακατανομή παραγωγικών πόρων προς εμπορεύσιμα και εξαγώγιμα αγαθά και υπηρεσίες. Αυτό με τη σειρά του θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και θα σηματοδοτήσει την έξοδο από την κρίση. Πάντως, παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα, έχουμε ακόμη αρκετό δρόμο να διανύσουμε προκειμένου η Ελλάδα να μπορεί να αντλήσει χρηματοδότηση από τις αγορές με διατηρήσιμους όρους μετά τον Αύγουστο του 2018. Αυτό θα γίνει αν η χώρα αποκτήσει πιστοληπτική διαβάθμιση τέτοια που να της επιτρέπει να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της με επιτόκια συμβατά με τη βιωσιμότητά του και οι τράπεζες να μπορούν να προσφέρουν κατάλληλες και επαρκείς εξασφαλίσεις ώστε να έχουν πλήρη πρόσβαση στις πράξεις αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ (και όχι μόνο στον ELA). Προς το σκοπό αυτό, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια πρέπει να ενταθεί, έτσι ώστε να περατωθεί η τρίτη αξιολόγηση. Επίσης είναι αναγκαία η επαρκής και έγκαιρη εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους στο πλαίσιο των αποφάσεων του Eurogroup, καθώς και ο εποικοδομητικός διάλογος μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών σχετικά με το είδος της στήριξης που θα δοθεί προς την ελληνική οικονομία μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να διασφαλίσουμε την επιστροφή στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα μετά τις σημαντικές θυσίες που έχει κάνει ο ελληνικός λαός τα τελευταία  επτά χρόνια.

1. Το διεθνές περιβάλλον

Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε σταθερή ανοδική τροχιά. Οι δείκτες εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων και των καταναλωτών υποδηλώνουν ότι το κλίμα παραμένει θετικό, ενώ οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες στις προηγμένες οικονομίες παραμένουν υποστηρικτικές, υποβοηθούμενες από διευκολυντικές νομισματικές πολιτικές. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές στις αναδυόμενες οικονομίες παραμένουν ανθεκτικές και οι εισροές κεφαλαίων προς αυτές τις οικονομίες είναι ισχυρές. Όσον αφορά το μέλλον, η παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να παρουσιάσει συγκρατημένη επιτάχυνση. Στη  βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας στις προηγμένες οικονομίες συμβάλλουν οι ασκούμενες νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές. Μεταξύ των αναδυόμενων οικονομιών, η ανάπτυξη αναμένεται να παραμείνει ανθεκτική στις χώρες που εισάγουν βασικά εμπορεύματα, ενώ στις οικονομίες που είναι εξαγωγείς βασικών εμπορευμάτων η καθοδική πορεία της οικονομικής δραστηριότητας θα ανακοπεί μετά τη βαθιά ύφεση που παρατηρήθηκε στις χώρες αυτές. Το παγκόσμιο εμπόριο μεσοπρόθεσμα προβλέπεται να επεκταθεί, παράλληλα με την άνοδο της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια σειρά μεσομακροπρόθεσμων προκλήσεων οι οποίες επηρεάζουν τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Πρώτον, η αύξηση της παραγωγικότητας έχει επιβραδυνθεί τόσο στις προηγμένες όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες και στις χώρες χαμηλού εισοδήματος σε μια εποχή σημαντικής καινοτομίας και τεχνολογικών αλλαγών. Δεύτερον, έχει αυξηθεί η ανισοκατανομή του εισοδήματος στις προηγμένες οικονομίες, προκαλώντας αυξανόμενη δυσαρέσκεια στους πολίτες και απότομη μεταστροφή της κοινής γνώμης ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Τρίτον, το γενικώς χαμηλό επίπεδο του πληθωρισμού και του ρυθμού αύξησης των μισθών παγκοσμίως, ιδίως στις προηγμένες οικονομίες, συνδέεται μεταξύ άλλων με την παγκοσμιοποίηση, την υποτονικότητα της αγοράς εργασίας και την αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων, την αυξανόμενη βαρύτητα του τομέα των υπηρεσιών και την αύξηση της προσφοράς εργασίας και των θέσεων  προσωρινής και μερικής απασχόλησης. Αυτές οι αλλαγές, που ήταν δύσκολο να προβλεφθούν, έχουν επηρεάσει στις εν λόγω οικονομίες τη θέση και την κλίση της καμπύλης Phillips, δηλαδή τη σχέση μεταξύ ανεργίας και πληθωρισμού, θέτοντας μια σειρά διλημμάτων για τη νομισματική πολιτική. Αυτά τα διλήμματα δεν θα ήταν τόσο πιεστικά, εάν άλλες πολιτικές, όπως η δημοσιονομική πολιτική και οι διαρθρωτικές αλλαγές, ανταποκρίνονταν περισσότερο στις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας.

Για να μεταφερθούμε πιο κοντά στα καθ’ ημάς, στη ζώνη του ευρώ η οικονομική μεγέθυνση συνεχίζεται και γίνεται ολοένα πιο ανθεκτική. Η οικονομία της ζώνης του ευρώ καταγράφει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης επί 17 συναπτά τρίμηνα και με βάση τα τελευταία στοιχεία αυτή η δυναμική εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί και την προσεχή περίοδο. Η διευκολυντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής στηρίζει την εγχώρια ζήτηση. Η αύξηση της απασχόλησης και η ελαφρά αύξηση των αμοιβών των μισθωτών στηρίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την προοδευτική αύξηση του πλούτου των νοικοκυριών, ασκούν ευνοϊκή επίδραση στην  ιδιωτική κατανάλωση. Η ανάκαμψη των επενδύσεων υποβοηθείται από τη βελτίωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και από τις πολύ ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης. Η εύρωστη εξωτερική ζήτηση στηρίζει τις εξαγωγές της ζώνης του ευρώ, αν και η πρόσφατη ανατίμηση του ευρώ αποτελεί πηγή αβεβαιότητας για τη συνολική συμβολή του εμπορικού ισοζυγίου στην οικονομική ανάπτυξη.

Ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει βραχυπρόθεσμα, κυρίως λόγω των επιδράσεων βάσης στις τιμές της ενέργειας. Την προσεχή διετία ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει σαφώς κάτω από ένα επίπεδο συμβατό με το στόχο της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό και να διαμορφωθεί κατά  μέσο όρο στο 1,5% το 2019. Επιπλέον, η πρόσφατη μεταβλητότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας αποτελεί μια πηγή αβεβαιότητας που χρήζει παρακολούθησης όσον αφορά τις πιθανές επιπτώσεις της στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη σταθερότητα των τιμών. Οι εξελίξεις του πυρήνα του πληθωρισμού εξακολουθούν να μην παρουσιάζουν πειστικές ενδείξεις μιας διατηρήσιμης ανοδικής τάσης. Για το λόγο αυτό, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ επιβεβαίωσε πρόσφατα την ανάγκη διατήρησης της διευκολυντικής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής προκειμένου  να εξασφαλιστεί  διατηρήσιμη επάνοδος των ρυθμών πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω αλλά πλησίον του 2%.

2. Η πρόοδος από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα

Ας περάσουμε τώρα στην Ελλάδα. Από την αρχή της κρίσης δημόσιου χρέους, η Ελλάδα εφάρμοσε ένα τολμηρό πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, που οδήγησε στην εξάλειψη του δημοσιονομικού ελλείμματος και το ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης μετατράπηκε σε πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ το 2016, από έλλειμμα 15,1% του ΑΕΠ το 2009. Μεταξύ 2009 και 2016, το πρωτογενές αποτέλεσμα (σύμφωνα με τον ορισμό του προγράμματος) βελτιώθηκε κατά περίπου 14 ποσοστιαίες μονάδες. Το 2016 το πρωτογενές πλεόνασμα ήταν κοντά στο 4,0% του ΑΕΠ, υπερκαλύπτοντας σημαντικά το στόχο του 0,5%. Αυτό αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές προσαρμογές που έχουν επιτευχθεί ποτέ από οποιαδήποτε χώρα. Με βάση αυτή την πρόοδο, στις 25 Σεπτεμβρίου 2017 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατήργησε την απόφαση που είχε λάβει το 2009 σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος. Για το 2017 εκτιμάται ότι ο στόχος για πρωτογενές αποτέλεσμα 1,75% του ΑΕΠ θα επιτευχθεί με ένα περιθώριο ασφαλείας.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες από την αρχή της κρίσης και το ισοζύγιο είναι ουσιαστικά ισοσκελισμένο τα δύο τελευταία έτη.

Η ανταγωνιστικότητα ως προς το κόστος εργασίας έχει αποκατασταθεί πλήρως, ενώ η ανταγωνιστικότητα τιμών έχει σχεδόν επανέλθει στα επίπεδα του 2000 και αναμένεται να συνεχίσει να βελτιώνεται με την εφαρμογή περαιτέρω μεταρρυθμίσεων στην αγορά προϊόντων που αυξάνουν τον ανταγωνισμό σε διάφορους τομείς της οικονομίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό έχει επιτευχθεί μέσα από μια επώδυνη διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή με άμεσες μειώσεις των ονομαστικών μισθών.

Παράλληλα, εφαρμόστηκε ένα τολμηρό πρόγραμμα  μεταρρυθμίσεων στο Ασφαλιστικό, στην Υγεία, στις αγορές εργασίας και προϊόντων, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στη δημόσια διοίκηση, στο φορολογικό σύστημα και στο δημοσιονομικό πλαίσιο. Η υλοποίησή του, παράλληλα με το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, βρίσκεται σε εξέλιξη.

Τέλος, έχει γίνει αναδιάρθρωση και αναδιάταξη του τραπεζικού συστήματος. Χάρη στη σημαντική ανακεφαλαιοποίηση που πραγματοποιήθηκε μετά από αυστηρές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων και εις βάθος αξιολογήσεις της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών, οι ελληνικές τράπεζες κατατάσσονται στις πρώτες θέσεις της Ευρώπης όσον αφορά την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το δείκτη κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από προβλέψεις που ανέρχεται σε 47% και με την υψηλή ποιότητα των εξασφαλίσεων που διαθέτουν, θα βοηθήσει σημαντικά τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν το πιεστικό ζήτημα του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επιπλέον, έχουν θεσπιστεί ή δρομολογηθεί σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις με στόχο οι τράπεζες να διαθέτουν  μια ποικιλία εργαλείων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Αποτέλεσμα όλων αυτών των προσπαθειών είναι ότι η οικονομία έχει ήδη αρχίσει να πραγματοποιεί μια στροφή  προς τομείς εμπορεύσιμων αγαθών με εξαγωγικό προσανατολισμό. Αυτή η τάση αποτυπώνεται και στα εξής στοιχεία:

Πρώτον, το μερίδιο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 19% το 2009 σε 30,2% το 2016, με το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης να προέρχεται από τις εξαγωγές αγαθών. Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών σε πραγματικούς όρους αυξήθηκαν κατά 43% σε σχέση με το 2009, έναντι 42% για τη ζώνη του ευρώ και 47% για τη Γερμανία, την ατμομηχανή των εξαγωγών της Ευρώπης.

Δεύτερον, μεταξύ 2010 και 2015, οι σχετικές τιμές των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών έναντι των μη εμπορεύσιμων αυξήθηκε κατά περίπου 10%. Ως εκ τούτου, το σχετικό μέγεθος του τομέα των εμπορεύσιμων, μετρούμενο βάσει της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του συνόλου της οικονομίας, αυξήθηκε κατά περίπου 12% σε  σταθερές τιμές και κατά περίπου 24% σε τρέχουσες τιμές, ενώ σε όρους απασχόλησης αυξήθηκε κατά περίπου 8%. Ενώ και οι δύο τομείς έχουν πληγεί από την ύφεση, τα εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες σημείωσαν καλύτερη επίδοση από τα μη εμπορεύσιμα, καθώς οι εξωστρεφείς επιχειρήσεις εκμεταλλεύθηκαν τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας για να αυξήσουν τις εξαγωγές τους.

Συνολικά, αυτή η αυξημένη εξωστρέφεια υποδηλώνει ότι η Ελλάδα είναι σήμερα περισσσότερο σε θέση να επωφεληθεί από τις βελτιωμένες προοπτικές της παγκόσμιας ανάπτυξης.

3. Οι βραχυμεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας

Η οικονομική ανάκαμψη συνεχίζεται και η ανάπτυξη επιταχύνεται μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και τις θετικές επιδράσεις που είχε στην εμπιστοσύνη και τη ρευστότητα. Η εμπέδωση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας αντανακλάται όχι μόνο στα στοιχεία για το ΑΕΠ, αλλά και στη βελτίωση βραχυχρόνιων δεικτών:

Μετά την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας που καταγράφηκε το πρώτο τρίμηνο του 2017, το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε με ταχύτερο ρυθμό το δεύτερο τρίμηνο. Η αύξηση αυτή οφείλεται στην αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, της δημόσιας και της ιδιωτικής κατανάλωσης, ενώ αρνητικά επέδρασαν οι ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου, οι οποίες υποχώρησαν, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της σημαντικής υστέρησης των πληρωμών από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.

Η βιομηχανική παραγωγή σημείωσε εξαιρετικά καλές επιδόσεις τους πρώτους οκτώ μήνες του 2017.
Ο όγκος λιανικών πωλήσεων αυξήθηκε τους πρώτους επτά μήνες του 2017.

Η απασχόληση αυξάνεται με εύρωστους ρυθμούς ήδη από τα μέσα του 2014, παρά τη στασιμότητα της οικονομικής δραστηριότητας. Η ανάκαμψη αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αυξημένη ευελιξία της αγοράς  εργασίας χάρη στις προηγηθείσες μεταρρυθμίσεις. Έτσι, το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε ελαφρώς άνω του 21%, σε σύγκριση με το μέγιστο επίπεδό της που είχε ξεπεράσει το 27%.

Οι βελτιωμένες προοπτικές της οικονομίας και η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης συνέβαλαν στην αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων στα επίπεδα του τέλους του 2009 και διευκόλυναν την έξοδο στις διεθνείς αγορές στις 25 Ιουλίου. Επιπλέον, η κλίση της καμπύλης αποδόσεων αυξήθηκε, υποδηλώνοντας βελτιωμένες εκτιμήσεις των επενδυτών  για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, και οι αποδόσεις των ομολόγων που έχουν εκδοθεί από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έχουν υποχωρήσει σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα. Τέλος, ο οίκος Fitch πρόσφατα αναβάθμισε την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος, με βάση τις προοπτικές της διατηρήσιμης ανάκαμψης και την υποχώρηση του πολιτικού κινδύνου.

Εξελίξεις που πρέπει επίσης να επισημανθούν είναι:  οι αλλεπάλληλες μειώσεις του ανώτατου ορίου παροχής του μηχανισμού έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα προς τις ελληνικές τράπεζες (ELA), η αύξηση των καταθέσεων, οι εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων και η βελτίωση αρκετών πρόδρομων δεικτών οικονομικής δραστηριότητας και εμπιστοσύνης όπως ο δείκτης PMI και ο δείκτης οικονομικού κλίματος.

Παράλληλα, από την αρχή του έτους υπάρχει πρόοδος και στο ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) των τραπεζών. Στο τέλος Ιουνίου του 2017 το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ΜΕΑ, περιλαμβανομένων των εκτός ισολογισμού στοιχείων, μειώθηκε κατά 3,2% συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2016. Όπως και τα προηγούμενα τρίμηνα, η μείωση των ΜΕΑ που προήλθε από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεων δανείων ήταν περιορισμένη. Αντίθετα, το σημαντικότερο μέσο μείωσης των ΜΕΑ το προηγούμενο τρίμηνο ήταν οι εκτεταμένες  διαγραφές δανείων, κυρίως στα χαρτοφυλάκια επιχειρηματικών και καταναλωτικών δανείων, οι οποίες ανήλθαν σε 3,3 δισεκ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2017.

Τέλος, πρόοδος υπάρχει και στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, παρά τις ποικίλες καθυστερήσεις στην εφαρμογή του προγράμματος. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Συμβουλίου της Λισσαβώνας (Europlus Monitor, September  2017 Update), η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται στην πρώτη θέση μεταξύ των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βάση το Δείκτη Προώθησης Μεταρρυθμίσεων (Adjustment Progress Indicator). Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα ξεπέρασε την οπισθοδρόμηση  του πρώτου εξαμήνου του 2015 και έχει αρχίσει να βελτιώνεται και πάλι.

3.1. Προβλέψεις για την ανάπτυξη το 2017-2019

Για  το 2017 συνολικά, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,7% περίπου. Για το 2018 και το 2019, ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ προβλέπεται να επιταχυνθεί στο 2,4% και 2,7% αντίστοιχα. Η κατανάλωση αναμένεται να σημειώσει συγκρατημένη ανάκαμψη, ωθούμενη κυρίως από την ανοδική τάση της απασχόλησης, που ανακάμπτει ταχύτερα από ό,τι το προϊόν, χάρη στις προηγηθείσες  μεταρρυθμίσεις και στην εφαρμογή ενεργητικών προγραμμάτων στην αγορά εργασίας. Οι επενδύσεις προβλέπεται να αυξηθούν καθώς θα αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη και θα βελτιώνονται οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες. Οι εξαγωγές αναμένεται να συνεχίσουν τη θετική τους πορεία, επωφελούμενες όχι μόνο από τις ευνοϊκές προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους που έχει ήδη επιτευχθεί.

Οι προβλέψεις αυτές βασίζονται στην παραδοχή ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων θα υλοποιηθεί ομαλά και σύμφωνα με το καθορισμένο χρονοδιάγραμμα.

4. Κίνδυνοι και κυριότερες προκλήσεις

Παρά τις θετικές ενδείξεις που καταγράφονται σήμερα και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Ο σημαντικότερος και πιο άμεσος κίνδυνος είναι η τυχόν καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος. Κάτι τέτοιο πρέπει να αποφευχθεί, καθώς θα τροφοδοτούσε ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας, η  οποία θα οδηγούσε στην αναστολή των επενδυτικών σχεδίων, θα καθυστερούσε την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και θα δυσχέραινε την επάνοδο σε κανονικές χρηματοπιστωτικές συνθήκες. Σε μια τέτοια περίπτωση, η οικονομική ανάκαμψη και η επιστροφή στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές θα αποδειχθούν βραχύβιες.

Εξάλλου, υπάρχουν σημαντικοί εξωτερικοί κίνδυνοι που συνδέονται με την ανατίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ και την πιθανότητα επιβράδυνσης της οικονομικής ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ. Υφίστανται επίσης σημαντικοί γεωπολιτικοί κίνδυνοι που θα μπορούσαν να αυξήσουν την απροθυμία  των διεθνών επενδυτών να αναλάβουν κινδύνους, καθώς και να προκαλέσουν όξυνση  της προσφυγικής κρίσης.

Εκτός από τους παραπάνω  κινδύνους, υπάρχουν όμως και θετικές ευκαιρίες, που σχετίζονται με την ένταξη των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE), η οποία θα βελτιώσει τη ρευστότητα και την εμπιστοσύνη και θα διαμορφώσει  ευνοϊκότερες οικονομικές προοπτικές από ό,τι προβλέπεται επί του παρόντος.

4.1. Μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις

Πέρα  από τους παραπάνω κινδύνους για την ανάκαμψη της οικονομίας, υπάρχουν και ορισμένες μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν προκειμένου να ισχυροποιηθούν οι θετικές προοπτικές. Ειδικότερα:

Η  μακροχρόνια ανεργία, η οποία παραμένει υψηλή, αυξάνει τον κίνδυνο διάβρωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου , με αρνητικές συνέπειες για τη μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη. Η δυνητική ανάπτυξη επηρεάζεται επίσης δυσμενώς από τη φυγή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό. Επιπλέον, η επίμονη ανεργία έχει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και στην ποιότητα ζωής, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή.

Παρά την έως τώρα πρόοδο, οι τράπεζες εξακολουθούν να επιβαρύνονται με τη διαχείριση του μεγάλου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων και αδυνατούν να στηρίξουν επαρκώς την οικονομική δραστηριότητα με  πιστώσεις στον ιδιωτικό τομέα.

Οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, και αυτό δεν οφείλεται μόνο σε καθυστερήσεις των πληρωμών από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και την έλλειψη τραπεζικού δανεισμού, αλλά και στο γεγονός ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα μας δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Ο λόγος χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ έχει ανέλθει σε μη διατηρήσιμα επίπεδα. Αυτό σημαίνει ότι για πολλά χρόνια στο μέλλον ένα σημαντικό μέρος των δημόσιων πόρων θα πρέπει να κατευθύνεται προς την εξυπηρέτηση δανειακών υποχρεώσεων. Αυτό μπορεί να καταστεί δυνατόν είτε με τη συμπίεση των δαπανών και τον περιορισμό του μεγέθους  του δημόσιου τομέα είτε με την αύξηση των εσόδων. Ωστόσο, η αύξηση των εσόδων μέσω της διατήρησης των υφιστάμενων υψηλών φορολογικών συντελεστών αποτελεί τροχοπέδη για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αποτελούν αντικίνητρο για την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών, επειδή οι επιχειρήσεις γνωρίζουν ότι σε μόνιμη βάση ένα σημαντικό μέρος των μελλοντικών κερδών τους θα πρέπει να διατίθεται στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Εξάλλου, οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αποτελούν αντικίνητρο στην εργασία, ενώ τόσο στις περιπτώσεις των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών δημιουργούν κίνητρα για φοροδιαφυγή. Ακόμη περισσότερο, τα υψηλά επίπεδα φόρων και ασφαλιστικών εισφορών ωθούν τις επιχειρήσεις να μεταφέρουν την έδρα των δραστηριοτήτων τους σε χώρες με ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς.

Παρά τη σημαντική πρόοδο σε διάφορους τομείς, με βάση ορισμένους ποιοτικούς δείκτες που αντανακλούν το επιχειρηματικό περιβάλλον η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται χαμηλά σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum (WEF), η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδος επιδεινώθηκε ελαφρά το 2017-2018. Στα κυριότερα εμπόδια για την επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα το WEF συγκαταλέγει την υψηλή φορολογία και το όλο φορολογικό πλαίσιο, τη γραφειοκρατία, την αστάθεια πολιτικής και την κυβερνητική αστάθεια, την περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση και τη διαφθορά. Οι αρχές πρέπει να συνεχίσουν να δίνουν έμφαση στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας πέρα από την ανταγωνιστικότητα τιμών και της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα.

Αυτές οι προκλήσεις πρέπει να αντιμετωπιστούν επειγόντως ώστε να μην υπονομεύσουν την ανάκαμψη που έχει ήδη ξεκινήσει και τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

5. Προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάκαμψη

Μεσομακροπρόθεσμα, οι προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι θετικές, διότι οι μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί αυξάνουν τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών και κατά συνέπεια το αναπτυξιακό δυναμικό. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, η πλήρης εφαρμογή όλων των μεταρρυθμίσεων, τόσο εκείνων που έχουν ήδη αναληφθεί όσο και εκείνων που πρόκειται να εφαρμοστούν στο πλαίσιο του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), αναμένεται, ceteris paribus, να αυξήσουν το πραγματικό ΑΕΠ κατά 13% περίπου την επόμενη δεκαετία, χωρίς να συνυπολογίζονται οι περαιτέρω θετικές επιδράσεις από μεταρρυθμίσεις που δεν μπορούν εύκολα να ποσοτικοποιηθούν, όπως ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης και του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, η ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου περί αφερεγγυότητας και η επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Παρόμοιες εκτιμήσεις σχετικά με τις επιδράσεις μεταρρυθμίσεων προκύπτουν και από συναφείς αναλύσεις της Τράπεζας της Ελλάδος. Ωστόσο, προκειμένου να αποκομιστούν αυτά τα δυνητικά οφέλη, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

α. Δημιουργία συνθηκών για την ενθάρρυνση των επενδύσεων

Η οικονομική προσαρμογή και οι διαρθρωτικές βελτιώσεις των τελευταίων επτά ετών έχουν καταστήσει την Ελλάδα πιο φιλική προς το επιχειρείν και έχουν δημιουργήσει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες. Ωστόσο, οι εγχώριες αποταμιεύσεις δεν επαρκούν για να καλύψουν τις επενδυτικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες, μετά από μια μακρά περίοδο πολύ χαμηλής επενδυτικής δραστηριότητας, είναι σημαντικές. Έτσι, εκτός από την αποκατάσταση της πρόσβασης των επιχειρήσεων στις κεφαλαιαγορές, θα πρέπει να ενθαρρυνθεί και η δημιουργία συνθηκών που θα προσελκύσουν ξένα κεφάλαια, ιδίως ξένες άμεσες επενδύσεις.

Αυτό προϋποθέτει την ομαλή και έγκαιρη υλοποίηση του συμφωνηθέντος προγράμματος μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, με στόχο την περαιτέρω βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και τον περιορισμό της γραφειοκρατίας. Παράλληλα, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής ώστε να καταστεί πιο φιλικό προς την ανάπτυξη. Μεγαλύτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην περικοπή μη παραγωγικών δαπανών και στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Αυτό είναι σημαντικό δεδομένου ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, η δημόσια περιουσία στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι από τις υψηλότερες μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Ο περιορισμός του διογκωμένου και αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα θα διευκολύνει τη μείωση των υπερβολικά υψηλών φορολογικών συντελεστών προς όφελος της ιδιωτικής οικονομίας και την επιστροφή στην ανάπτυξη.

Εκτός από τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και τη μείωση της φορολογίας, απαιτείται η αποφασιστική και οριστική άρση των εμποδίων που ανακύπτουν  από διάφορα μικρά ή μεγάλα οργανωμένα συμφέροντα και συντεχνίες, τα οποία επιβαρύνουν το επιχειρηματικό κλίμα και δυσχεραίνουν την υλοποίηση νέων επενδύσεων και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, ακόμη και αυτών που έχουν ήδη εγκριθεί.

Τέλος, η κατάργηση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων θα σηματοδοτήσει τη βελτίωση της εμπιστοσύνης τόσο στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος όσο και στη βιώσιμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Αυτό με τη σειρά του θα διευκολύνει τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και θα συμβάλει στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.

β. Επιτάχυνση της εφαρμογής του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και μεταρρυθμίσεων

Παρά την έως τώρα πρόοδο, υπάρχουν ακόμα πολλά που πρέπει να γίνουν στους τομείς των ιδιωτικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων. Οι ιδιωτικοποιήσεις που βρίσκονται σε ώριμη φάση πρέπει να ολοκληρωθούν γρήγορα. Κάποιες άλλες μεταρρυθμίσεις πρέπει να ολοκληρωθούν πριν από το τέλος του προγράμματος, όπως για παράδειγμα η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και το άνοιγμα των επαγγελμάτων που παραμένουν ακόμη κλειστά. Επιπλέον, πρέπει να ενθαρρυνθεί η συνεργασία των πανεπιστημιακών και ερευνητικών ιδρυμάτων  με τον ιδιωτικό τομέα, με σκοπό την προώθηση της καινοτομίας και της μετάβασης στην οικονομία της γνώσης. Οι πρωτοβουλίες αυτές θα αυξήσουν την παραγωγικότητα και θα μειώσουν το κόστος για τους καταναλωτές.

γ. Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων

Στον τραπεζικό τομέα, ο μεγάλος όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το πρόβλημα των στρατηγικών κακοπληρωτών εμποδίζουν το τραπεζικό σύστημα να χρηματοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη. Έχουν πλέον νομοθετηθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα και έχει διαμορφωθεί το κανονιστικό πλαίσιο, ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και γρήγορα το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι τράπεζες πρέπει να τηρούν  πιστά τους στόχους που έχουν συμφωνηθεί  με τις εποπτικές αρχές. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην αναδιάρθρωση επιχειρήσεων και στην εκκαθάριση όσων δεν είναι βιώσιμες. Αυτό θα απελευθερώσει πόρους που θα στηρίξουν  νέες αλλά και υπάρχουσες υγιείς επενδυτικές και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, υποβοηθώντας έτσι την οικονομική ανάκαμψη.

δ. Αντιμετώπιση του ζητήματος της  βιωσιμότητας του χρέους

Είναι απαραίτητο να αναληφθούν  αποφασιστικές και συγκεκριμένες δράσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους, ενώ, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, υπάρχει επίσης ένα ισχυρό επιχείρημα για μια πιο ρεαλιστική προσαρμογή των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων. Το Eurogroup επιβεβαίωσε τον Ιούνιο τη δέσμευσή του στις αρχές που περιέχονται στη δήλωση του Μαΐου 2016, και έδωσε μια πιο σαφή κατεύθυνση για πιθανά  μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη κάνει συγκεκριμένες προτάσεις, π.χ. μετάθεση της μέσης σταθμικής διάρκειας αποπληρωμής των τόκων των δανείων του EFSF κατά 8,5 χρόνια τουλάχιστον. Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι αυτό μπορεί  να συμβάλει σημαντικά στην επίτευξη βιωσιμότητας του χρέους, ακόμη και αν τα πρωτογενή πλεονάσματα μειωθούν  στο 2% του ΑΕΠ από το 2021 και μετά, και όχι από το 2023, όπως συμφωνήθηκε στο Eurogroup. Αυτές οι προτάσεις, εφόσον υιοθετηθούν, είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσουν  τόσο την ανάκαμψη της οικονομίας όσο και το αξιόχρεο της χώρας, ιδίως αν ο δημοσιονομικός χώρος  που θα δημιουργηθεί από τη μείωση των δημοσιονομικών στόχων χρησιμοποιηθεί για τη μείωση των φόρων επί της εργασίας και του κεφαλαίου.

Αυτή η πρόταση ήπιας αναδιάρθρωσης του χρέους είναι ζωτικής σημασίας για τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδος, ενώ για τους εταίρους της συνεπάγεται ελάχιστο μόνο κόστος. Θα ανοίξει το δρόμο για την ένταξη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το οποίο με τη σειρά του θα διευκολύνει τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις αγορές. Αυτό θα θέσει σε κίνηση έναν ενάρετο κύκλο: η μεγαλύτερη εμπιστοσύνη των επενδυτών στις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδος θα ενθαρρύνει την επιστροφή καταθέσεων στις τράπεζες, θα επιτρέψει την ομαλή έξοδο από το τρέχον πρόγραμμα, και, τελικά, την πλήρη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.

6. Ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με το μέλλον της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης

Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, τώρα που η ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ επιταχύνεται, είναι η κατάλληλη στιγμή για να στοχαστούμε το μέλλον της Ευρώπης και ιδίως πιθανούς τρόπους για την ενδυνάμωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).

Πολλά έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια για τη βελτίωση της λειτουργίας της ΟΝΕ. Μια σειρά παρεμβάσεων πολιτικής αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση των θεσμικών κενών, των διαρθρωτικών αδυναμιών και της ανάληψης υπερβολικών κινδύνων που οδήγησαν στην κρίση δημόσιου χρέους και στην αρνητική αλληλεπίδραση μεταξύ κρατών και τραπεζών, η οποία με τη σειρά της υπονόμευσε τη σταθερότητα της ζώνης του ευρώ. Ενδεικτικά αναφέρονται οι παρακάτω πρωτοβουλίες: η παροχή διακρατικών δανείων προς την Ελλάδα, η ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και του διαδόχου του, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), η δημιουργία τραπεζικής ένωσης και η εφαρμογή αυστηρότερων κανόνων κανονιστικής  ρύθμισης και εποπτείας των τραπεζών, η σύσταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου και η δημιουργία κατάλληλων μακροπροληπτικών εργαλείων με  μεγαλύτερη έμφαση στον εντοπισμό και την αντιμετώπιση των συστημικών κινδύνων. Επιπλέον, διάφορες παρεμβάσεις νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ διαδραμάτισαν καίριο ρόλο στη στήριξη της οικονομίας της ζώνης του ευρώ και στη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Παρά τις αλλαγές αυτές όμως, το νέο θεσμικό πλαίσιο της ΟΝΕ απέχει πολύ από το να είναι κατάλληλο για την αντιμετώπιση μιας πιθανής μελλοντικής κρίσης. Οι μέχρι τώρα αλλαγές αποσκοπούσαν περισσότερο στην κάλυψη κενών παρά στην ισχυροποίηση της ΟΝΕ. Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής στη ζώνη του ευρώ δεν μπορούν να βασίζονται αποκλειστικά στην ΕΚΤ αναμένοντας ότι θα διατηρεί τη νομισματική πολιτική χαλαρή επ’ άπειρον. Οι προσπάθειες θα πρέπει να επικεντρωθούν στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας και του αναπτυξιακού δυναμικού των οικονομιών μας και στην επανεκκίνηση της διαδικασίας πραγματικής σύγκλισης, μέσω της οποίας θα βελτιωθεί η ευημερία όλων των πολιτών της ζώνης του ευρώ. Η κατάλληλη στιγμή για δράση είναι τώρα, που η οικονομία της ζώνης του ευρώ πατάει σε σταθερό έδαφος.

Πρώτον, οι μηχανισμοί οικονομικής εξισορρόπησης (ήτοι η Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών) θα πρέπει να ενισχυθούν και να λειτουργούν συμμετρικά, δηλαδή τόσο για τις χώρες-μέλη με ελλείμματα στο εξωτερικό ισοζύγιο όσο και για τις χώρες-μέλη με πλεονάσματα. Δεύτερον, οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις όπως  προτείνουν η Έκθεση των Πέντε Προέδρων και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι προς τη σωστή κατεύθυνση διότι θα βελτιώσουν το συντονισμό της οικονομικής πολιτικής,  θα διευκολύνουν τη σύγκλιση και θα επιτρέψουν τη μείωση των κινδύνων και θα ενισχύσουν τον επιμερισμό των κινδύνων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα.

Οι κυριότερες θεσμικές μεταρρυθμίσεις για τη νέα αρχιτεκτονική της ΟΝΕ είναι οι εξής:
  • δημιουργία ενός πλαισίου παροχής κινήτρων για μεταρρυθμίσεις και για την ευθυγράμμιση των εθνικών προτεραιοτήτων με εκείνες της ΟΝΕ, όπου η χρηματοδότηση μέσω εργαλείων και πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ή της ζώνης του ευρώ) θα συνδέεται στενότερα με την υλοποίηση  μεταρρυθμίσεων,
  • ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και της Ένωσης Κεφαλαιαγορών,
  • δημιουργία ενός κεντρικού εργαλείου δημοσιονομικής-μακροοικονομικής σταθεροποίησης,
  • υιοθέτηση ενός ευρωπαϊκού ασφαλούς περιουσιακού στοιχείου (European Safe Asset),
  • μετεξέλιξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο,
  • δημιουργία ενός Υπουργείου Οικονομικών της ζώνης του ευρώ, και
  • αύξηση της λογοδοσίας των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Αν κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση, θα διασφαλίσουμε την ανθεκτικότητα της νομισματικής ένωσης, τη βιωσιμότητά της και τη μακροπρόθεσμη ευημερία των πολιτών της.

Λίλυ Σπυροπούλου, φωτογραφία: Sooc

Σχετικά άρθρα

Σχόλια αναγνωστών