13:05 | 19/5/14
Άρθρο του Πάνου Καρβούνη, Επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα...
Η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως το δέκατο μέλος της το 1981. Ουσιαστικά όμως, χρειάστηκε -δυστυχώς- να περάσουν τριάντα χρόνια από αυτή την τυπική ένταξη, για να ξεκινήσει η προσαρμογή της χώρας στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και το ευρωπαϊκό μοντέλο διακυβέρνησης. Πώς και γιατί έγινε αυτό;
Τις προηγούμενες δεκαετίες εισέρρευσαν στη χώρα κονδύλια μυθικού ύψους, υπό τη μορφή πακέτων, ενισχύσεων, επιδοτήσεων κ.λπ. Παράλληλα, η χώρα επωφελήθηκε από τα πολλαπλά δικαιώματα που της προσέδωσε η ένταξή της: ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων, σπουδαστών, προϊόντων και κεφαλαίων, επέκταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε μια αγορά 500 εκατομμυρίων καταναλωτών, χαμηλά επιτόκια χάρη στο ευρώ, έλεγχος του πληθωρισμού κ.ά.
Συχνά, η χώρα εισέπραξε αυτά τα κονδύλια και τα χρησιμοποίησε με τρόπο αδιαφανή και αναποτελεσματικό, με γνώμονα το βραχυπρόθεσμο όφελος και ένα οικονομικό μοντέλο στηριγμένο στην υπερβολική κατανάλωση και την υπερχρέωση και χωρίς αρκετές επενδύσεις. Ενώ θα έπρεπε να τα είχε χρησιμοποιήσει, όπως άλλες χώρες που έλαβαν ανάλογη βοήθεια, για την προώθηση ενός νέου, παραγωγικού μοντέλου βιώσιμης ανάπτυξης.
Παράλληλα, η χώρα μας κώφευε επί μακρά σειρά ετών στις συστάσεις, τις υπομνήσεις και τις οχλήσεις των ευρωπαϊκών οργάνων σχετικά με τις υποχρεώσεις εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και προσαρμογής της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η δημοσιονομική διαχείριση της χώρας εξελίχθηκε τελικά σε ωρολογιακή βόμβα, η έκρηξη της οποίας ενεργοποιήθηκε μετά την κατ’ επανάληψη κοινοποίηση στις Βρυξέλλες ανακριβών οικονομικών στοιχείων. Αυτό απέκλεισε την Ελλάδα από τις αγορές, ενώ οι δανειακές της ανάγκες ήταν μεγάλες λόγω κακοδιαχείρισης, γεγονός που οδήγησε στη σύναψη μνημονίου με τους Ευρωπαίους εταίρους της (και το ΔΝΤ), προκειμένου να αποφύγει την πτώχευση.
Η βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση που η έκρηξη αυτή επέφερε είχε χαρακτήρα σεισμού, με δραματικά αποτελέσματα για το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών. Εφερε όμως στο προσκήνιο όλες τις αδυναμίες και τις στρεβλώσεις που έκαναν τη χώρα να χάσει την ανταγωνιστικότητά της, πέραν του προβλήματος της δημοσιονομικής κρίσης. Ετσι, τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο εκσυγχρονισμός της χώρας, που καθυστερούσε επί δεκαετίες, συντελείται «ελέω μνημονίου». Τα πρώτα θετικά σημάδια αυτής της εξισορρόπησης τα είδαμε στο τέλος του 2013.
Δεν υπάρχει τομέας της δημόσιας ζωής που να μην μπήκε στο στόχαστρο της «αναγκαστικής προσαρμογής»: η περιστολή του Δημοσίου, ο εξορθολογισμός των αμοιβών των δημόσιων υπαλλήλων, η αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού τομέα και της δημόσιας υγείας, η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, η πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ιδιωτικής οικονομίας, η απελευθέρωση της αγοράς, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων είναι μερικοί από τους τομείς αυτούς.
Παρά την καθυστέρηση με την οποία γίνονται πολλές από αυτές τις αλλαγές, τις ατέλειές τους και τον «οριζόντιο» χαρακτήρα ορισμένων από αυτές -γεγονός που μπορεί να τις καταστήσει επαχθείς για τους πολίτες πριν παραγάγουν τα επιθυμητά θετικά αποτελέσματα- η χώρα φαίνεται να έχει σταθεροποιηθεί και οι κυριότερες αιτίες που την οδήγησαν στην κρίση να διορθώνονται και να ανακτά παράλληλα την αξιοπιστία της απέναντι στους επενδυτές και τις αγορές. Ετσι, διαφαίνεται ότι αν οι μεταρρυθμίσεις συνεχιστούν με μέθοδο και ειλικρίνεια, η χώρα θα ανακάμψει και θα οδηγηθεί προς μια ανάπτυξη με υγιείς βάσεις, προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Η Ελλάδα, για πρώτη φορά συνεπώς από την ένταξή της στην Ε.Ε., προσαρμόζεται πραγματικά στα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η προσαρμογή αυτή γίνεται, δυστυχώς, με «τα δάκρυα και το αίμα» του ελληνικού λαού και με ένα πρωτοφανές επίπεδο ανεργίας. Οι ευθύνες του πολιτικού προσωπικού της χώρας είναι προφανείς και συχνά αποκρύπτονται μέσω της στοχοποίησης της Ε.Ε.
Ας κρατήσουμε μια καθαρή ματιά στις αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση και ας διατηρήσουμε την προσήλωσή μας στις βιώσιμες και ρεαλιστικές λύσεις για την έξοδο από αυτή. Ας είμαστε σε εγρήγορση απέναντι στους λαϊκιστές, τους εξτρεμιστές και τους ξενοφοβικούς, που υπόσχονται «τεχνητούς παραδείσους», με μόνο γνώμονα το βραχυπρόθεσμο πολιτικό όφελος. Η Ευρώπη, παρά τα λάθη, τις αστοχίες και την πολυπλοκότητά της, παραμένει στο πλευρό της Ελλάδας. Διαμορφώνοντάς τη μέσω της κάλπης στις 25 Μαΐου, διαμορφώνουμε το δικό μας μέλλον.
Η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως το δέκατο μέλος της το 1981. Ουσιαστικά όμως, χρειάστηκε -δυστυχώς- να περάσουν τριάντα χρόνια από αυτή την τυπική ένταξη, για να ξεκινήσει η προσαρμογή της χώρας στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και το ευρωπαϊκό μοντέλο διακυβέρνησης. Πώς και γιατί έγινε αυτό;
Τις προηγούμενες δεκαετίες εισέρρευσαν στη χώρα κονδύλια μυθικού ύψους, υπό τη μορφή πακέτων, ενισχύσεων, επιδοτήσεων κ.λπ. Παράλληλα, η χώρα επωφελήθηκε από τα πολλαπλά δικαιώματα που της προσέδωσε η ένταξή της: ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων, σπουδαστών, προϊόντων και κεφαλαίων, επέκταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε μια αγορά 500 εκατομμυρίων καταναλωτών, χαμηλά επιτόκια χάρη στο ευρώ, έλεγχος του πληθωρισμού κ.ά.
Συχνά, η χώρα εισέπραξε αυτά τα κονδύλια και τα χρησιμοποίησε με τρόπο αδιαφανή και αναποτελεσματικό, με γνώμονα το βραχυπρόθεσμο όφελος και ένα οικονομικό μοντέλο στηριγμένο στην υπερβολική κατανάλωση και την υπερχρέωση και χωρίς αρκετές επενδύσεις. Ενώ θα έπρεπε να τα είχε χρησιμοποιήσει, όπως άλλες χώρες που έλαβαν ανάλογη βοήθεια, για την προώθηση ενός νέου, παραγωγικού μοντέλου βιώσιμης ανάπτυξης.
Παράλληλα, η χώρα μας κώφευε επί μακρά σειρά ετών στις συστάσεις, τις υπομνήσεις και τις οχλήσεις των ευρωπαϊκών οργάνων σχετικά με τις υποχρεώσεις εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και προσαρμογής της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η δημοσιονομική διαχείριση της χώρας εξελίχθηκε τελικά σε ωρολογιακή βόμβα, η έκρηξη της οποίας ενεργοποιήθηκε μετά την κατ’ επανάληψη κοινοποίηση στις Βρυξέλλες ανακριβών οικονομικών στοιχείων. Αυτό απέκλεισε την Ελλάδα από τις αγορές, ενώ οι δανειακές της ανάγκες ήταν μεγάλες λόγω κακοδιαχείρισης, γεγονός που οδήγησε στη σύναψη μνημονίου με τους Ευρωπαίους εταίρους της (και το ΔΝΤ), προκειμένου να αποφύγει την πτώχευση.
Η βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση που η έκρηξη αυτή επέφερε είχε χαρακτήρα σεισμού, με δραματικά αποτελέσματα για το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών. Εφερε όμως στο προσκήνιο όλες τις αδυναμίες και τις στρεβλώσεις που έκαναν τη χώρα να χάσει την ανταγωνιστικότητά της, πέραν του προβλήματος της δημοσιονομικής κρίσης. Ετσι, τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο εκσυγχρονισμός της χώρας, που καθυστερούσε επί δεκαετίες, συντελείται «ελέω μνημονίου». Τα πρώτα θετικά σημάδια αυτής της εξισορρόπησης τα είδαμε στο τέλος του 2013.
Δεν υπάρχει τομέας της δημόσιας ζωής που να μην μπήκε στο στόχαστρο της «αναγκαστικής προσαρμογής»: η περιστολή του Δημοσίου, ο εξορθολογισμός των αμοιβών των δημόσιων υπαλλήλων, η αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού τομέα και της δημόσιας υγείας, η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, η πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ιδιωτικής οικονομίας, η απελευθέρωση της αγοράς, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων είναι μερικοί από τους τομείς αυτούς.
Παρά την καθυστέρηση με την οποία γίνονται πολλές από αυτές τις αλλαγές, τις ατέλειές τους και τον «οριζόντιο» χαρακτήρα ορισμένων από αυτές -γεγονός που μπορεί να τις καταστήσει επαχθείς για τους πολίτες πριν παραγάγουν τα επιθυμητά θετικά αποτελέσματα- η χώρα φαίνεται να έχει σταθεροποιηθεί και οι κυριότερες αιτίες που την οδήγησαν στην κρίση να διορθώνονται και να ανακτά παράλληλα την αξιοπιστία της απέναντι στους επενδυτές και τις αγορές. Ετσι, διαφαίνεται ότι αν οι μεταρρυθμίσεις συνεχιστούν με μέθοδο και ειλικρίνεια, η χώρα θα ανακάμψει και θα οδηγηθεί προς μια ανάπτυξη με υγιείς βάσεις, προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Η Ελλάδα, για πρώτη φορά συνεπώς από την ένταξή της στην Ε.Ε., προσαρμόζεται πραγματικά στα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η προσαρμογή αυτή γίνεται, δυστυχώς, με «τα δάκρυα και το αίμα» του ελληνικού λαού και με ένα πρωτοφανές επίπεδο ανεργίας. Οι ευθύνες του πολιτικού προσωπικού της χώρας είναι προφανείς και συχνά αποκρύπτονται μέσω της στοχοποίησης της Ε.Ε.
Ας κρατήσουμε μια καθαρή ματιά στις αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση και ας διατηρήσουμε την προσήλωσή μας στις βιώσιμες και ρεαλιστικές λύσεις για την έξοδο από αυτή. Ας είμαστε σε εγρήγορση απέναντι στους λαϊκιστές, τους εξτρεμιστές και τους ξενοφοβικούς, που υπόσχονται «τεχνητούς παραδείσους», με μόνο γνώμονα το βραχυπρόθεσμο πολιτικό όφελος. Η Ευρώπη, παρά τα λάθη, τις αστοχίες και την πολυπλοκότητά της, παραμένει στο πλευρό της Ελλάδας. Διαμορφώνοντάς τη μέσω της κάλπης στις 25 Μαΐου, διαμορφώνουμε το δικό μας μέλλον.
Σχετικές ετικέτες:Πολιτική
Σχετικά άρθρα
Ροή ειδήσεων