Παθητική Ευθανασία και Βιοηθική: Η ηθική σκοποθεσία στις περιπτώσεις απόσυρσης θεραπείας, του Δ. Δακρότση | Greek-iNews


Έχετε φορτώσει την έκδοση για κινητά, για καλύτερη εμπειρία χρήσης μεταβείτε στην έκδοση για υπολογιστές με ένα
κλικ εδώ

Παθητική Ευθανασία και Βιοηθική: Η ηθική σκοποθεσία στις περιπτώσεις απόσυρσης θεραπείας, του Δ. Δακρότση

01:54 | 3/7/17

«Είναι αλήθεια ότι η νέα επιστημονικο-τεχνολογική πραγματικότητα όπως άρχισε να διαμορφώνεται από τα μέσα του 20ου αιώνα, δημιούργησε ένα περιβάλλον προτύπων, βασισμένο περισσότερο στην εμπιστοσύνη απέναντι στα επιστημονικά επιτεύγματα, παρά στον φόβο του θανάτου»

Γράφει ο Δημήτρης Δακρότσης, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών

Είναι αλήθεια ότι η νέα επιστημονικο-τεχνολογική πραγματικότητα όπως άρχισε να διαμορφώνεται από τα μέσα του 20ου αιώνα, δημιούργησε ένα περιβάλλον προτύπων, βασισμένο περισσότερο στην εμπιστοσύνη απέναντι στα επιστημονικά επιτεύγματα, παρά στον φόβο του θανάτου. Το αίτημα της ευζωίας, βρέθηκε ξαφνικά αντιμέτωπο με την παραδοσιακή διάθεση για μακροζωία, ενώ η αξιοπρέπεια, κατέλαβε πρωταρχική θέση ανάμεσα στις αξίες. Έτσι σήμερα, όπου η επιστήμη αντικειμενοποιεί τον εξωτερικό κόσμο και εξετάζει τη φύση ως οντότητα που υπόκειται στους μηχανικούς νόμους, σοβαρές ασθένειες και άλλες αναπόφευκτες συνέπειες του υπερπληθυσμού και της χρήσης της τεχνολογίας, αντιμετωπίζονται όχι μόνον ως μέσα φροντίδας της ζωής, αλλά και ως τρόποι διαχείρισης του θανάτου . Ωστόσο, τίθενται τα ερωτήματα: τι είναι η ευθανασία και πότε πρέπει να χρησιμοποιείται ως όρος; Θα μπορούσε η ευθανασία να αποτελέσει ενιαία πρακτική για όλα τα μέλη της κοινωνίας; Και τέλος, σε ποιες μορφές διακρίνεται;

Για το πρώτο ερώτημα, θα μπορούσε κανείς να ορίσει ως ευθανασία τον σκόπιμο τερματισμό της ζωής ενός -συχνότερα- πνευματικά ισορροπημένου […] και επωδύνως θνήσκοντος ανθρώπου, έπειτα από δική του παρότρυνση, με πρόθεση να επισπευσθεί ο βέβαιος και μαρτυρικός του θάνατος […] . Ο δεύτερος προβληματισμός, αναζητά τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι, ανάλογα με τα βιώματά τους, επιλέγουν, κατηγοριοποιούν και ερμηνεύουν της εμπειρίες, σύμφωνα με τις προσδοκίες τους. Πράγματι, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου, σε συνδυασμό με το απρόοπτο, δημιουργούν διαφωνίες στη συζήτηση γύρω από την ευθανασία: εάν ο θάνατος επιδιωχθεί διαμέσου χορήγησης ουσιών, αναφερόμαστε στην ενεργητική ευθανασία. Εάν όμως, ο τερματισμός της ζωής δεν προκληθεί δυναμικά, αλλά επιταχυνθεί, όπως για παράδειγμα, με τον αποχωρισμό του ασθενή από τις συσκευές υποστήριξης, τότε κάνουμε λόγο για παθητική ευθανασία. Ένα επιπλέον ερώτημα που θα μπορούσε να προκύψει σε σχέση με την παραπάνω διάκριση είναι εάν, στην παθητική ευθανασία, ο θάνατος προκαλείται ή απλώς δεν αποτρέπεται. Με άλλα λόγια, εάν στην παθητική ευθανασία, η απώλεια ζωής νοείται ως αποτέλεσμα ενέργειας ή παράλειψης κάποιας πράξης.


Με τον όρο παθητική ευθανασία, στην σύγχρονη ιατρική, νομική και φιλοσοφική ορολογία, περιγράφεται κάθε σκόπιμη πράξη που αποσκοπεί στην αναστολή των θεραπευτικών ή υποστηρικτικών μέσων που τα παρέτειναν τη ζωή ενός ασθενή. Στην παθητική ευθανασία, ο θάνατος δεν επιβραδύνεται με χρήση ιατρικών μέσων, ούτε και επισπεύδεται, όπως συμβαίνει στην ενεργητική. Επομένως, κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ των δύο μορφών είναι το εξωτερικό ή αναγκαστικό αίτιο πρόκλησης του θανάτου, κάθε φορά . Στη σύγχρονη ιατρική, η παθητική ευθανασία έχει επιβληθεί ως ηθικά δόκιμη, επομένως και πρακτέα, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, η συνέχιση της θεραπείας ή υποστήριξης ασθενών σε τελικά στάδια, χαρακτηρίζεται ως μη αποτελεσματική. Εντούτοις, παρόλο που η ενεργητική και η παθητική ευθανασία διαφέρουν σε βαθμό ουσίας αλλά και πρακτικής, πολλοί πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Τα επιχειρήματα που προβάλλονται από τους οπαδούς της κατάργησης της διάκρισης των μορφών ευθανασίας στηρίζονται τόσο στην πρόθεση του διενεργούντος, η οποία και στις δύο περιπτώσεις είναι ο θάνατος του ασθενή, όσο και στον ασαφή χαρακτήρα της διάκρισης της πράξης από παράλειψη.

Για το πρώτο, υποστηρίζεται ότι δεν είναι δυνατόν, εκείνος που ακολουθεί τη διαδικασία της παθητικής ευθανασίας να έχει αγαθές προθέσεις, ενώ αντίθετα, εκείνος που προτείνει μια αμεσότερη λύση απαλλαγής του πόνου του ασθενή, να πρέπει να αντιμετωπιστεί με άρνηση και επιφυλακτικότητα. Επομένως, για τους εισηγητές της κατάργησης της διάκρισης, ό, τι έχει σημασία δεν είναι το είδος της ευθανασίας, αλλά οι συνέπειες και τα κίνητρα των εμπλεκομένων. Όσο για το δεύτερο, εκείνο που προβάλλεται είναι ότι, τόσο στην ενεργητική όσο και στην παθητική ευθανασία, δεν υπάρχει καμία διαφορά στο τελικό αποτέλεσμα. Στο σημείο αυτό, γεννάται το ηθικό ερώτημα γύρω από το εάν ή όχι, εν τέλει, η αναστολή των θεραπευτικών μεθόδων σε έναν ανίατο πάσχοντα είναι σημαντικά διαφορετική από την χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών.

Πράγματι, η παράλειψη που οδηγεί σε θάνατο, μπορεί από ηθική άποψη να θεωρηθεί πράξη θανάτωσης, παρόλο που, η μη χορήγηση θεραπείας σε εξαιρετικές περιπτώσεις ασθενών είναι κάτι το επιτρεπτό. Επομένως, αν και η παθητική ευθανασία αποτελεί καθαυτή ηθικά επιλήψιμη πράξη, εντούτοις, στις περιπτώσεις εκείνες όπου το σκοπούμενο δεν είναι ο θάνατος αλλά η αναστολή μιας αναποτελεσματικής και ταυτόχρονα επίπονης θεραπείας, καθίσταται επιτρεπτή . Η παραπάνω εξήγηση φαίνεται ότι δεν συνάδει με μεγάλο μέρος της κλινικής εμπειρίας. Σε πολλές περιπτώσεις αναστολής θεραπείας, εκείνο που θεωρείται επαχθές βάρος είναι η συνέχιση της ζωής του ασθενή στην υφιστάμενη κατάσταση και όχι η ίδια η θεραπεία . Αναμφίβολα, στο σύνολο των καταγεγραμμένων περιπτώσεων αναστολής θεραπειών, πολλές από αυτές φαίνεται ότι στόχευαν στον τερματισμό της ζωής των ασθενών. Τέτοιου είδους αποφάσεις εκλαμβάνονται όχι ως αποφάσεις θανάτωσης, αλλά ως λογικές κρίσεις ως προς το ενδεχόμενο να αφεθούν οι ασθενείς να πεθάνουν.


Ωστόσο, για έναν ανίατο ασθενή, που η επικείμενη νόσος είναι και αιτία θανάτου του, η αναστολή της αγωγής τον κάνει να πεθάνει νωρίτερα από ότι θα πέθαινε διαφορετικά. Το γεγονός αυτό που υποδεικνύει από μόνο του πρόθεση προς αφαίρεση ζωής, σε καμία περίπτωση δεν προβάλλει μία «παθητική» συμπεριφορά, όπως αυτή του «αφήνω κάποιον να πεθάνει». Με βάση όμως την εξήγηση της πρόθεσης θανάτου, όπως αυτή ερμηνεύεται από τους οπαδούς της κατάργησης της διάκρισης των μορφών ευθανασίας, η παθητική ευθανασία θα μπορούσε να αποτελεί μία κοινώς αποδεκτή ηθική πράξη, μόνον εάν νομιμοποιούταν η ενεργητική! Επομένως, πώς μπορεί να προσδιοριστεί σε επίπεδο ηθικής, το κριτήριο της πρόθεσης στην απόσυρση θεραπείας ορισμένων ανίατων ασθενών;

Σύμφωνα με ορισμένες εισηγήσεις, υπάρχουν μέθοδοι θεραπείας τόσο δαπανηρές, που οι κοινωνίες της σύγχρονης Δύσης δεν μπορούν να αντέξουν και ως εκ τούτου, ούτε να παράσχουν στους βαρέως-χρονίως και μη αναστρέψιμους  πάσχοντες .  Η παραπάνω πραγματικότητα, αν και είναι εμποτισμένη από βιοπολιτικές προσεγγίσεις που θέτουν την ανθρώπινη φύση κάτω από ποσοτικές αναφορές, εντούτοις αποκαλύπτει ότι το κοινωνικοποιούμενο άτομο παρουσιάζεται ως απλός δέκτης ποικίλων εξωτερικών επιδράσεων, χωρίς περιθώρια επιλογών. Στην προκειμένη περίπτωση, το άτομο ενσωματώνει ορισμένα πρότυπα συμπεριφοράς που δημιουργούνται συνδυαστικά με τα συστήματα αξιών της ομάδας . Έτσι παρατηρούμε συχνά το περιβάλλον ανίατων ασθενών να αποδέχεται την αναστολή των θεραπευτικών ή υποστηρικτικών μέσων παράτασης ζωής, παρασυρόμενο από ωφελιμιστικές θέσεις που προβάλλει η κοινωνία.

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η οικογένεια ενός ανίατου πάσχοντα, έχοντας πεισθεί από τις παροτρύνσεις του ευρύτερου περιβάλλοντός της, ότι οι θυσίες είναι περισσότερες από τα δυνητικά οφέλη που πρόκειται να αποκομίσει η ίδια ή ο πάσχων από την παράταση της ζωής του, αποφασίζει να εισηγηθεί τη διακοπή των υποστηρικτικών μεθόδων.. Ωστόσο, μία κρίση που υποκινείται αποκλειστικά από ωφελιμιστικά κίνητρα, δηλώνει περισσότερο πρόθεση για θανάτωση του ασθενή, παρά για απαλλαγή του από το μαρτύριο. Από την άλλη μεριά, στο πολιτισμικό σύστημα της σύγχρονης Δύσης, ανιχνεύονται και ανθρωπιστικά κριτήρια. Δεν σπανίζουν τα περιστατικά ανίατων ασθενών, τα οποία αποζητούν -οι ίδιοι ή οικείοι τους- την απόσυρση της υποστήριξης-θεραπείας, με μόνο αίτημα την απαλλαγή από τον διαρκή πόνο. Σε αυτές της περιπτώσεις, οι αποφάσεις δεν δηλώνουν πρόθεση για θανάτωση, αλλά πρόθεση για απαλλαγή από μία μάταιη και επίπονη παράταση ενός μαρτυρίου. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές, συνυπάρχουν τόσο το ωφελιμιστικό, όσο και το ανθρωπιστικό κριτήριο. Όπως παρατηρείται σε ακραίες περιπτώσεις βαριά πασχόντων, οι αποφάνσεις γύρω από την συνέχιση ή απόσυρση της υποστήριξης λαμβάνονται ως δεδομένα που αφορούν σε αντικειμενικά – κοινωνικά κριτήρια, αλλά και σε υποκειμενικές – προσωπικές θέσεις. Το συναίσθημα, τα βιώματα, οι αξίες, τα πρότυπα, οι αναστολές ή αμφιβολίες που δικαιολογημένα γεννώνται μέσα σε ένα περιβάλλον απόγνωσης για μία επικείμενη απώλεια, συχνά συγκρούονται με τις προοπτικές των κοινωνικών προσανατολισμών.

Από την άλλη, στην Δύση, υπάρχουν διαφορετικά στερεότυπα, στα οποία τα μέλη τους ανταποκρίνονται κατά έναν ορισμένο τρόπο. Με άλλα λόγια, υπάρχουν διαφορετικές πολιτισμικές μορφές . Μία τέτοια πολιτισμική μορφή που, αναμφίβολα, δημιουργεί κοινότητα αισθημάτων, ιδεών, εικόνων, στάσεων είναι η θρησκεία. Πράγματι, ο Χριστιανισμός, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, έχει επηρεάσει τη διαμόρφωση των περισσότερων πολιτισμικών συστημάτων στη Δύση, ανάλογα με το δόγμα, αλλά και την πολιτισμική ομοιογένεια με την οποία εμφανίζεται. Για παράδειγμα, στο πολιτισμικό σύστημα της σύγχρονης Ελλάδας, η πολιτισμική μορφή της θρησκείας, φαίνεται να δημιουργεί ένα μοιραζόμενο πεδίο ψυχολογικού περιεχομένου που ορίζει και καθοδηγεί την εμπειρία της θρησκευτικής πίστης σε πράξη, περισσότερο από ότι σε άλλες κοινωνίες. Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία, παρόλο που στρέφεται ενάντια στην ενεργητική ευθανασία, παρατηρεί ότι θα πρέπει να αποτρέπεται […] το ενδεχόμενο να προκληθεί με θεραπευτικές υπερβολές τεχνητή παράταση των φυσικών ορίων της ζωής και η διατήρηση μιας κατάστασης επ’ αόριστο […] , θέτοντας με αυτόν τον τρόπο τα όρια μεταξύ ευθανασίας με παράλειψη και ευθανασίας με πράξη. Αντιλαμβανόμαστε επομένως, ότι για την Εκκλησία, οι ιατρικές μέθοδοι θα πρέπει να εκτείνονται μέχρι του σημείου όπου οι επιπλοκές και τα επιπρόσθετα προβλήματα που δημιουργούν δεν βασανίζουν περισσότερο από ότι ανακουφίζουν . Ακόμη και για τις περιπτώσεις στις οποίες ο ανίατος ασθενής δεν έχει επαφή με το περιβάλλον, η Ορθόδοξη Εκκλησία επιμένει ότι το κενό της συνείδησης του πάσχοντα πρέπει να καλύπτεται από τη συνείδηση των γιατρών και των στενών συγγενών του και να τίθενται σε λειτουργία οι διαδικασίες παθητικής ευθανασίας. Η Εκκλησία μάλιστα είναι αυστηρή απέναντι σε βουλήσεις ασθενών που βρίσκονται σε προχωρημένα και μη αναστρέψιμα στάδια ασθενειών και δεν εισηγούνται, οι ίδιοι οι υπεύθυνοι συγγενείς, την άρση των υποστηρικτικών μέσων.


Κατανοώντας την ιδιαιτερότητα των στοιχείων που διαμορφώνουν τα πολιτισμικά συστήματα, επομένως και την ηθική τους, η ίδια η ιατρική επιμένει ότι θα πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλία και να επαναπροσδιορίσει την μέχρι σήμερα ισχύουσα πρακτική που εφαρμόζει απέναντι σε ασθενείς που βρίσκονται κοντά στο τέλος της ζωής τους. Στη βάση αυτής της νέας αξιολόγησης, ζητήματα όπως η αποτελεσματικότερη επαφή μεταξύ γιατρού-ασθενή, αλλά και η όσο το δυνατόν καλύτερη χρήση των σύγχρονων μέσων αντιμετώπισης του πόνου, προωθούνται ως αιτήματα, στα οποία πρέπει να δοθούν λύσεις. Πώς όμως ο κλινικός γιατρός θα πρέπει να λειτουργεί ώστε να μπορεί να προσδιορίσει με αποτελεσματικότητα, στο τελικό στάδιο μιας ανίατης ασθένειας, τα όρια ανάμεσα στις δυνητικές «ωφέλειες» και στις επιβαρύνσεις σε σχέση με τον πάσχοντα;

Η σύγχρονη ιατρική υποστηρίζει ότι, πέρα από την τήρηση κάποιων γενικών κανόνων δεοντολογίας, η εξισορρόπηση των στενών ορίων ανάμεσα στην αποδοτικότητα μιας θεραπείας και των πιέσεων που υφίσταται ο ανίατος πάσχων εξαιτίας των συνεπειών της νόσου του, επέρχεται μέσα από τη διαρκή συνεννόηση του γιατρού με τον ασθενή ή το στενό περιβάλλον του . Πράγματι, εντύπωση προκαλούν οι συγκλίσεις των απόψεων που παρατηρήθηκαν από γιατρούς συγκρουόμενων ηθικών τοποθετήσεων, όταν, μεταξύ άλλων τους ζητήθηκε να πάρουν θέση απέναντι σε ακραία υποθετικά σενάρια περιπτώσεων ανίατων ασθενών. Συγκεκριμένα και οι δύο ομάδες, υπέρμαχοι και πολέμιοι της ευθανασίας, υποστήριξαν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, η ιατρική τους εκτίμηση θα τους ωθούσε να ασκήσουν ευθανασία διακόπτοντας μία μάταιη και επίπονη για τον ασθενή, θεραπευτική αγωγή . Επομένως, ο ρόλος του γιατρού είναι τελικά υποταγμένος, όχι σε κάποιες υποκειμενικές επισημάνσεις γύρω από το αγαθό και το κακό, αλλά σε μία προσωπική ηθική σχέση, η οποία χτίζεται μέσα από την επικοινωνία με τον κάθε πάσχοντα και το περιβάλλον του.

Στο σημείο αυτό θα ήταν δόκιμο να αναφερθεί ότι ο ρόλος της βιοηθικής αποτελεί μία προσπάθεια συσχετισμού των οικουμενικοτήτων και ομοιοτήτων που προωθεί ο χώρος της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας με τις ανομοιότητες και ποικιλίες των πολιτισμικών συστημάτων. Όπως αναφέρει ο JeanBernard, η βιοηθική είναι πραγματιστική επιστήμη, απαλλαγμένη από κάθε μεταφυσική ή άλλου είδους  παρέμβαση. Αυτό σημαίνει ότι τα βιοηθικά ζητήματα εξετάζονται κριτικά, όχι σε σχέση με το ηθικό φρόνημα (morale) , αλλά σε σχέση με τους κώδικες συμπεριφοράς (ethics) των κοινωνικών και πολιτισμικών συστημάτων  όπως είναι τα πρότυπα, οι αξίες οι προσδοκίες και γενικότερα οι μηχανισμοί παραγωγής σημείων και συμβόλων που συνδέονται με τη δημιουργία και την κριτική κατανόηση ενός ηθικού νοήματος.

Στους νεότερους χρόνους, η σημασία των ηθικών προβλημάτων που απορρέουν από την εξέλιξη της ιατρικής και της βιολογίας, συνετέλεσε ώστε οι όροι ηθική και βιοηθική, να θεωρούνται σχεδόν ταυτόσημοι . Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στην έννοια της προόδου, συνυπάρχει το ηθικό στοιχείο, εφόσον παρεμβάλλεται ο άνθρωπος . Ωστόσο, οι κοινωνίες της Δύσης, εκτός από τις παραπάνω ιδανικές μορφές, εκδηλώνονται και μέσα από διεργασίες συγκινησιακού περιεχομένου όπως οι πίστεις, τα δόγματα ή οι μεταφυσικές ερμηνείες της πραγματικότητας. Πολλές φορές μάλιστα, στην αλληλεξάρτηση των διαφόρων μερών των κοινωνικών συστημάτων παρεισφρέουν και άλλου είδους ιδιαιτερότητες όπως η άγνοια -είτε από έλλειψη πληροφόρησης είτε από συνειδητή αντίδραση προς κάθε διαφορετική θέση-  και τα οικονομικά συμφέροντα. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι οι ηθικές διάλεκτοι των κοινωνικών συστημάτων ή υποσυστημάτων διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο στους τρόπους αντιμετώπισης των βιοηθικών ζητημάτων, καθορίζοντας τις περισσότερες φορές τις προθέσεις και τα κίνητρα τον εμπλεκομένων σε αυτά. Πέρα λοιπόν από το αίτημα του διπλού δόγματος της θετικής επιστήμης και της ηθικής για επέκταση και μετάδοση της γνώσης, στις μέρες μας προβάλλεται και μία ακόμη αναγκαιότητα, συνδεδεμένη με την κατανόηση του γεγονότος της προόδου, μέσα από την εμπειρία των περιβαλλόντων των πολιτισμικών συστημάτων. Στη βάση αυτής της αναγκαιότητα, ο άνθρωπος οφείλει να προωθεί την ανάπτυξη μιας επιστήμης ικανής να χαρτογραφεί την πρόοδο μέσα σε ένα λογικό και ταυτόχρονα ηθικό κόσμο και να εκτιμά την ορθή χρήση των επιτευγμάτων της, ώστε να προλαμβάνει τις παρενέργειές τους .

Πρώτη έκδοση: περιοδικό Ηθική, Τεύχος 6, Έκδοση Μεταπτυχιακού Προγράμματος Φιλοσοφίας, Ειδίκευση: Ηθική, Τμήμα: Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής-Φιλοσοφίας, Σχολή: Φιλοσοφική, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2008.

Τα βιβλία του Δημήτρη Δακρότση

Σχετικά άρθρα
Ροή ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών