12:02 | 1/7/14
Από το 2010 που η Ελλάδα χρεοκόπησε, το πολιτικό σύστημα χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα: τους «μνημονιακούς» και τους «αντιμνημονιακούς». Αυτό δεν έγινε βεβαίως χωρίς να υπάρχει όντως αντικείμενο αντιπαράθεσης. Όμως μέσα από αυτή τη διελκυνστίνδα το «μνημόνιο» αναγορεύτηκε σε μοναδική βάση συζήτησης. Με τον τρόπο αυτό το πολιτικό προσωπικό κατάφερε να αποποιηθεί για μια ακόμη φορά τη βασική του ευθύνη – δηλαδή το να σχεδιάζει και να οργανώνει το μέλλον αυτής της χώρας – και βρήκε έναν τρόπο για να δικαιολογήσει «ανέξοδα» τον ρόλο του.
Από τη μια μεριά, οι «μνημονιακοί» υπό τον μανδύα της «μοναδικής λύσης» επέβαλαν μια σειρά οδυνηρών και αντιδημοφιλών μέτρων, τα οποία είχαν καθαρά ταμειακό χαρακτήρα. Στόχος ήταν ο με κάθε τρόπο ισοσκελισμός των λογαριασμών, χωρίς τις περισσότερες φορές να διασφαλίζεται η δικαιοσύνη των μέτρων και κυρίως χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν ποιό αύριο αυτά διαμορφώνουν για την κοινωνία και την οικονομία. Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι σε ένα μεγάλο μέρος τους τα μέτρα αυτά ήταν αναπόφευκτα ή αναγκαία (από πότε και σε ποιό βαθμό;), το σίγουρο είναι ότι δεν αγγίχτηκε ο πυρήνας των αιτίων που παρήγαγαν την κρίση: Δεν έγινε καμία αναδιάρθρωση του κράτους (του οποίου η «επανίδρυση» προαναγγέλλεται ήδη ακόμη και πριν από την χρεοκοπία του!), δεν πατάχθηκε επί της ουσίας η φοροδιαφυγή, δεν έγινε πολιτική κάθαρση, δεν έγιναν ουσιώδεις θεσμικές παρεμβάσεις. Κυρίως όμως δεν έγινε καμία σοβαρή προσπάθεια για την εφαρμογή ενός σχεδίου εθνικής ανασύνταξης. Αυτό βεβαίως ίσως και να μην είναι τόσο περίεργο, αφού θα ήταν μάλλον παράδοξο όλα αυτά να γίνουν από τα πρόσωπα που έφεραν τη χώρα στη σημερινή κατάσταση…
Από την άλλη μεριά, οι «αντιμνημονιακοί» στην πλειοψηφία τους κατήγγειλαν το μνημόνιο – και σε πολλά είχαν δίκιο – διάλεξαν όμως την πολιτικά ευνοϊκή για αυτούς θέση της καθολικής άρνησης ή του απλού πολιτικού συνδικαλισμού. Με τον τρόπο αυτό διατήρησαν τη φιλολαϊκή τους ρητορεία που πριν από τη χρεοκοπία ζητούσε περισσότερες παροχές και μετά από αυτή καλεί απλώς για λιγότερες περικοπές. Στο πλαίσιο αυτό απέδωσαν την κρίση κυρίως στην ΕΕ και στο ευρώ, αποφεύγοντας κάθε αναφορά για το τί θα έπρεπε να αλλάξει στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Έτσι η όποια λύση αναζητήθηκε σε μια «πιο σκληρή διαπραγμάτευση» και σε ιδεολογήματα περί πολιτικής συμμαχίας των χωρών του Νότου (η οποία όμως όπως έχω αναπτύξει εδώ είναι ανέφικτη). Παράλληλα ο «αντιμνημονιακός αγώνας» εκφυλίστηκε στην εξαγγελία μιας σειράς μέτρων ανακούφισης (φθηνότερο ηλεκτρικό ρεύμα, υψηλότερο βασικό μεροκάματο κ.λπ.) που όσο κι αν για πολλούς έχουν τη σημασία τους, καθόλου δεν ανατρέπουν τα δεδομένα που επιβάλλουν το μνημόνιο, ούτε συνιστούν μια ουσιαστική εναλλακτική πρόταση.
Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές θα πρέπει να επικεντρωθούμε στα γεγονότα: η Ελλάδα όντως χρεοκόπησε. Αυτό προφανώς δεν έγινε κατά τύχη, αλλά εξ αιτίας μιας σειράς από σοβαρούς λόγους. Εσωτερικούς και εξωτερικούς. Το «μνημόνιο» (το συγκεκριμένο μνημόνιο) δεν είναι λύση, αλλά μια βάρβαρη μέθοδος καταστολής των συμπτωμάτων της «πολυοργανικής ανεπάρκειας» στην οποία οδήγησε τη χώρα ένα συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα και μια σειρά από συγκεκριμένες νοοτροπίες που εν τέλει διατρέχουν ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Το ζητούμενο δεν είναι όμως να αντιμετωπισθούν (μόνο) τα συμπτώματα, αλλά να αντιμετωπισθεί η ασθένεια. Η διευθέτηση του χρέους είναι βεβαίως μια βασική συζήτηση, διότι θα ορίσει το πλαίσιο για το πώς θα πορευτεί η χώρα στο μέλλον. Ωστόσο δεν είναι η πιο σημαντική. Η σημαντικότερη συζήτηση που ακόμη δεν έγινε, είναι αυτή που θα καθορίσει το πώς αυτή η χώρα θα μπορέσει να αξιοποιήσει τον ανθρώπινο και φυσικό της πλούτο αποτελεσματικά, ώστε να ενταχθεί με αξιώσεις στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Σε αυτό το ερώτημα πρέπει να απαντήσει αυτή η κοινωνία, αν επιθυμεί να αυτοπροσδιορίζεται και όχι απλώς να διαμαρτύρεται, να εφησυχάζει ή να ξεγελά... Το ερώτημα αυτό θα πρέπει να το απαντήσουν και όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί, καθορίζοντας ποιό είναι το σχέδιο που προτείνουν, ποιές είναι οι θυσίες και ποιοί θα τις κάνουν. Δύο πράγματα δεν μπορούν να αποφύγουν: Πρώτον να αγνοήσουν τις διεθνείς συνθήκες που διαμορφώνει ερήμην μας η παγκοσμιοποίηση και δεύτερον να αποφύγουν τις οδυνηρές αλήθειες, ώστε να συνεχίζουν να ψαρεύουν σε θολά πολιτικά νερά, άλλος με εκβιασμούς και άλλος με υποσχέσεις…
Από τη μια μεριά, οι «μνημονιακοί» υπό τον μανδύα της «μοναδικής λύσης» επέβαλαν μια σειρά οδυνηρών και αντιδημοφιλών μέτρων, τα οποία είχαν καθαρά ταμειακό χαρακτήρα. Στόχος ήταν ο με κάθε τρόπο ισοσκελισμός των λογαριασμών, χωρίς τις περισσότερες φορές να διασφαλίζεται η δικαιοσύνη των μέτρων και κυρίως χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν ποιό αύριο αυτά διαμορφώνουν για την κοινωνία και την οικονομία. Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι σε ένα μεγάλο μέρος τους τα μέτρα αυτά ήταν αναπόφευκτα ή αναγκαία (από πότε και σε ποιό βαθμό;), το σίγουρο είναι ότι δεν αγγίχτηκε ο πυρήνας των αιτίων που παρήγαγαν την κρίση: Δεν έγινε καμία αναδιάρθρωση του κράτους (του οποίου η «επανίδρυση» προαναγγέλλεται ήδη ακόμη και πριν από την χρεοκοπία του!), δεν πατάχθηκε επί της ουσίας η φοροδιαφυγή, δεν έγινε πολιτική κάθαρση, δεν έγιναν ουσιώδεις θεσμικές παρεμβάσεις. Κυρίως όμως δεν έγινε καμία σοβαρή προσπάθεια για την εφαρμογή ενός σχεδίου εθνικής ανασύνταξης. Αυτό βεβαίως ίσως και να μην είναι τόσο περίεργο, αφού θα ήταν μάλλον παράδοξο όλα αυτά να γίνουν από τα πρόσωπα που έφεραν τη χώρα στη σημερινή κατάσταση…
Από την άλλη μεριά, οι «αντιμνημονιακοί» στην πλειοψηφία τους κατήγγειλαν το μνημόνιο – και σε πολλά είχαν δίκιο – διάλεξαν όμως την πολιτικά ευνοϊκή για αυτούς θέση της καθολικής άρνησης ή του απλού πολιτικού συνδικαλισμού. Με τον τρόπο αυτό διατήρησαν τη φιλολαϊκή τους ρητορεία που πριν από τη χρεοκοπία ζητούσε περισσότερες παροχές και μετά από αυτή καλεί απλώς για λιγότερες περικοπές. Στο πλαίσιο αυτό απέδωσαν την κρίση κυρίως στην ΕΕ και στο ευρώ, αποφεύγοντας κάθε αναφορά για το τί θα έπρεπε να αλλάξει στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Έτσι η όποια λύση αναζητήθηκε σε μια «πιο σκληρή διαπραγμάτευση» και σε ιδεολογήματα περί πολιτικής συμμαχίας των χωρών του Νότου (η οποία όμως όπως έχω αναπτύξει εδώ είναι ανέφικτη). Παράλληλα ο «αντιμνημονιακός αγώνας» εκφυλίστηκε στην εξαγγελία μιας σειράς μέτρων ανακούφισης (φθηνότερο ηλεκτρικό ρεύμα, υψηλότερο βασικό μεροκάματο κ.λπ.) που όσο κι αν για πολλούς έχουν τη σημασία τους, καθόλου δεν ανατρέπουν τα δεδομένα που επιβάλλουν το μνημόνιο, ούτε συνιστούν μια ουσιαστική εναλλακτική πρόταση.
Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές θα πρέπει να επικεντρωθούμε στα γεγονότα: η Ελλάδα όντως χρεοκόπησε. Αυτό προφανώς δεν έγινε κατά τύχη, αλλά εξ αιτίας μιας σειράς από σοβαρούς λόγους. Εσωτερικούς και εξωτερικούς. Το «μνημόνιο» (το συγκεκριμένο μνημόνιο) δεν είναι λύση, αλλά μια βάρβαρη μέθοδος καταστολής των συμπτωμάτων της «πολυοργανικής ανεπάρκειας» στην οποία οδήγησε τη χώρα ένα συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα και μια σειρά από συγκεκριμένες νοοτροπίες που εν τέλει διατρέχουν ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Το ζητούμενο δεν είναι όμως να αντιμετωπισθούν (μόνο) τα συμπτώματα, αλλά να αντιμετωπισθεί η ασθένεια. Η διευθέτηση του χρέους είναι βεβαίως μια βασική συζήτηση, διότι θα ορίσει το πλαίσιο για το πώς θα πορευτεί η χώρα στο μέλλον. Ωστόσο δεν είναι η πιο σημαντική. Η σημαντικότερη συζήτηση που ακόμη δεν έγινε, είναι αυτή που θα καθορίσει το πώς αυτή η χώρα θα μπορέσει να αξιοποιήσει τον ανθρώπινο και φυσικό της πλούτο αποτελεσματικά, ώστε να ενταχθεί με αξιώσεις στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Σε αυτό το ερώτημα πρέπει να απαντήσει αυτή η κοινωνία, αν επιθυμεί να αυτοπροσδιορίζεται και όχι απλώς να διαμαρτύρεται, να εφησυχάζει ή να ξεγελά... Το ερώτημα αυτό θα πρέπει να το απαντήσουν και όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί, καθορίζοντας ποιό είναι το σχέδιο που προτείνουν, ποιές είναι οι θυσίες και ποιοί θα τις κάνουν. Δύο πράγματα δεν μπορούν να αποφύγουν: Πρώτον να αγνοήσουν τις διεθνείς συνθήκες που διαμορφώνει ερήμην μας η παγκοσμιοποίηση και δεύτερον να αποφύγουν τις οδυνηρές αλήθειες, ώστε να συνεχίζουν να ψαρεύουν σε θολά πολιτικά νερά, άλλος με εκβιασμούς και άλλος με υποσχέσεις…
Αναστάσιος Λαυρέντζος
Twitter: @LavrentzosA
Σχετικές ετικέτες:Πολιτική
Σχετικά άρθρα